Reviews The Swimmer (1968)

27 Αυγούστου 2023 |

0

The Swimmer (1968)

Σκηνοθεσιά: Φρανκ Πέρι

Παίζουν: Μπαρτ Λανκάστερ (ναι, μόνο αυτός!)

Διάρκεια: 96′

To διήγημα The Swimmer (1964) του Τζον Τσίβερ, στο οποίο βασίζεται η ταινία του Φρανκ Πέρι, καθρεφτίζει τις βασικές συνιστώσες στο έργο του διάσημου Αμερικάνου συγγραφέα, γνωστού και ως «Τσέχοφ των προαστίων». Η βία μιας σκληρής ματαίωσης. Η αβάσταχτη ντροπή για την ευτυχία που αρνείται επίμονα να έρθει. Ο υπαρξιακός τρόμος μπροστά στο λάθος και στο αναπάντεχο. Η ανικανοποίητη προσμονή, η υπόγεια σεξουαλική καταπίεση. Στο πίσω φόντο, το ξεθώριασμα μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας. Η ευδαιμονία του baby boom που σκάει με κρότο, ο ανομολόγητος φόβος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. 

Οι ήρωες του Τσίβερ δεν επαναστατούν, δεν ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους, ούτε αναζητούν κάποια χαμένη Εδέμ (ίσα ίσα, ο περίκλειστος παράδεισος τούς φαντάζει φυλακή). Δεν παραδίδονται στην παράνοια ή στην κατάθλιψη, ούτε καταρρέουν ολοκληρωτικά. Αντιθέτως, συνεχίζουν να παραπατούν και να προχωρούν με βήμα ξεκούρδιστο – πάντα λειψοί, πάντα δυσλειτουργικοί. Μόνη τους βεβαιότητα ότι είναι βασανιστικά μόνοι, ψάχνοντας μάταιη διέξοδο σε έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο που δεν μοιάζει φτιαγμένος για αυτούς. Το angst που βιώνουν είναι βαθιά αμερικανικό, είναι σίγουρα άχρονο και σχεδόν μεταφυσικό.

Η ιστορία μας ξεκινά ένα πανέμορφο και ηλιόλουστο καλοκαιρινό πρωινό, κάπου στα καλοβαλμένα προάστια του Κονέκτικατ. Ένας ώριμος, επιβλητικός και αρχοντικός άνδρας δεσπόζει στον χώρο, καθώς εμφανίζεται στην πισίνα ενός φιλικού σπιτιού. Είναι η ώρα του καθιερωμένου μεσημεριανού κοκτέιλ: χαμόγελα, χαριεντισμοί, ψευτο-αβρότητες, κουτσομπολιά, διακριτικό φλερτ, ακόμη πιο διακριτικές σπόντες. Ωστόσο, μετά τις πρώτες χαιρετούρες, μια  βασανιστική αίσθηση διφορούμενου κυριαρχεί, καθώς παραμένει αδιευκρίνιστο αν ο ήρωάς μας είναι σταθερός καλεσμένος ή φάντασμα από το παρελθόν, καλοδεχούμενος ή ανεπιθύμητος. Ο σκοτεινός υπαινιγμός ενισχύεται από μια φωτογραφία που συγχέει την αληθινή ομορφιά με την ψεύτικη γυαλάδα. Πίσω από τις αντανακλάσεις παραμονεύει κάτι τρομακτικό, αλλά εμείς δεν μπορούμε ακόμη να το διακρίνουμε με σιγουριά. Ο ήλιος και το νερό μάς θολώνουν τα μάτια.

Πολύ σύντομα, μια τρελή ιδέα καρφώνεται στο μυαλό του ήρωα, όταν αντιλαμβάνεται ότι οι πισίνες της αριστοκρατικής γειτονιάς σχηματίζουν ένα υγρό μονοπάτι που οδηγεί απευθείας στη δική του πόρτα. Ξαφνικά, η προοπτική να κολυμπήσει μέχρι εκεί του γίνεται εμμονή και μια πρώτη χροιά αυτοκαταστροφής αρχίζει να πλανιέται στον αέρα. Η ιδιόμορφη Οδύσσεια ξεκινά κι ο ξενιτεμένος ήρωας -βουτιά με τη βουτιά και στέγνωμα με το στέγνωμα- τρυπώνει ολοένα και πιο βαθιά στη σπηλιά της ζωής του. Ένας κόσμος όπου τίποτα δεν αλλάζει και τα πάντα μένουν ασάλευτα, είναι εκ των πραγμάτων πλαστός, σαν μια υπογραφή που μένει ολόιδια σε κάθε έγγραφο.

Στη διαδρομή, θα αντικρίσει όλα τα ανεπούλωτα τραύματα και τις ξεθωριασμένες φαντασιώσεις. Θα στερηθεί το κύρος του, θα αναπολήσει μια οριστικά χαμένη αθωότητα, θα νιώσει ιδανικός και ανάξιος εραστής (όπως έλεγε και ο Καββαδίας). Χωρίς συναίσθηση ή αυτογνωσία, χαρτογραφεί μια οδυνηρή παλιννόστηση που οδηγεί απευθείας στη συντριβή αντί για τη θαλπωρή. Κι όταν φτάσει στη δημόσια πισίνα, το τελευταίο σύνορο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην ψευδαίσθηση, εκεί όπου στριμώχνεται φωνακλάδικα ο απλός κόσμος, μακριά από την τρυφηλή και απομονωμένη ελίτ, η κατηφόρα είναι πλέον χωρίς επιστροφή.

Η οχλαγωγία, οι φωνές και το στριμωξίδι θα του προκαλέσουν σύγχυση και πανικό. Πλέον, δεν διαφέρει από τον σωρό, δεν διαθέτει τίποτα το ξεχωριστό, όλη του η γοητεία έχει εξατμιστεί. Η απελπισμένη αυτή περιπλάνηση σύντομα καταλήγει στον τελικό της προορισμό: το σούρουπο, το κρύο, τον χρόνο που πέρασε ανεπιστρεπτί, την εφιαλτική σύγκρουση με την αλήθεια, τον οριστικό αποχαιρετισμό σε μια ζωή που γλίστρησε μια για πάντα από τα χέρια του πλανεμένου ήρωα, παρότι τη θεωρούσε δεδομένη και άτρωτη.

Ο Μπαρτ Λανκάστερ επωμίζεται κιμπάρικα και γενναία την τραγική αποστολή ενός ήρωα που ξεκινά ως κατακτητής και καταλήγει τσακισμένος και λειψός, θύμα μιας ανελέητης αυταπάτης και εμβρόντητος μπροστά στην πιο σκληρή διαπίστωση: σε ένα τόσο μακρινό ταξίδι, με τόσα συναπαντήματα και αμέτρητες στάσεις, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τον προειδοποιήσει, να του συμπαρασταθεί, να του συγχωρέσει την «αποτυχία» και τη θλίψη. Ακόμη κι εμείς, που ήμασταν έτοιμοι κάθε τρεις και λίγο να του φωνάξουμε «σταμάτα», τον αφήσαμε μόνο και αβοήθητο. Γιατί θέλαμε να τον δούμε να φτάνει μέχρι το τέρμα του δρόμου. Μέχρι το οδυνηρό τέλος.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑