Σκηνοθεσία: Μπρους Ρόμπινσον
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Μάικλ Ρισπόλι, Τζιοβάνι Ρίμπιζι, Έιμπερ Χερντ, Άαρον Έκχαρτ, Ρίτσαρντ Τζένκινς
Διάρκεια: 120΄
Μεταφρασμένος τίτλος: «Μεθυσμένα ημερολόγια»
1960, Πόρτο Ρίκο. Ο αμερικανός Πολ Κεμπ (ο χαρισματικός Τζόνι Ντεπ) είναι αποτυχημένος συγγραφέας και δημοσιογράφος πασπαρτού, που γράφει κατά παραγγελία. Φτάνει στο νησί έχοντας προσληφθεί από μια καμένη και ανοργάνωτη τοπική αγγλόφωνη εφημερίδα, της οποίας οι αναγνώστες είναι οι ευτραφείς λευκοί μεσοαστοί που περνούν τις ξένοιαστες διακοπές τους στο όμορφο νησί της Καραϊβικής. Εν μέσω αναταραχών, φτώχιας, βίας και ανέχειας οι λευκοί αποικιοκράτες ξεζουμίζουν τους πόρους της χώρας, χτίζουν θηριώδη ξενοδοχεία, πίνουν κοκτέιλ και παίζουν μπόουλινγκ. Ο Πολ Κεμπ παρέα με δυο ακόμα περιθωριακούς και τελειωμένους μέθυσους δημοσιογράφους (τους απολαυστικούς Μάικλ Ρισπόλι και Τζιοβάνι Ρίμπιζι) ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, ερωτεύεται τη λάθος γυναίκα (την εκθαμβωτική Έιμπερ Χερντ), ψάχνει τα ιδανικά του μες στη γλυκιά του ηττοπάθεια, πίνει ακατάπαυστα ρούμι και ό,τι άλλο βρει, δοκιμάζει παραισθησιογόνα ναρκωτικά, γράφει τα ζώδια κι όποτε θυμάται, παλεύει να γράψει ένα ρεπορτάζ κεραυνό, μια γερή μπουνιά στο σύστημα που θα φέρει τα πάνω κάτω.
Πρόκειται για τη μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Χάντερ Τόμπσον (βλέπε: «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας»), δημοσιογράφου και συγγραφέα που έγινε διάσημος για το προσωπικό του ύφος στην αρθρογραφία, έζησε στις καταχρήσεις κι αυτοκτόνησε το 2005 σε ηλικία 67 ετών. Ο Πολ Κεμπ (μήπως θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς;) είναι ακόμα ένας χαρακτήρας γοητευτικός στο πάνθεον των αντι-ηρώων, των οποίων ο χειρότερος εχθρός είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Ζει στη σκιά, στο μελαγχολικό και σκοτεινό περιθώριο, δεν ανήκει πουθενά, ο χρόνος κυλά τυχοδιωκτικά, άλλοτε τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει να πιαστεί από πουθενά, κι άλλοτε τόσο βασανιστικά αργά παρέα με μύγες, ιδρώτα, σκόνη και τόσο αλκοόλ που το σώμα μόνο από θαύμα δεν καταρρέει. Βουτηγμένος στον αιώνιο κυνισμό, τυπική άμυνα μιας αθεράπευτα ρομαντικής και απογοητευμένης ψυχής, διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους αυτοκαταστροφικούς αντι-ήρωες, αφού εκδηλώνει ευθαρσώς την ονειροπόλα του διάθεση. Οραματίζεται την αλλαγή, όταν του δοθεί η ευκαιρία προσπαθεί να σφίξει τη γροθιά του, αλλά ως συνήθως όλα πάνε στραβά, διότι οι δυνάμεις του σύμπαντος δεν είναι ούτε φιλικές ούτε εχθρικές, αλλά απλώς απρόβλεπτες. Δεν χάνει, όμως, τη διάθεσή του, το κέφι του, δεν κλείνει τις πόρτες, δεν φοβάται την αλλαγή, δεν οχυρώνεται πίσω από δόγματα και απολυτότητες, είναι μονίμως ετοιμοπόλεμος για τη ζωή, ακόμα κι αν αυτή πολλές φορές τον ξεπερνάει.
Στη ζωή του Πολ Κεμπ πολλά πράγματα συμβαίνουν και τίποτα ταυτόχρονα. Ενίοτε, όμως, φτάνει και καμιά στιγμή επιφοίτησης που την μοιράζεται απλόχερα μαζί μας. Όπως, για παράδειγμα, όταν έχοντας δοκιμάσει ένα τούρμπο παραισθησιογόνο ναρκωτικό, παρατηρεί έναν αστακό και αναρωτιέται τι να σκέφτεται για τον κόσμο των ανθρώπων. Τότε… «ο αστακός με λοξοκοίταξε και είπε: ‘τα ανθρώπινα όντα είναι τα μοναδικά πλάσματα στη γη που έχουν θεό και τα μοναδικά ζωντανά που συμπεριφέρονται σαν μην υπάρχει θεός. Μήπως ο κόσμος δεν ανήκει σε κανέναν άλλο εκτός από εσάς;’ Και μόλις μίλησε, σάστισα. Όχι επειδή ήταν ένας αστακός, αλλά επειδή επιτέλους κατάλαβα τη σύνδεση ανάμεσα στα παιδιά που ψάχνουν για φαγητό στα σκουπίδια και στις γυαλιστερές μπρούντζινες ταμπέλες στις πόρτες των τραπεζών»…
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.