Μεταφρασμένος τίτλος: «Τα μυθικά πλάσματα του νότου»
Σκηνοθεσία: Μπεν Ζάιτλιν
Παίζουν: Κουβένζανε Γουόλις, Ντουάιτ Χένρι, Τζίνα Μοντάνα, Λιβάι Ίστερλι
Διάρκεια: 93΄
Η επιβίωση δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι ζόρικο πράγμα. Αν είσαι τυχερός, μπορεί να τη βιώσεις μόνο σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο. Να βρεις δουλειά, να προσπαθήσεις να συντηρήσεις το αυτοκίνητο, το σπίτι, να έχεις δικό σου δωμάτιο όταν γεννάς. Εντάξει, δεν είναι και λίγο. Η αποτυχία να πετύχεις αυτό που εσύ ονομάζεις «επιβίωση», μπορεί να σε οδηγήσει σε ψυχοπλακωτικές καταστάσεις, απομόνωση, κατάθλιψη, αυτοκτονία. Όπως λέει, όμως, κι ένας φίλος μου Ινδός: «εσείς, στο δυτικό κόσμο δεν ξέρετε τι σημαίνει φτώχια.
Στην Ινδία ο φτωχός περπατάει γυμνός και το μόνο που του ανήκει είναι ο αέρας στα πνευμόνια του». Κι επομένως, να το πούμε αλλιώς, όσοι γεννηθήκαμε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο δεν ξέρουμε τι θα πει αληθινή επιβίωση και δεν αναφέρομαι σε πολιτικές αντιπαραθέσεις όπως για παράδειγμα επί δικτατορίας και για τίμιες έννοιες όπως η ελευθερία. Μιλάω για κάτι πολύ πιο θεμελιώδες και βασικό, για κάτι σαρκικό που εντάξει, στο τέλος μπορεί να καταλήξει να είναι και πολιτικό. Στην κατοχή για παράδειγμα πέθαναν μέσα σε 4 χρόνια 250.000 άνθρωποι από ασιτία. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να μην έχεις ούτε ρύζι κι αλεύρι να φας για περισσότερο από μήνα. Αυτό θα πει επιβίωση.
Στον τρομολάγνο δυτικό κόσμο φαντασιωνόμαστε πολλάκις την απόλυτη καταστροφή, το τέλος του κόσμου. Ίσως είναι μια υποσυνείδητη θρησκευτική δεισιδαιμονία: αφού όλοι είμαστε αμαρτωλοί, μας αξίζει να πεθάνουμε. Δεν ξέρω. Φυσικά το τέλος του κόσμου μπορεί να μην έρχεται στο σύνολο, αλλά επί μέρους έρχεται κάθε χρόνο. Είτε με τη μορφή πολέμου, σφαγής, οικολογικής καταστροφής, ξηρασίας είτε μέσω μιας φυσικής… ανακατάταξης όπως το τσουνάμι ή ο τυφώνας Κατρίνα που σάρωσε τη Νέα Ορλεάνη.
Τότε, σε στιγμές ακραίας επιβίωσης, ο άνθρωπος γαντζώνεται σ’ ό,τι μπορεί, στα υπάρχοντά του, στους αγαπημένους του, στο θεό, στον εγωισμό, σε μια ιδεολογία και παλεύει. Και κάθε μικρό «τέλος του κόσμου» είναι μια ατυχής ευκαιρία για να επαληθευτεί ο χρυσός κανόνας του Όργουελ: «όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα». Διότι όποιος έχει τα μέσα, αυξάνει τις πιθανότητές του όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να επωφεληθεί της καταστροφής. Οι υπόλοιποι μπορούν να τρώνε τις σάρκες τους.
Εμπνεόμενος από τον τυφώνα Κατρίνα ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Μπεν Ζάιτλιν οραματίστηκε έναν μετα-αποκαλυπτικό (όπως μας αρέσκεται να λέμε) κόσμο, όπου η στάθμη του νερού έχει ανέβει και καταπιεί ολόκληρες ακτές. Οι άνθρωποι έχουν υψώσει φράγματα και ζουν μέσα προστατευμένοι. Όχι όλοι, όμως, διότι στην ακρόπολη στριμώχνονται μόνο όσοι μπορούν. Υπάρχουν κάποιοι που ζουν έξω στους βάλτους. Ανήκουν στο περιθώριο. Είναι οι τελευταίες τρύπες του ζουρνά. Είναι αυτοί που παλεύουν με την τρέλα, τον εγωισμό τους κι έχουν σχέση μίσους κι αγάπης με τη φύση. Είναι αυτοί που δεν το βάζουν κάτω, αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Η επιβίωση για αυτούς είναι πολυτέλεια. Είναι αυτοσκοπός. Είναι τρόπος ζωής. Ένα απροσδόκητο κι αληθινό αριστούργημα που αφηγείται την ιστορία επιβίωσης ενός πατέρα με την κόρη του (η συγκλονιστική εξάχρονη Κουβένζανε), μια σχέση εκρηκτική από δυο ιδιαίτερους χαρακτήρες σ’ ένα πρωτόγονο σύμπαν που προσπαθεί να επιπλεύσει. Μια ιστορία μύησης, απώλειας, ενηλικίωσης κι επιβίωσης. Προσωπικά θεωρώ ότι το Όσκαρ καλύτερης ταινίας είναι δικό της. Δεν θα το πάρει, αλλά το αξίζει. Με τα χίλια.