Μεταφρασμένος τίτλος: «Μεσοτοιχίες»
Σκηνοθεσία: Γουστάβο Ταρέτο
Παίζουν: Χαβιέρ Ντρόλας, Πιλάρ Λόπεθ ντε Αγιάλα, Ινές Έφρον
Διάρκεια: 95΄
Πολυκατοικίες σε άναρχη δομή. Κτίρια ψηλά, κτίρια χαμηλά, άτακτα το ένα βαλμένο δίπλα στο άλλο. Σοβάδες που πέφτουν, τοίχοι που ξεφλουδίζουν. Άγρια χόρτα φυτρώνουν στις ρωγμές των τοίχων, μικρές και μεγάλες παρανομίες ασχημαίνουν ακόμα περισσότερο την ήδη ακαλαίσθητη πόλη. Το Μπουένος Άιρες βρίσκεται μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, αλλά οι ομοιότητές του με τη Θεσσαλονίκη είναι εγκληματικά πολλές. Σ’ αυτό το γκρίζο και ασύμμετρο τοπίο, δυο νέοι, δυο γείτονες που δεν συναντήθηκαν ποτέ, ο Μαρτίν και η Μαριάνα προσπαθούν να φέρουν βόλτα τις μοναχικές ζωές τους. Ο Μαρτίν βγήκε από μια μακροχρόνια σχέση και ξέμεινε με το σκύλο της πρώην του.
Πλέον, περνάει όλη τη μέρα μπροστά στον υπολογιστή δουλεύοντας, παίζοντας και γκουγκλάροντας, αναβάλλει οποιαδήποτε μορφή εκγύμνασης μέχρι νεωτέρας, παλεύει με τις νευρώσεις του και προσπαθεί να μην απογοητεύεται από τις εφήμερες απογοητευτικές ερωτικές του εμπειρίες. Από την άλλη η Μαριάνα παράτησε το δικό της φίλο και προσπαθεί να ξεκινήσει τη ζωή της από το μηδέν. Σπούδασε αρχιτεκτονική αλλά φτιάχνει βιτρίνες καταστημάτων, παλεύει με τη μοναξιά της συχνάζοντας στο κολυμβητήριο και η καθημερινότητά της είναι μουντή σαν την ίδια την πόλη.
Παίζοντας με τις συμπτώσεις ή και με την απουσία τους η ταινία από την Αργεντινή φέρνει λιγάκι στο νου τον ισπανικό ρομαντικό και δραματικό κινηματογράφο στον οποίο οι συμπτώσεις αποτελούν θεμελιώδη λίθο της δραματουργίας (ο Χούλιο Μέντεμ με τις ταινίες «Οι εραστές του Αρκτικού Κύκλου» και «Το σεξ και η Λουσία» είναι μακράν ο άνθρωπος που εντρύφησε περισσότερο στην τυχαιότητα ή μη των συμπτώσεων). Παρόλα αυτά αποφεύγεται η αθεράπευτη μοιρολατρία (κάτι που εκτιμώ βαθύτατα) και οι ιστορίες των δυο νέων παρουσιάζονται παράλληλα με ξεχωριστή φροντίδα και αγάπη, αφού εντέλει η βεβαιότητα της τελικής τους συνάντησης είναι αναμφισβήτητη. Έτσι δίνεται χώρος για την ανάπτυξη του νεανικού αδιεξόδου, όπου ο ιδεατός έρωτας συνθλίβεται από την κυνική καθημερινότητα, όπου η μοναξιά καιροφυλακτεί στη γωνιά έτοιμη να κατατροπώσει ακόμα και τον πιο σφριγηλό νέο ακόμα και την πιο αέρινη κοπέλα.
Είναι πολύ δύσκολο να φτιαχτεί μια ρομαντική κομεντί με αξιώσεις. Οι παγίδες είναι πολλές, η ροπή προς τη σαχλαμάρα σχεδόν αναπόφευκτη και ο αθεράπευτος ρομαντισμός μπορεί να προκαλέσει εμετούς στους λιγότερο ευαίσθητους. Ο φρέσκος κινηματογράφος της Αργεντινής, όμως, έχει πολλά να δώσει. Τα τελευταία χρόνια δίνει τα διαπιστευτήρια του σε ζόρικες (κουλτουριάρικες, αν προτιμάτε) ταινίες, σε θρίλερ, σε δράματα, σε καλό εμπορικό κινηματογράφο και πλέον προσθέτει στη φαρέτρα του και μια συμπαθέστατη νεανική ταινία με νεανικό χιούμορ, αποφυγή μελοδραματικών καταστάσεων, κέφι και δροσιά.
Πάνω απ’ όλα, όμως, (τώρα θα κλείσω με το μεγαλύτερο κλισέ) παραδίδει μαθήματα απλότητας. Κοινώς δεν χρειάζονται ούτε πολλά λεφτά ούτε μεγάλοι σταρ για να φτιαχτεί μια όμορφη ταινία. Χρειάζεται απλώς μια ταπεινή ιστορία, ένας σκηνοθέτης που έχει το θάρρος της φωνής και αγαπάει τον κινηματογράφο περισσότερο από τον εαυτούλη του και μερικοί ταλαντούχοι ηθοποιοί που δεν νοιάζονται τόσο πολύ για την υστεροφημία τους. Φυσικά, αν το να συλλέξεις όλα αυτά τα στοιχεία ήταν τόσο εύκολο όσο ενδεχομένως ακούγεται, τότε μέσα σε κάθε ρωγμή των σαπισμένων κτιρίων θα κρυβόταν κι ένας σκηνοθέτης και κάθε Πέμπτη δεν θα χορταίναμε να βλέπουμε αληθινό κινηματογράφο…