Σκηνοθεσία: Τιμ Μπάρτον
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Εύα Γκριν, Μπέλα Χίθκοουτ, Μισέλ Πφάιφερ, Ελένα Μπόναμ Κάρτερ, Τζάκι Ερλ Χάλεϊ,
Διάρκεια: 113′
Το ότι οι κριτικοί διεθνώς, στην πλειοψηφία τους, δεν κατάφεραν να βρουν σ’ αυτό εδώ το έργο τίποτα περισσότερο να εκτιμήσουν απ’ τα “εντυπωσιακά visuals”, το θεωρώ θλιβερό σημείο των καιρών (φυσικά κάτι ιστοσελίδες σαν το Rotten Tomatoes δεν είναι να τις εμπιστεύεσαι ή να παίρνεις τοις μετρητοίς τις υπερβολές τους, ούτε όταν παραληρούν με απλά καλές ταινίες σαν το A Quiet Place -δίνω ένα πρόσφατο παράδειγμα-, ούτε όταν θάβουν μια χαρά έργα όπως το συγκεκριμένο). Πολύ άδικα κατακρεουργημένο κριτικά, κατά τη γνώμη μου, το “Dark Shadows” είναι ένας αξιοπρεπέστατος όψιμος Burton, με υποβλητική ατμόσφαιρα, ωραίο φλεγματικό χιούμορ, άψογη αισθητική, γρήγορο ρυθμό, θεσπέσια φωτογραφία, απαστράπτουσα καλλιτεχνική διεύθυνση -τέλεια η αναπαράσταση εποχής κι η νοσταλγική ματιά στα seventies μέσα από ένα περιπαικτικό camp πρίσμα) αλλά κι ένα, αναπάντεχα “ζουμερό”, δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης.
Κάτω απ’ την κρούστα της μαύρης κωμωδίας τρόμου και του γοτθικού ρομάντζου, εντοπίζουμε μια ενδιαφέρουσα ταξική αλληγορία για την αναπόφευκτη παρακμή μιας αριστοκρατίας παγιδευμένης στα ξεπερασμένα τελετουργικά της και τη λυσσαλέα προσπάθεια της ανερχόμενης αστικής τάξης να υφαρπάξει την -έστω συμβολική από ένα σημείο και μετά- εξουσία των ευγενών μέσω της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, του πάθους της για ανέλιξη και της δαιμονικής της επινοητικότητας (όλα αυτά προσωποποιούνται στον χαρακτήρα της Αντζελίκ)• ούτως ή άλλως, στην καρδιά του βαμπιρικού μύθού βρίσκεται μια παραβολή σχετική με την εγκατάλειψη μιας ιδεολογίας της “φυλής”, του “αίματος” και της “γενεαλογίας” που μονάχα αυτή εξασφαλίζει προνόμια και την σταδιακή εγκαθίδρυση ενός διαφορετικού συστήματος οργάνωσης του κόσμου, των ανθρώπινων σχέσεων και της ιεραρχίας, που δεν είναι άλλο από το χρήμα. Ο φόβος για τον βρυκόλακα, έχει να κάνει με το αόριστο άγχος της επιστροφής του παλιού κώδικα αξιών, είναι ένα είδος αταβιστικής αγωνίας -το βαμπίρ τοποθετεί και πάλι το αίμα στη θέση του χρήματος: όταν το αποσπά απ’ το θύμα του, το στραγγίζει και το σκοτώνει• όταν χαρίζει το δικό του αίμα, προσφέρει την αθανασία (στην καπιταλιστική κοινωνία, ο πλούτος παίζει τον ίδιο ρόλο με το αίμα).
Στο “Dark Shadows”, αυτά τα σημειολογικά μοτίβα, πλαισιώνουν αρμονικά έναν ιδιαίτερο στοχασμό πάνω στη μάχη των φύλων, και το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Η οργή της Αντζελίκ για τον Μπάρναμπας, δεν τρέφεται μόνο από το αίσθημα της προδομένης της αγάπης (μια προδομένη αγάπη, άλλωστε, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να διαρκέσει στον χρόνο, μας λέει σκωπτικά ο Burton: η γυναικεία μνησικακία νικάει ακόμα και τον θάνατο), αλλά κι απ’ την αίσθησή της ότι εκείνος είναι ανώτερος, τόσο λόγω καταγωγής όσο και λόγω φύλου. Με την εκδίκησή της, αυτή η αρχετυπική φεμινίστρια, θέλει να τιμωρήσει στο πρόσωπό του, τόσο τον ταξικό εχθρό που στέκεται εμπόδιο στον δρόμο της προς την τελική επικράτηση (“η γυναίκα είναι το μέλλον του άνδρα” έγραφε χαρακτηριστικά ο Αραγκόν), όσο και το Αρσενικό, ως εκπρόσωπο μιας καταπιεστικής πατριαρχίας που την περιορίζει στον ρόλο της υπηρέτριας (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Προσθέτοντας σε όλα τα παραπάνω την σταθερά άψογη μουσική επένδυση του Danny Elfman και τις πολύ καλές ερμηνείες απ’ όλο το cast (ο Johnny Depp σε τρελά κέφια, απολαυστικός, κι ας παίζει πάντα με τη γνωστή του μανιέρα), έχεις μια ωραιότατη προσθήκη στη φιλμογραφία του Tim Burton, αρκούντως αντιπροσωπευτική του ταλέντου του. Α, και η Eva Green…αχ η Eva Green! Τι γυναίκα, μεγαλοδύναμε Θεέ!