Σκηνοθεσία: Τιμ Μπέρτον
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Μάρτιν Λαντάου, Μπιλ Μάρεϊ, Σάρα Τζέσικα Πάρκερ
Διάρκεια: 120′
Όταν έχεις ψηφιστεί σχεδόν ομόφωνα «ο χειρότερος σκηνοθέτης στην ιστορία του κινηματογράφου» είναι πέρα για πέρα βέβαιο ότι κάποιο παράδοξο μεγαλείο κόβει βόλτες εκεί γύρω, για έναν απλούστατο λόγο: ένα τόσο σπάνιο χρίσμα δεν απονέμεται από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά απαιτεί επιμονή, υπομονή και ανθεκτικότητα που ξεπερνούν τις συνηθισμένες ανθρώπινες αντοχές. Από τις πρώτες του κιόλας επισκέψεις στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ο Εντ Γουντ ήρθε αντιμέτωπος με την αποδοκιμασία, την ειρωνεία, την απόρριψη. Κι όμως, επέλεξε να βουλώσει τα αυτιά του, να συνεχίσει να κάνει αυτό που αγαπά, να δοκιμάσει ξανά και ξανά, να μην αφήσει τίποτα και κανέναν να τον πτοήσει. Πράγματι, η περίπτωσή του μπορεί να χαρακτηριστεί ως μοναδική στην ιστορία του σινεμά, χωρίς να φανεί ο όρος καταχρηστικός. Βρίσκοντας αστείρευτο κουράγιο από ένα όραμα που δεν έλεγε να φθαρεί, ο Εντ Γουντ ήταν θαρρείς ταγμένος σε μια βιβλική αποστολή: να αποδείξει ότι οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
Το στοιχείο πάντως που οδήγησε τον Εντ Γουντ σε αυτή την τόσο ξεχωριστή κορυφή του πάτου ήταν η ανυπολόγιστη αγάπη του όχι ακριβώς για το σινεμά γενικά και αόριστα, αλλά για τη διαδικασία του filmmaking. Ο Εντ Γουντ λάτρευε παθολογικά και ιδεοληπτικά κάθε πλάνο που γύρισε ποτέ, παραλύοντας από ηδονή, δέος και συγκίνηση μπροστά στο θαύμα της κινηματογραφικής εικόνας. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν κάθε λήψη της κάμερας σαν δικό του παιδί, εύλογα δεν έβρισκε ποτέ τη δύναμη να αφήσει πίσω του ορφανές σκηνές. Στην πραγματικότητα, ο Εντ Γουντ δεν έκανε τα στραβά μάτια στις αδιανόητες κακοτεχνίες των ταινιών του από τεμπελιά, χαζομάρα ή απουσία ταλέντου, αλλά από αδιαπραγμάτευτη αγάπη για όλα τα καρέ που πέρασαν μπροστά από τα γουρλωμένα του μάτια.
Φυσικά, δεν υπήρχε κανείς πιο κατάλληλος για να φέρει στο φως αυτή την απίθανη περσόνα από τον (τότε στα ντουζένια του) Τιμ Μπέρτον, ο οποίος έχει διαχρονικά αναλάβει τον ρόλο του προστάτη για κάθε απόκληρο και ξόφαλτσο αυτού του κόσμου. To Ed Wood, συνετά και πολύ τρυφερά, αποφεύγει να διακωμωδήσει το έργο του Γουντ, φτιάχνοντας μια ταινία που εξυμνεί το πάθος, το πείσμα, την παρέκκλιση και τη διαφορετικότητα. Ο Γουντ του Μπέρτον, που ερμηνεύει με κέφι και μπρίο ο Τζόνι Ντεπ, δεν είναι ένας ήρωας αποκολλημένος από την πραγματικότητα. Είναι απλώς ένας ονειροπόλος που παλεύει μάταια να μετατρέψει την πραγματικότητα σε όνειρο.
Πέρα από το τιμώμενο πρόσωπο, ο Μπέρτον αποτίνει και έναν γλυκό φόρο τιμής στα κινηματογραφικά 50s της Αμερικής, έναν τόπο ιερό που άφηνε χώρο για τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και για τον φευγάτο Εντ Γουντ και τις σαρδανάπαλες ταινίες του. Παράλληλα με την ακμάζουσα χολιγουντιανή βιομηχανία των ονείρων, ένας υπόγειος κινηματογραφικός κόσμος πάλλεται κάτω από τη βιτρίνα. Φτηνιάρικα και κακόφημα drive-in, τυχοδιώκτες σκηνοθέτες, απατεώνες παραγωγοί, εφήμερες στάρλετ, b-movies, παρίες, φτωχοί συγγενείς, φαντασμένοι και αλλοπαρμένοι, ένα ολόκληρο πανηγύρι των τρελών, όλοι τους υπνωτισμένοι από τη μαγική δύναμη του σελιλόιντ. Μέσα σε αυτόν τον κακό χαμό, ακόμη και ενας σκηνοθέτης συνώνυμο της αποτυχίας, όπως ο Εντ Γουντ, είχε βρει τους δικούς του μαθητές και ακολούθους, διάφορα ανθρώπινα ναυάγια έτοιμα να τον στηρίξουν σε κάθε θεόμουρλο σχέδιο και εγχείρημα. Στο κάτω κάτω της γραφής, κάθε τρελός προφήτης έχει τους δικούς του σαλεμένους πιστούς.
Μεταφέροντας τη δράση στα γυρίσματα του Glen or Glenda (1953), o Mπέρτον τρυπώνει στην ψυχή του ήρωα. Ανοιχτά cross-dresser, ο Γουντ δεν βίωσε ποτέ την τραβεστί πλευρά του χαρακτήρα του ως λόγο ντροπής ή αμηχανίας. Στο δικό του μυαλό, όπου η ελευθερία των επιλογών στη ζωή ήταν ανέκαθεν μονόδρομος, τα γυναικεία ρούχα και το θηλυκό μακιγιάζ ήταν απλώς ένας τρόπος να νιώσει πιο άνετα και πιο οικεία (ενδεικτική η απάντησή του στο αν είναι ομοφυλόφιλος), περίπου όπως όταν φορά κανείς παντόφλες με το που θα μπει στο σπίτι.
Επιπλέον, μέσα από την αναδρομή στο αλησμόνητο Plan 9 from Outer Space (1959), ο Μπέρτον ξεδιπλώνει μία από τις πιο ιδιόρρυθμες και ειλικρινείς ανδρικές φιλίες που γέννησε ποτέ το σινεμά. Ένας αποκαμωμένος σταρ, ξοφλημένος καλλιτεχνικά, σκέτο ερείπιο σωματικά και αμετάκλητα εθισμένος στα ναρκωτικά, βιώνει μια τελευταία αναλαμπή χάρη στην αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που δεν έχει μάθει να ξεχωρίζει την εμμονή από την αλήθεια. Διότι στο θολωμένο κεφάλι του Εντ Γουντ, ο Μπέλα Λουγκόζι (υπέροχος ο Μάρτιν Λαντάου) δεν είναι ένα απολειφάδι του παρελθόντος, αλλά ένας λαμπερός σταρ που μονάχα για λίγο ξαπόστασε και ξανά προς τη δόξα τραβά. Κι αυτή η ανιδιοτελής πίστη, σε έναν κόσμο που δεν συγχωρεί την αποτυχία και τον ξεπεσμό, είναι μια αληθινή πράξη γενναιότητας και αγάπης.