Reviews Dead Man (1995)

8 Ιουνίου 2024 |

Dead Man (1995)

Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους

Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Γκάρι Φάρμερ, Κρίσπιν Γκλόβερ, Ίγκι Ποπ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Γκάμπριελ Μπερν, Λανς Χένρικσεν, Τζον Χερτ

Διάρκεια: 121′

O Νεκρός του Τζιμ Τζάρμους αντιμετωπίζει την ιστορία που διηγείται ως μια σύμβαση με την οποία βιάζεται να ξεμπερδέψει σύντομα, προκειμένου να μπει στο κομμάτι της ταινίας που πραγματικά τον ενδιαφέρει: την προσέγγιση του τέλους. Είναι σημαντικό, όμως, να καταλάβουμε ότι αυτό το ψυχορράγημα, δεν αφορά ψυχολογικές προκείμενες (σε μια τέτοια περίπτωση, ο δεν θα διέφερε ιδιαίτερα από εκατοντάδες, λογοτεχνικά, θεατρικά και κινηματογραφικά, έργα που επιχειρούν να δώσουν ένα σαφές περίγραμμα στο άφατο της γειτνίασης με τον Θάνατο), αλλά καθαρά υπαρξιακές. Εν ολίγοις, ο Γουίλιαμ Μπλέηκ δεν πεθαίνει ως άτομο – οντολογική κατηγορία την οποία, ούτως ή άλλως, σαρκάζει ο Τζάρμους, επινοώντας τον ήρωά του ως μετενσάρκωση ενός μεγάλου ποιητή: μ’ αυτή την επιλογή θέλει να πει ότι η έννοια του «προσώπου» είναι επίπλαστη και πως ο καθένας υπάρχει ως αντίτυπο κάποιου άλλου, αλλά ως εκπρόσωπος του είδους. Δεν είναι τυχαία η απουσία του άρθρου, απ’ τον τίτλο της ταινίας. Ο Τζάρμους δεν θέλει να μας μιλήσει για «έναν» νεκρό, αλλά για «τον» νεκρό. «Dead Man» και όχι «The Dead Man». Σ’ αυτό το άρθρο που λείπει, βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση της βαθύτερης ουσίας του έργου.

Εξ αυτού, το «ταξίδι» του Γουίλιαμ Μπλέηκ, θα μπορούσαμε να το δούμε ως μια σύγχρονη εκδοχή των αρχαίων μύθων για το δρασκέλισμα του τελευταίου ορίου. Επίτηδες ο Τζάρμους, επιλέγει μια γουέστερν εικονογραφία. Θέλει να μιλήσει για ένα απ’ τα ύψιστα ζητήματα που έχουν απασχολήσει τη δυτική σκέψη, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του είδους που ανακόπτει, τρόπον τινά, την επέλαση της ευρωπαϊκής κουλτούρας και παίρνει τα ηνία σε ό,τι αφορά τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό. Ο αμερικανισμός στον κινηματογράφο έχει την αφετηρία του στο γουέστερν (το σύγχρονο blockbuster, για παράδειγμα, είναι μια από τις ποικίλες μεταλλάξεις του). Η κλασσική κουλτούρα της Γηραιάς ηπείρου (η ποίηση του Γουίλιαμ Μπλέηκ) και η νέα μυθολογία της Αμερικής (το γουέστερν, και κατ’ επέκταση οι σφαίρες που αντικαθιστούν τις λέξεις, όταν ο ήρωας του Ντεπ αποδέχεται επιτέλους αυτό που του λέει ο Ινδιάνος φίλος του: ότι τώρα πια θα κάνει ποίηση με το όπλο), διασταυρώνονται και δημιουργούν μια καινούργια –μεταμοντέρνα θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε- αισθητική δομή.

Σ’ αυτό το φιλμ, ο σπουδαίος δημιουργός, ομολογεί κάτι που θα μας επαναλάβει αρκετές φορές με τις ταινίες που έπονται του Dead Man: ότι με το ένα πόδι βρίσκεται στην Ευρώπη, και με το άλλο στην Αμερική. Η ψυχή του τρέφεται με ποίηση και ευρωπαϊκό πολιτισμό, που εντός των κινηματογραφικών πινάκων του, θα ντυθούν με αμερικανικά ενδύματα. Όπως ο Μπλέηκ, έτσι κι ο Τζάρμους, καταλαβαίνει ότι σήμερα μπορεί κανείς να κάνει ποίηση, όχι μόνο με τις λέξεις αλλά και με τα ρεβόλβερ, δηλαδή με τα φετίχ κάποιων «ιερών», αμερικανικών φιλμικών ειδών. Έτσι, λοιπόν, πραγματοποιεί μια ειρωνική ανατροπή: δομεί ένα ευρωπαϊκό φιλμ (η εικαστική κατασκευή, ο ρεμβαστικός ρυθμός, η έκκεντρη ανάπτυξη της ιστορίας, ο σημειολογικός παροξυσμός καταμαρτυρούν ευρωπαϊκές φιλμικές καταβολές) με την επίφαση του απόλυτου αμερικανικού είδους και διατυπώνει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στον Θάνατο, τη μεταφυσική εκκρεμότητα και την χαϊντεγγεριανή έννοια του Dasein, μ’ ένα σκοτεινό στυλιζάρισμα -κάδρων, διαλόγων και ερμηνειών- που φλερτάρει σκωπτικά με την ελαφρότητα. Αλυσιτελής και εξ ορισμού διαφεύγουσα, η ιδέα του Θανάτου γίνεται στο φιλμ ένα εξπρεσιονιστικό όνειρο που οφείλει να αποδώσει την ίδια τη θνητότητα εκδραματισμένη, ως αισθητικό παιχνίδι.

Ο Μπλέηκ πεθαίνει ως κανένας ή οποιοσδήποτε, κάθε φλύαρη περιπτωσιολογία έχει εκλείψει, η πένθιμη πορεία του προς τον Αχέροντα, είναι μια υπαρξιακή αποφλοίωση. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οι ατομικές διαφορές, τα ψιμύθια της υποκειμενικότητας, όλα διαλύονται και μένει μόνο μια ριζική εγγύτητα με οτιδήποτε ζει και -νομοτελειακά- πεθαίνει (αυτό θέλει να πει η συγκλονιστική σκηνή όπου ο Ντεπ ξαπλώνει και αγκαλιάζει το νεκρό ελάφι). Ο επικείμενος θάνατος επιτρέπει στον Μπλέηκ να εντοπίσει το κρυφό κέντρο των πραγμάτων, αφού τον απαλλάσσει από την τυραννία του προσώπου (πίσω απ’ το οποίο ο Τζάρμους, όπως ο Καζαντζάκης, βλέπει το κρανίο), τον εξισώνει με τα δέντρα και τα βουνά, με τη σιωπηλή αυτάρκεια του ουρανού, την ανοίκεια γαλήνη του ποταμού που μεταφέρει το σαρκίο του πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα• το επί μέρους επιστρέφει στο Όλον.

Όπως το έβλεπε ο Μπλανσό, κανείς δεν πεθαίνει ως εαυτός, πάντα αυτός που πεθαίνει είναι ένας τρίτος, ένας κανένας. Πράγμα που, με άλλά λόγια, είναι σαν να λέμε ότι κανείς ουσιαστικά δεν πεθαίνει, κανείς ποτέ δεν πέθανε. Αυτό το αργοσβήσιμο του Κανένα, του ανώνυμου και απρόσωπου τρίτου, μετατρέπει σε ανατριχιαστικό κινηματογραφικό ποίημα ο Τζάρμους, συνεπικουρούμενος από τον μεγάλο Neil Young, που ντύνει την ταινία με ορισμένα απ’ τα πιο υπέροχα ηλεκτρακουστικά ακόρντα που ακούστηκαν ποτέ. Οι σημαίνουσες νότες του Neil Young λιτανεύουν μια ψυχή που απιθώνει στη γη το βάρος της, ψιχαλίζοντας πάνω στον Γουίλιαμ Μπλέηκ την τελική βροχή του βίου του, ρίχνοντας ηχητικά την αυλαία στην αυτοσχέδια παράσταση της ύπαρξης. Κι ο Τζάρμους τον οδηγεί στην έξοδο, σαν να αποχαιρετά μέσω αυτού κάθε ον σ’ αυτό το αλύπητο σύμπαν που, εφόσον έζησε, ζει ή θα ζήσει, έπρεπε, πρέπει και θα πρέπει να πεθάνει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑