Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Γούντι Άλεν, Τζάνετ Μάργκολιν
Διάρκεια: 85′
Ο Βέρτζιλ Στάργκουελ είναι ένας αποτυχημένος κακοποιός. Γεννημένος loser σε όλα του, ο βραχύσωμος γκάγκστερ της συμφοράς διέθετε μία πορεία άξια να την παρατηρήσει κανείς σε κάθε βήμα της. Έτσι τουλάχιστον έκρινε ο Γούντι Άλεν, ο οποίος επέλεξε αυτόν τον υπέροχο τύπο για να ανοίξει τον χορό τον alter ego του. Το «Πάρε τα Λεφτά και Τρέχα» (ή αλλιώς, εύστοχα ομολογουμένως, «Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία») είναι η πρώτη ουσιαστικά ταινία του Γούντι και είναι μια γνήσια εισαγωγή στην κωμική του μεγαλοφυΐα.
Πρόκειται για ένα από τα πρώτα mockumentaries (αν όχι το πρώτο) ευρείας κυκλοφορίας που γνώρισε η κινηματογραφική ιστορία. Ο Γούντι χρησιμοποιεί την εμφατική και πλήρως ντοκιμαντερίστικη φωνή του Τζάκσον Μπεκ στην αφήγηση, συλλαμβάνοντας τον θεατή εξ απροόπτου. Αφήνεται ολόψυχα στο σλάπστικ στοιχείο της κωμωδίας του και μέσα από τις περιπέτειες και τις περιπτύξεις του κεντρικού ήρωα γκρεμίζει συθέμελα κάθε σοβαροφάνεια της εποχής. Όπως έμελλε να επαναλάβει δεκάδες φορές, δεν κρύβει τις επιρροές του και κυρίως δε φοβάται να τις σατιρίσει. Και μπροστά στη μανία του δεν μένει τίποτα όρθιο: Ηρωικά ντοκιμαντέρ, φιλμ νουάρ, ιστορίες παρανόμων και φυλακόβιων είναι μόνο μερικά από τα είδη τα οποία υφίστανται το οργιώδες κοσκίνισμα του διοπτροφόρου δημιουργού.
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι αναμφίβολα σπαρταριστό με τις έξαλλες καταστάσεις να διαδέχονται η μία την άλλη με αστραπιαίο ρυθμό. Μέσα από την ιστορία αυτού του περιθωριακού αλλά ουχί γοητευτικού και κουλ τυπάκου, ο Άλεν διακωμωδεί την ασίγαστη όρεξη των νεολαίων της γενιάς του να προαχθούν σε larger than life φιγούρες, μιμούμενοι πρότυπα που δε δύνανται να κατανοήσουν ή να εσωτερικεύσουν. Χαρίζει την ταινία του στο παράλογο, το οποίο όμως -συχνά στο έργο του- εξυπηρετεί διττό σκοπό. Απαλύνει όσο χρειάζεται τον καθημερινό πόνο και αποτελεί το μόνο αξιόπιστο εργαλείο στην προσπάθεια να εξηγήσει κανείς πώς λειτουργεί ο κόσμος∙ κόντρα σε κάθε λογική.
Βέβαια, η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας είναι ο ίδιος ο μύθος που την περιβάλλει. Σε μια φιλμογραφία που μετρά πενήντα χρόνια και σχεδόν ισάριθμες ταινίες, η αρχή φαντάζει τόσο μα τόσο μακρινή. Και όμως, όταν κανείς την αντικρίζει, συνειδητοποιεί ότι πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Άλεν ως δημιουργό βρίσκονταν ήδη εκεί. O 34χρονος τότε Αμερικανός, στο ντεμπούτο του, αφήνει το άναρχο πνεύμα του να κυριαρχήσει, ανοργάνωτο και πηγαίο. Φυσικά, δε διαθέτει τον πλήρη έλεγχό του, τον οποίο απέκτησε ελάχιστα χρόνια μετά, όμως τα πρώτα δείγματα γραφής αποτυπώθηκαν εδώ.
Στην πρώτη περίοδο του Γούντι, που εγκαινιάζεται με τη συγκεκριμένη ταινία και λήγει με τον ξεκαρδιστικό «Ειρηνοποιό», αποτυπώνεται με σαρδόνιο τρόπο η αγάπη του για όλα όσα τον καθόρισαν – κορυφαία επιρροή τούτης της περιόδου οι αδερφοί Μαρξ. Το στοιχείο αυτό, βέβαια, τοποθετείται σε περίοπτη θέση καθ’ όλη τη μακρά διάρκεια της καριέρας του Άλεν. Ωστόσο εδώ, και για λίγα χρόνια ακόμα, τίθεται με όρους εξωστρέφειας και όχι εσωτερικότητας. Δεν έχουν αρχίσει ακόμα οι πάγιες εμμονές, οι αδιέξοδες αναζητήσεις και ο ακαδημαϊκός τόνος. Εδώ παρατίθεται σε ανεξέλεγκτες δόσεις άσπιλο και οξυδερκές χιούμορ, που αγγίζει τα όρια της υπερεπιτυχημένης φάρσας.
Για τους ουκ ολίγους φανατικούς οπαδούς του ανά τον κόσμο, ο Γούντι Άλεν δεν αποτελεί απλώς έναν αγαπημένο δημιουργό. Δεδομένης και της συνέπειας που έχει επιδείξει στην κυκλοφορία μιας ταινίας ανά έτος, αποτελεί περισσότερο έναν προσωπικό βιογράφο του καθενός. Το «Take the Money and Run» είναι μία ταινία στην οποία κανείς επιστρέφει αμέτρητες φορές, όχι γιατί πρόκειται για ένα άφθαρτο αριστούργημα, αλλά γιατί μέσα στην ολοσχερώς απαλλαγμένη συμπλεγμάτων ατέλειά του, θυμίζει κάτι πάρα πολύ σπουδαίο. Ότι όσο δύσκολο και αν είναι να βρει κανείς μια άκρη σε αυτό το δαιδαλώδες σχήμα που λέγεται ζωή, το μόνο που σίγουρα δεν έχει κανένα απολύτως νόημα είναι να παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Και αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη παραδοχή που καλείται να κάνει.