Σκηνοθεσία: Μπίλι Γουάιλντερ Παίζουν: Τζακ Λέμον, Σίρλεϊ ΜακΛέιν, Φρεντ ΜακΜάρεϊ Διάρκεια: 124′ Ελληνικός τίτλος: “Η Γκαρσονιέρα”
Ο Μπάξτερ εργάζεται στα χαμηλά κλιμάκια μίας μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας. Προκειμένου να επιτύχει την πολυπόθητη ανέλιξη και να αποσπάσει τη συμπάθεια των ανωτέρων του, τους παραχωρεί το διαμέρισμά του ως ξενώνα για τις κρυφές ερωτικές τους περιπτύξεις. Ωστόσο, όταν θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Φραν, κοπέλα που δουλεύει ως χειρίστρια ασανσέρ στην ίδια εταιρία και διατηρεί δεσμό με το αφεντικό του, κάτι θα σπάσει μέσα του. Και κάπου εκεί, ξεκινά μια ιλιγγιώδης κατηφόρα.
Το 1960, ο Μπίλι Γουάιλντερ είχε εδραιώσει για τα καλά την παρακαταθήκη του στο χολιγουντιανό παλκοσένικο. Αφήνοντας πίσω του τα ξακουστά δράματα και τα κυνικά φαταλιστικά νουάρ που τον ανέδειξαν, πέρασε στην περίοδο της δικής του ελαφρότητας, με ταινίες όπως η Σαμπρίνα ή το Μερικοί το προτιμούν καυτό. Και ενώ το πλήθος των ταινιών του που αξιώνουν τον τίτλο του αριστουργήματος είναι ζηλευτό από κάθε δημιουργό, η Γκαρσονιέρα αποτελεί σήμα κατατεθέν του Γουάιλντερ, καθώς στο φιλμικό της κείμενο εγκολπώνονται με αφάνταστη πυκνότητα τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της αισθητικής και νοηματικής του ταυτότητας.
Η αρχιτεκτονική όψη της ταινίας είναι εμφανής και κυρίαρχη από την αρχή, υπηρετούμενη από ένα απίθανο set design του Αλεξάντερ Τράουνερ. Στην Νέα Υόρκη, όπως την κινηματογραφεί ο Γουάιλντερ, οι σχέσεις εξουσίας παρουσιάζουν μία αυστηρή κάθετη δομή. Στο κτίριο όπου δουλεύει ο Μπάξτερ, ο οποίος συστήνεται στο κοινό με μία σπουδαία σεκάνς που φέρνει στο νου το The Crowd του Κινγκ Βίντορ του 1928 αλλά και τη Δίκη του Όρσον Γουέλς που γυρίστηκε δύο χρόνια μετά το The Apartment, η ανέλιξη στην εταιρία σχηματοποιείται κυριολεκτικά. Πρόκειται για έναν ουρανοξύστη όπου χαμηλά δουλεύει η «πλέμπα» και ψηλά, με θέα όλη την πόλη, οι ιθύνοντες απολαμβάνουν ζωή χαρισάμενη ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει ακράδαντα ο Μπάξτερ.
Η εξουσία, όμως, ως θέμα της ταινίας, εκδηλώνεται και σε ένα κατ’ εξοχήν προνομιακό της πεδίο: στο σεξ. Οι χάρες που ζητούν οι μεγάλοι της εταιρίας από τον ανθρωπάκο, με αντάλλαγμα ένα επιδοκιμαστικό χτύπημα στην πλάτη και μία αόριστη υπόσχεση επαγγελματικής προόδου, φτάνουν σε σημείο να αλλοιώνουν την ταυτότητά του. Οι γείτονές του βλέπουν γυναίκες να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι του και έτσι ο απλός ανθρωπάκος γίνεται για τον περίγυρό του ένας «γυναικάς» ένας ακόλαστος που διάγει έκλυτο βίο, με άλλα λόγια και μέσα από τη διακωμώδηση του Γουάιλντερ, ένας άλλος άνθρωπος από αυτό που είναι, βιώνοντας μία μορφή εκπόρνευσης, χωρίς όμως τις ανίερες απολαύσεις.
Ωστόσο, η γκαρσονιέρα δεν είναι μία κομψή σεξοκωμωδία ηθών. Είναι ένα φιλμ γεμάτο κατανόηση για το πρωταγωνιστικό του ζεύγος, έναν every-day man (απίθανης ακρίβειας ερμηνεία από τον Τζακ Λέμον, με κάθε λεπτή απόχρωση των εκφράσεών του να κουβαλά ένα καινούριο συναίσθημα στον χαρακτήρα) και μία γυναίκα που έχει εγκλωβιστεί σε μία διαφορετικής μορφής εξουσιαστική σχέση (συνταρακτική η Σίρλεϊ ΜακΛέιν, σε έναν χαρακτήρα που βράζει εσωτερικά και είναι μονίμως στα πρόθυρα της ηθικής εξέγερσης).
Πρόκειται για το φιλμ που περιέχει σε τεράστιο βαθμό την αντίφαση του σπουδαίου Ευρωπαίου εμιγκρέ δημιουργού: πραγματεύεται την τρέχουσα ηθική, για να καταδείξει την υποκρισία της (ο Μπάξτερ, έστω και εσφαλμένα, κουβαλά την ταμπέλα του ακόλαστου ενώ οι πραγματικοί ηθικοί βόθροι διοικούν μεγάλες εταιρίες). Ταυτόχρονα, αποτελεί συνισταμένη των αντίρροπων θέσεων που εντοπίζει κανείς στη φιλμογραφία του Γουάιλντερ, καθώς ο κυνισμός του είναι παρών, το ριζικό των πρωταγωνιστών μοιάζει να υπαγορεύεται από την κοινωνική τους θέση, όμως τούτη εδώ δεν είναι μία ιστορία προδιαγεγραμμένης ήττας, αλλά η πορεία μίας ανθρώπινης σχέσης που παλεύει να μείνει ζωντανή μέσα από όλες τις μικρότητες, τις αδυναμίες, τις παρεξηγήσεις και τις απογοητεύσεις που ανακύπτουν συνεχώς. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που ο Γουάιλντερ εντοπίζει την πιο δυνατή ελπίδα.
Περισσότερο από ρομαντική κομεντί, η Γκαρσονιέρα αποτελεί μία πικρή κωμωδία και τούτο γιατί το γέλιο που προκαλεί είναι πηγαίο και συχνό και η μελαγχολία των χαρακτήρων έντονη και φυσική και όχι σύμφωνα με τα προστάγματα ενός ηθικοπλαστικού τόνου που προαναγγέλλει σιωπηρά την εξιλέωση. Και μπορεί ο Γουάιλντερ να διασκεδάζει την πικρία μέσω της εναλλαγής των κωμικών και μη καταστάσεων αλλά και της σπιρτάδας των διαλόγων (ίσως το προφανέστερο κοινό σημείο της φιλμογραφίας του) ωστόσο στην «επίγευση» της ταινίας η οξύτητά της παραμένει.
Η κοινωνία που περιβάλλει την ανορθόδοξη ρομαντική ιστορία των χαρακτήρων είναι γεμάτη άγχος, μανιώδεις ρυθμούς, εργασιακούς στόχους που πρέπει πάση θυσία να επιτευχθούν, στέρηση προσωπικού χρόνου. Σε μία τέτοια συνθήκη ο κεντρικός χαρακτήρας, εγκλωβισμένος σε ένα ηθικό τέλμα, αναζητά τη χαραμάδα από όπου θα τρυπώσει το ελάχιστο φως, διατηρώντας ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη που αδυνατεί να κρύψει τη θλίψη που είναι ζωγραφισμένη στο βλέμμα του.
Και σε μία μεγάλη ταινία σαν αυτή, ακόμα και όταν ο ανθρωπάκος στέκει ηθικά εξαντλημένος και ηττημένος, παίρνει τη σκυτάλη η απόδραση από ένα κοσμικό πάρτι και μία σιωπηρή ευχή για «καλή χρονιά» από έναν συνάνθρωπο σε παρεμφερή μοίρα για να θυμίσει ότι, τελικά, το μέλλον είναι μπροστά πάντα μπροστά μας. Ό,τι και αν έχει συμβεί, ίσως και να υπάρχει ακόμη λίγος χρόνος για ανθρώπους σαν και του λόγου τους. Που μπορεί να βούτηξαν σε θολά νερα, αλλά η καρδιά τους είναι ακόμα άσπιλη.