Reviews Hannah and Her Sisters (1986)

1 Δεκεμβρίου 2024 |

Hannah and Her Sisters (1986)

Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν

Παίζουν: Μία Φάροου, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Νταϊάν Γουίστ, Μάικλ Κέιν, Γούντι Άλεν, Μαξ Φον Σίντοφ

Διάρκεια: 106΄

Μεταφρασμένος τίτλος: «Η Χάνα και οι αδερφές της»

Το 1986, οκτώ χρόνια μετά το μπεργκμανικών αποχρώσεων Interiors, ο Γούντι Άλεν βρίσκεται σε ανάλογη διάθεση (όπως θα διαφανεί και την επόμενη χρονιά, με το September). Επιλέγοντας μια αφηγηματική δομή που κλείνει το μάτι στο Φαννύ και Αλέξανδρος (1984), αλλά κι έναν τίτλο που παραπέμπει στο θρυλικό Ο Ρόκο και τα αδέρφια του (1960) του Βισκόντι, ο Γούντι διερωτάται και σαρκάζεται για την ανθρώπινη συνθήκη. Αντί για χριστουγεννιάτικα δείπνα, όπως στην ταινία του Μπέργκμαν, ο Γούντι θα συγκεντρώσει την κομπανία του σε μια σειρά από Thanksgiving γεύματα. Και οι συνδαιτυμόνες του, μια ξεκούρδιστη χορωδία από μεσήλικες σε σύγχυση, θα υμνήσουν όλοι μαζί την ατελή και λειψή ανθρώπινη φύση, μπλεγμένοι μια για πάντα σε ένα γαϊτανάκι από αστοχίες, πλάνες και ματαιώσεις.

Γενναιόδωρος όσο ποτέ άλλοτε απέναντι στους ήρωές του (του οποίους ανέκαθεν αγαπούσε παθολογικά) ο Γούντι θαρρείς και διαστέλλει τα κάδρα για να χωρέσουν ακόμη και οι αθέατες πτυχές κάθε ιστορίας, την ίδια στιγμή που οι υπο-πλοκές εναλλάσσονται με θαυμαστή ισοτιμία και συμμετρία. Και σταδιακά, μέσα από ξεκαρδιστικά παράλογα και σπαρακτικές στιγμές αυτογνωσίας, η πορεία των χαρακτήρων μοιάζει να συντονίζεται με την κοινή διαδρομή όλων μας απέναντι στις απορίες και τα μπλεξίματα της ζωής.

Η Χάνα (Μία Φάροου) και οι δύο αδερφές της, η Λι (Μπάρμπαρα Χέρσεϊ) και η Χόλι (Νταϊάν Γουίστ). Ο Έλιοτ (Μάικλ Κέιν), σύζυγος της Χάνα και κρυφός εραστής της Λι. Ο Φρέντερικ (Μαξ Φον Σίντοφ), ο γηρασμένος σύντροφος της Λι. Ο Μίκι (Γούντι Άλεν), ο πρώην σύζυγος της Χάνα και εκκολαπτόμενος (φανερός) εραστής της Χόλι. Φίλοι και συνοδοιπόροι μας στις διαψευσμένες προσδοκίες, στα ανεδαφικά όνειρα, στο ανέφικτο της επαφής, στο αυθόρμητο γέλιο και στην κρυμμένη ομορφιά, στη μάχη του νοήματος που τρυπώνει παντού και πάντα, σαν σκουριά στο μυαλό μας που δεν λέει να καθαρίσει.

Τρία γιορτινά γεύματα, ως χνάρια μιας πορείας δύο ετών. Από τη γενικευμένη ψευδαίσθηση στην κατάρρευση και αποκαθήλωση, μέχρι την παλινόρθωση και την ανακούφιση. Ή έτσι θέλουν να πιστεύουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε κι εμείς οι ίδιοι. Ο Γούντι προικίζει την ταινία του με ισχύ που υπερβαίνει τη συνειδητοποίηση των ηρώων, την εμπλοκή του θεατή και, σε κάποιες στιγμές, ακόμη και το ίδιο το κινηματογραφικό βλέμμα. Ο φακός του, από αυτόπτης μάρτυρας γίνεται αθέατος μαριονετίστας, ωσότου αποδεχτεί ότι ακόμη και εκείνος -που βλέπει τα πάντα και επιλέγει τι θα δούμε κι εμείς- δεν είναι σε θέση να αποδώσει όλα τα άρρητα, δυσνόητα, αναίτια που συμβαίνουν μεταξύ των ανθρώπων, όλα όσα είναι καταδικασμένα να μείνουν για πάντα στο παρασκήνιο.

Η Χάνα, όπως φανερώνει και ο τίτλος, βρίσκεται στην αφετηρία κάθε διαδρομής, θωρακισμένη απέναντι στην απογοήτευση ακριβώς επειδή ποτέ δεν πίστεψε στην αναγκαιότητα ενός απώτερου σκοπού. Στην πραγματικότητα, όμως, ο ήρωας που υποδύεται ο Γούντι είναι εκείνος που ξεκλειδώνει το μυστήριο της ζωής, καταλήγοντας στο πιο απλό και γενναίο απόσταγμα σοφίας: δεν υπάρχουν πασπαρτού, ούτε λυσάρια, μονάχα άλυτοι γρίφοι και αποφάσεις που δεν μπορούν ποτέ να θεωρηθούν τελεσίδικες. Ο Μίκι, απομονωμένος και συναισθηματικά περιπλανώμενος, παρόλα αυτά ειλικρινής ως προς τη βαθιά του ανάγκη να ριζώσει οπουδήποτε, δεν ήταν ποτέ του καλεσμένος στα τραπεζώματα της ζωής. Κι όμως, επίμονα και ανθεκτικά, συνεχίζει να αναζητά μια υποτυπώδη απάντηση.

Ύστερα από μια θεατράλε αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, η λύτρωση έρχεται (πού αλλού;) στον μόνο τόπο που αναιρεί και υπερβαίνει την πραγματικότητα. Ο Μίκι παρακολουθεί στο σινεμά την ταινία Duck Soup (1933) των αδερφών Μαρξ και αντιλαμβάνεται πως η ζωή μπορεί μονάχα να βιωθεί και όχι να γίνει κατανοητή. Λυτρωμένος χάρη στη μεσσιανική δύναμη του σινεμά εφορμά στον κόσμο για να τον ζήσει μέχρι το μεδούλι. Όλα καλά έως εδώ, υπάρχει όμως μια αξεπέραστη παγίδα: είναι αδύνατον να πορευτούμε στη ζωή χωρίς να ξεγελούμε ασταμάτητα τον εαυτό μας, χωρίς να μασκαρεύουμε τους αγιάτρευτους φόβους μας.

Στο Hannah and her Sisters δεν υπάρχει χώρος ούτε για υπέρμετρο γέλιο (παρότι υπάρχει μπόλικο) ούτε για υπερβολικό δράμα. Κι όλοι οι χαρακτήρες, κουρδισμένοι στον ίδιο τόνο, θέτουν προσχηματικούς στόχους, λοξοδρομούν κι εκτροχιάζονται, αναιρούν τα επαναστατικά τους μανιφέστο, ψάχνουν να βρουν τη σωστή τροχιά. Ο Γούντι έχει τη σύνεση να αφήσει τις συγκρούσεις άλυτες, αποφεύγοντας τον πειρασμό μιας οριστικής λύσης. Η λογική μπορεί να μισεί τις εκκρεμότητες, οι άνθρωποι όμως σπανίως τις αποφεύγουν. Και κάπου παραδίπλα, σε μια αποθήκη του μυαλού, στοιβάζουν όσα δεν χωράνε στο επίσημο σπιτικό.

Στο ευφυέστατο φινάλε, μια αντανάκλαση γαλήνης (σε μια σκηνή που και πάλι κλείνει το μάτι στο Φαννύ και Αλέξανδρος του Μπέργκμαν) μας υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει στρωμένος δρόμος για την ευτυχία που να μην υποκρύπτει μυστικά, λάθη και ψέματα, που να μην απαιτεί από εμάς να κάνουμε τα στραβά μάτια ξανά και ξανά. Στην πραγματικότητα, ακόμη και η ίδια η ευτυχία δεν είναι παρά ένα καθρέφτισμα του ειδώλου της, ένα τρικ του μυαλού που προβάλλει τις επιθυμίες μας στην οθόνη της ζωής. Κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί, όπως έλεγε κάποτε ένα τραγούδι.

Τ




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑