Seinfeld (1989-1998)

Ένας ολόκληρος χρόνος μεσολάβησε από τον πιλότο της σειράς, που έφερε τον τίτλο Seinfeld Chronicles και μεταδόθηκε στις 5 Ιουλίου 1989 στο NBC, μέχρι το καλοκαίρι του 1990 όταν και προβλήθηκαν τα υπόλοιπα 4 επεισόδια της κουτσουρεμένης πρώτης σεζόν του Seinfeld. Στο ενδιάμεσο, η παταγώδης αποτυχία της σειράς The Marshall Chronicles του ABC οδήγησε (ευτυχώς) στην αφαίρεση της λέξης “Chronicles” και στην οριστικοποίηση του απλού, λιτού και απέριττου Seinfeld

Μετά την ολοκλήρωση της ταλαίπωρης πρώτης σεζόν, το αρχικά απρόθυμο NBC ζήτησε από τους δημιουργούς Λάρι Ντέιβιντ και Τζέρι Σάινφελντ να γράψουν 13 ακόμη επεισόδια. Ο Λάρι Ντέιβιντ, μάλλον αποθαρρημένος από την αναιμική υποδοχή του κοινού, είχε μουλαρώσει αρχικά, επιμένοντας πως «δεν έχουμε καμία άλλη ιστορία να διηγηθούμε, Τζέρι, ας το παρατήσουμε εδώ προτού ξεφτιλιστούμε τελείως». Ο Τζέρι Σάινφελντ, από την άλλη, είχε διαφορετική άποψη. Κι όπως αποδείχτηκε, οι δυο τους είχαν πολλά να αφηγηθούν ακόμη για χίλια δυο θέματα. Κυρίως, όμως, για το τίποτα

To Seinfeld παρέμεινε στην αφάνεια και τη δεύτερη σεζόν (η πρεμιέρα του συνέπεσε ατυχώς με την έναρξη του πολέμου στον Περσικό Κόλπο), δεινοπάθησε τις σεζόν 3-4, εισπράττοντας όμως κολακευτικότατες κριτικές από δημοσιογράφους και έντυπα, προτού εκτοξευθεί στις σεζόν 5-9, με το τελικό κοντέρ να γράφει 180 επεισόδια, αμέτρητα βραβεία, μα πάνω απ’ όλα μια βαριά και ασήκωτη παρακαταθήκη. Διότι το Seinfeld, με την εξαιρετικά απλή δομή και τις μηδενικές φιοριτούρες σε επίπεδο εκτέλεσης και παραγωγής, σμπαράλιασε κάθε σύμβαση και νόρμα που κυριαρχούσε στην αμερικανική sitcom κουλτούρα, ανοίγοντας νέους δρόμους για ολόκληρο το είδος της τηλεοπτικής κωμωδίας.

Παράλληλα, σε μια εποχή όπου η πολυφορεμένη και ξεχειλωμένη έννοια του “meta” δεν υπήρχε καν ως θεωρητική κατασκευή, το Seinfeld πειραματίστηκε και παιχνίδισε τολμηρά με το δίπολο πραγματικότητα-αναπαράσταση, μετατρέποντας τα θολά όρια ανάμεσα στην αληθινή ζωή και τη μυθοπλασία σε ταυτοτικό σημείο αναφοράς. Μάλιστα, στη σεζόν 4 ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο όψεις του καθρέφτη άρχισε να μοιάζει με μπαμπούσκα από την οποία ξεπηδούσαν νέες εκδοχές μιας ολοένα και πιο ρευστής πραγματικότητας. 

Ανατρέχοντας στον θεμέλιο λίθο του Seinfeld, συναντούμε τη μυθοπλαστική βερσιόν του -ήδη καταξιωμένου stand up comedian των late 80s- Τζέρι Σάινφελντ, η οποία όχι απλώς δεν προσπαθεί να καμουφλάρει την καταγωγή της, αλλά τη μοστράρει φόρα παρτίδα από την πρώτη κιόλας στιγμή (μέχρι και τη σεζόν 7). Λειτουργώντας ως άτυπο πρελούδιο που προοικονομεί-υπαινίσσεται το κλίμα και τη γενική συνθήκη, ένα κωμικό gig του Τζέρι σηκώνει την αυλαία του επεισοδίου, κάνοντας δυσχερή -έως και αδύνατη- τη διάκριση ανάμεσα στον πραγματικό και τον επινοημένο Τζέρι Σάινφελντ. 

Η συγκεκριμένη συνθήκη αγγίζει το απόγειό της στη σεζόν 4, όταν το δίδυμο των Ντέιβιντ-Σάινφελντ μετατρέπει την κριτική που δεχόταν το Seinfeld ως “a show about nothing” σε κωμική φλέβα χρυσού που σχεδόν καβαλά και καταπίνει την πραγματικότητα. Σε ένα διπλό επεισόδιο που έχει καπαρωμένη θέση στα χρυσά κατάστιχα της τηλεόρασης, ο Τζέρι και ο κολλητός του φίλος (θα καταπιαστούμε αναλυτικά με τον οδοστρωτήρα Τζορτζ Κοστάντζα) προσπαθούν να πλασάρουν στο NBC το πιλοτικό επεισόδιο μιας κωμικής σειράς με τίτλο “Jerry”, που θα έχει στο επίκεντρό της την καθημερινότητα του Τζέρι Σάινφελντ και των -όχι και τόσο λαμπερών ή επιτυχημένων- φίλων του.

Καταλύοντας κάθε γνώριμη τακτική στοχευμένου μάρκετινγκ, οι δύο φίλοι προμοτάρουν ως βασικό και ακαταμάχητο ατού της ιδέας τους ότι η σειρά θα περιστρέφεται γύρω από το «απόλυτο τίποτα» απογυμνωμένη από κάθε υπόνοια ξεκάθαρης θεματικής ή γενικού πλαισίου αναφοράς, μα πάνω απ’ όλα απελευθερωμένη από την υποχρέωση να εκπέμψει οποιοδήποτε βαθύτερο νόημα, μήνυμα, δίδαγμα ή περιεχόμενο. 

Κάπως έτσι, ο Ντέιβιντ και ο Σάινφελντ δημιουργούν μια πολλαπλή συνθήκη μεταμόρφωσης και αλλοίωσης της πραγματικότητας, η οποία σταδιακά εξασθενίζει ωσότου εξαλειφθεί τελείως. Για να γίνει πιο κατανοητό το σχήμα, έχουμε έναν αληθινό κωμικό (τον Σάινφελντ), που πρωταγωνιστεί σε μια κωμική σειρά ως μυθοπλαστική βερσιόν του εαυτού του (το Seinfeld), στην οποία σειρά βρίσκεται να πρωταγωνιστεί σε ένα κωμικό σίριαλ (Jerry), με το ίδιο στόρι, που προβάλλεται στο ίδιο κανάλι, όπου υποδύεται αυτή τη φορά τον επινοημένο εαυτό του! Με άλλα λόγια, για όσα επεισόδια διατηρείται το συγκεκριμένο plotline, η περσόνα του Τζέρι Σάινφελτ έχει υπόσταση σε τρία διαφορετικά επίπεδα απεικόνισης!

Από εκεί και έπειτα, η προφανής ερμηνεία-ανάλυση του “about nothing” θεμελιώνεται στη διαπίστωση πως το Seinfeld παραβιάζει τον άγραφο κανόνα που ήθελε κάθε τηλεοπτική πλοκή να περιστρέφεται γύρω από έναν συγκεκριμένο άξονα, επιλέγοντας να εστιάσει εμμονικά και ιδεοληπτικά την προσοχή του γύρω από τις μεγαλειώδεις ασημαντότητες της καθημερινότητας, τον αθέατο κόσμο από τα μικροπράγματα, τις ανούσιες στιγμές, τα στοιχειώδη και ευτελή, που δίνουν τελικά γεύση και σχήμα στο άμορφο χάος της ζωής. Στην πραγματικότητα, το Seinfeld σκάβει πολύ πιο βαθιά από την παραδοχή ότι κάθε στιγμιότυπο της ζωής μας, όσο ασήμαντο και αν φαντάζει αρχικά, προκύπτει ως μια εν δυνάμει αλλοπρόσαλλη και θεοπάλαβη αλληλουχία γεγονότων. 

Το Seinfeld, αντιλαμβανόμενο τη ζωή ως παντελώς τυχαίο άθροισμα συμβάντων, αφουγκράζεται την πανίσχυρη βιωματική δύναμη των όσων μας συμβαίνουν. Και ανεβάζει σφυγμούς και γουρλώνει τα μάτια μπροστά σε περιστατικά ανάξια λόγου, αδιόρατες ιστορίες που χάνονται στην ευρύτερη αφήγηση, εικόνες και στιγμές που μένουν εκτός κάδρου στο final cut του προσωπικού μας φίλμ. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, υμνεί και αποθεώνει την απενοχοποιημένη παραδοχή πως όλοι μας έχουμε κατά καιρούς μετατρέψει χίλια δυο μικροπράγματα σε ύψιστη αποστολή, ζήτημα ζωής ή θανάτου, συντέλεια του κόσμου.

Στο σύμπαν του Seinfeld η παγιωμένη κλίμακα βαρύτητας που ξεκινά από τα βαρυσήμαντα και καταλήγει στα επουσιώδη είναι πέρα για πέρα ξεκούρδιστη και υπακούει στους δικούς της νόμους. Ή για να το θέσουμε αλλιώς, το Seinfeld πηγαίνει ένα βήμα μακρύτερα από την κατά βάθος γλυκανάλατη θεώρηση ότι ακόμη και κάτι τόσο αδιάφορο όσο τα ψώνια στη γειτονιά ή ένα άραγμα με φίλους μπορεί να πυροδοτήσει συναρπαστικά γεγονότα, κρύβοντας μέσα του την πολυπόθητη μαγεία της ζωής. Εδώ, όλη η μαγεία κρύβεται στην αδιαπραγμάτευτη απομάγευση του καθετί, στην αξιωματική πίστη ότι η ζωή δεν εμπεριέχει οτιδήποτε εξ ορισμού ανώτερο και ελέω θέου σπουδαιότερο. 

Φυσικά, τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν εφικτό χωρίς την κατεδάφιση ενός ακόμη δόγματος της feelgood τηλεοπτικής κωμωδίας, καθώς το Seinfeld επιδεικνύει θρησκευτική προσήλωση στην απουσία βελτίωσης και στην έλλειψη οποιουδήποτε απώτερου σκοπού. Το Seinfeld, ξεφεύγοντας από κάθε γνωστό μέχρι τότε μοτίβο, αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι κάθε προκάτ στιγμή (ψευδο)συγκινησιακής φόρτισης.

Στο ίδιο πνεύμα, βλέπουμε την απίθανη τετράδα των βασικών πρωταγωνιστών (πεντάδα, αν προσθέσουμε τον αδικημένο από άποψη προβολής Νιούμαν) αλλά και όλους τους απολαυστικούς συμπληρωματικούς χαρακτήρες να μην δίνουν δεκάρα για έννοιες όπως η επαγγελματική καταξίωση, η συναισθηματική ενηλικίωση, η ερωτική σταθερότητα, ο προορισμός της οικογένειας, η διδαχή από τα λάθη του παρελθόντος, η μετάνοια για τις στιγμές ντροπής. Σταδιακά, γινόμαστε μάρτυρες και κοινωνοί μιας αληθινά συναρπαστικής αντίφασης.

Σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν μοιάζει να μετράει σε βαθύτερο επίπεδο, oι πιο απίθανες λεπτομέρειες, τα πιο αθέατα subplots και οι πιο διάττοντες χαρακτήρες επανέρχονται ξανά και ξανά, απαιτώντας την αμέριστη προσοχή μας: αυτό που προσπεράσαμε απνευστί πέντε, δέκα ή δεκαπέντε επεισόδια νωρίτερα, επιστρέφει σε πρωταγωνιστικό βάθρο. Όλα τα παραπάνω, που λειτούργησαν ως γενική κατευθυντήρια γραμμή της σειράς, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν αισιόδοξο μηδενισμό ως μοτίβο ζωής, συμπυκνώθηκαν στο μότο “no learning, no hugging”, που υπήρξε η κινητήριος δύναμη στο σενάριο, στη σκηνοθεσία, στις ερμηνείες, αλλά και στη γενικότερη αύρα της σειράς. Ο νιχιλισμός του Seinfeld φρόντισε μάλιστα να υποβληθεί στη μέγιστη των δοκιμασιών, μέσα από το εξωφρενικό storyline της Σούζαν, στη σεζόν 7: η κοσμοθεωρία του Seinfeld μένει ακλόνητη, αγγίζοντας τη λυτρωτική βλασφημία, απέναντι στις πιο comme il faut και ιερές υποχρεώσεις ευπρέπειας και σεβασμού.

Όσο για τη φιλία που δένει τους κεντρικούς ήρωες, είναι τόσο αυθύπαρκτη, προαιώνια και δεσμευτική, που δεν έχει ανάγκη από καμία πατενταρισμένη εκδήλωση. Στο Seinfeld, δεν θα δείτε ποτέ αυθόρμητες αγκαλιές από το πουθενά, συγκινητικές κουβέντες ενθάρρυνσης στα δύσκολα, λογύδρια για την ύψιστη αξία του να μοιράζεσαι στιγμές με τους φίλους σου. Διότι ο Τζέρι, ο Τζορτζ Κοστάντζα (Τζέισον Αλεξάντερ), η Ιλέιν Μπένες (Τζούλια Λούις-Ντρέιφους) και ο Κόσμο Κρέιμερ (Μάικλ Ρίτσαρντς) είναι ενωμένοι σε έναν δεσμό σχεδόν υπερβατικό, που στην πραγματικότητα δεν υπόκειται σε δοκιμασίες, προκλήσεις ή ανάγκες επιβεβαίωσης.

Οι τέσσερις τους, νεοϋορκέζοι έως το μεδούλι, ολότελα δοσμένοι στο βασίλειο ενός μικρόκοσμου που μοιάζει απέραντος, πλήρως αποδεσμευμένοι από την οποιαδήποτε υποχρέωση να μας εξηγήσουν τα πώς και τα γιατί του χαρακτήρα και της κοσμοθεωρίας τους (διόλου τυχαία τα φλάσμπακ στο Seinfeld είναι σχεδόν μηδενικά), μοιράζονται έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας που περιλαμβάνει τον ανελέητο (αυτο)σαρκασμό, την ολόψυχη αποδοχή της μικρότητας, την έλλειψη πίστης σε αδελφές ψυχές, τη συνενοχή σε ένα modus vivendi που αντιμάχεται την ψευδαίσθηση της προσωπικής προόδου, δίνοντας την αίσθηση πως και οι ίδιοι (οι ηθοποιοί) γελάνε και ενθουσιάζονται με όλα τα σαρδανάπαλα που ξεστομίζουν. 

Ο Κοστάντζα (ο αγαπημένος ήρωας του Λάρι Ντέιβιντ, ο οποίος δάνεισε στον χαρακτήρα πολλά από τα δικά του μειονεκτήματα, όπως έχει επανειλημμένα δηλώσει), σπάζοντας τα στεγανά που επέβαλε η καθιερωμένη χαρακτηρολογία, ενσαρκώνει τη βαθιά πεποίθηση του Seinfeld πως η συμπάθεια απέναντι σε έναν χαρακτήρα δεν είναι ευθέως ανάλογη με τα χαρίσματα και τις αρετές του. Ο Κοστάντζα, με τη μηδενική γοητεία, την ιλαρή εμφάνιση και τη σχεδόν φυσική ροπή προς την ξετσιπωσιά, γίνεται ο πλέον οικουμενικός ήρωας του Seinfeld, όχι επειδή είμαστε όλοι σαν κι αυτόν, αλλά επειδή μας υπενθυμίζει ότι πολλές φορές τα κίνητρά μας είναι αδιανόητα πιο μικροπρεπή, ιδιοτελή, φαιδρά και αλλοπρόσαλλα από ό,τι τολμούμε να παραδεχτούμε ανοιχτά και φωναχτά. 

Την ίδια στιγμή, η Ιλέιν ξεστρατίζει γενναία από κάθε πεπατημένη της εποχής όσον αφορά την απεικόνιση ενός κωμικού γυναικείου χαρακτήρα, εκπέμποντας μια αίσθηση ολοκληρωτικής ανεξαρτησίας και πλάθοντας έναν χαρακτήρα που πρεσβεύει το πλέον ουσιαστικό women empowerment χωρίς την πρεμούρα να το διαφημίσει. Η Ιλέιν, αναπολογητικά και ξάστερα, διεκδικεί το δικαίωμα της στην παραξενιά και στην αλλοκοτιά, χωρίς το αντιστάθμισμα της tomboy αντισυμβατικότητας, ενεργώντας όπως ακριβώς επιθυμεί, χωρίς να περιορίζεται στιγμή από τα στερεότυπα και τα πρότυπα που στριμώχνουν και καλουπώνουν τις γυναικείες φιγούρες στο mainstream τηλεοπτικό τοπίο (αλλά και στην αληθινή ζωή).

Ο σίφουνας Κρέιμερ, από την άλλη, με τη χειμαρρώδη παρουσία, τις εκρηκτικές εισόδους, το ημίτρελο βλέμμα, τα σχεδόν αυτόνομα από το υπόλοιπο σώμα χέρια και πόδια, ενσαρκώνει όλα τα καταστατικά στοιχεία του Seinfeld: την εγγενή αρρυθμία, την απόκλιση, το χάος που καραδοκεί, την απουσία συντεταγμένων, την αδιαφορία απέναντι στο παρελθόν, στις αιτίες και στις εξηγήσεις (ο Κρέιμερ μοιάζει να γεννήθηκε από ένα αυγό στη μέση του πουθενά, χωρίς ποτέ να μπορεί κανείς να απαντήσει όχι μόνο στο πώς βγάζει τα προς το ζην, αλλά και το πώς καταφέρνει να βάζει τη ζωή του σε μια υποτυπώδη σειρά). Όσο για τον Τζέρι, αναλαμβάνει τον ρόλο του κεντρικού πυρήνα, του ρυθμιστή και του καταλύτη, εκείνου που αποκωδικοποιεί την παράνοια της παρέας και τη βοηθά να εκφραστεί δίχως περικοπές ή αναστολές. 

Υγ1: επιτρέψτε μου μια ειδική μνεία στον -κάτι περισσότερο από καρδιακό- φίλο Τάσο, την οποία και του είχα υποσχεθεί. Ο Τάσος, που λέτε, είναι πιθανότατα ο πιο ορκισμένος οπαδός του Τζέρι και της παρέας του στην ελληνική επικράτεια, δικαιωματικός ισόβιος πρόεδρος των Seinfeld hooligans αν και όποτε ιδρυθούν. Το αληθινά φοβερό, όμως, με τον Τάσο είναι ότι έχει υπάρξει τόσο μεγάλος λάτρης του Seinfeld (έχοντας παρακολουθήσει τη σειρά στην αμερικανική τηλεόραση αρκετό καιρό πριν) που έμπαινε για χρόνια ολόκληρα στη διαδικασία να επικαλείται στιγμές, καταστάσεις και αστεία από τον κόσμο του Seinfeld, παρότι είχε πλήρη επίγνωση ότι ΚΑΝΕΙΣ άλλος από την παρέα δεν είχε δει τη σειρά. Με άλλα λόγια, είχε τόσο μεγάλη καούρα να αναπλάσει φωναχτά και να μοιραστεί ένα στιγμιότυπο από το Seinfeld που αδιαφορούσε πλήρως για το αν υπάρχει κάποιος εκεί γύρω που θα καταλάβει σε τι αναφέρεται. 

Υγ2: η πλούσια κινηματογραφική κουλτούρα του Τζέρι Σάινφελντ και -κυρίως- του Λάρι Ντέιβιντ είχε εκδηλωθεί μέσα από αμέτρητους φόρους τιμής σε κινηματογραφικές σκηνές από σπουδαίες ταινίες, ιδίως των early 90s. Στο παρακάτω απολαυστικό βίντεο μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένες όλες αυτές τις υπέροχες στιγμές. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑