Πολωνία, 1939. Λίγο πριν τη φρίκη του Παγκόσμιου Πολέμου. Ο δόκτωρ Ζαμπνίνσκι και η σύζυγός του Αντονίνα είναι επικεφαλής του ζωολογικού κήπου της Βαρσοβίας. Οι ψίθυροι περί γερμανικής εισβολής κατακλύζουν τα πάντα και το ζευγάρι γνωρίζει έναν Γερμανό ζωολόγο, τον Λουτζ, που αυτοπροσδιορίζεται ως επιστήμονας και όχι ως πολιτικός.
Όταν η γερμανική κυριαρχία τελικώς εδραιώνεται, ο Λουτζ ορίζεται υπεύθυνος του ζωολογικού τομέα των δυνάμεων κατοχής και αποφασίζεται η καταστροφή του ζωολογικού κήπου. Το φιλόζωο ζευγάρι επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία του, για να διατηρήσει τον κήπο σε λειτουργία, υπό τη μορφή φάρμας χοίρων που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της στρατιωτικής δύναμης των Γερμανών. Η φάρμα όμως θα αποτελέσει μυστική στέγη για διωκόμενους Εβραίους της περιοχής και προπύργιο της αντίστασης και έτσι το φιλήσυχο ζευγάρι θα ρισκάρει τη ζωή του προς υπεράσπιση του εκλιπόντος ανθρωπισμού.
Η Αντονίνα τοποθετείται στο κέντρο της αφήγησης, η οποία κινείται με ρυθμό σταθερό και απολύτως γραμμικά. Η Νίκι Κάρο, μετά το «North Country» του 2005, επιχειρεί να δημιουργήσει μια ιστορία για αληθινούς καθημερινούς ήρωες. Μόνο που στυλιζάρει υπερβολικά το έργο της, χωρίς αυτό να του δίνει κάποια προέκταση ή διαστάσεις αλληγορίας. Οι διάλογοι, τα χρώματα, οι ερμηνείες, όλα μοιάζουν να αποτελούν γρανάζια μιας μηχανής που παράγει τυποποιημένες ηρωικές ιστορίες. Οι σκηνοθετικές της επιλογές μαρτυρούν ατολμία και η προσήλωση στις πεπατημένες οδούς καθίσταται εξαντλητική.
Η Τζέσικα Τσαστέιν, συνήθως εξαιρετική, δεν ξεφεύγει του όλου διαδικαστικού χαρακτήρα του φιλμ. Επαναλαμβάνει συνεχώς τα χαρακτηριστικά που από την αρχή προσέδωσε στο ρόλο της. Το συνεχώς φοβισμένο ύφος και η τρεμάμενη φωνή της συγκροτούν ένα επί της αρχής ενδιαφέρον αντιθετικό σύνολο με τη γενναιότητα που επιδεικνύει η Αντονίνα, όμως και αυτό εξαντλείται και υποτάσσεται στη συνολική απουσία υψηλών καλλιτεχνικών προδιαγραφών, καταντώντας ρηχό και ελλιπές.
Αυτό είναι και το καίριο πρόβλημα της ταινίας. Η έλλειψη καλλιτεχνικού οράματος πίσω από την συγκλονιστική ιστορία που αφηγείται αφαιρεί οποιοδήποτε ειδικό βάρος, κάνοντας τα πρόσωπα να μοιάζουν άψυχα και τα γεγονότα απλές πληροφορίες. Δεν πρόκειται για ένα έργο που χάνει την αξία του λόγω συγκεκριμένων λαθών. Οι προφανείς αναλογίες της ιστορίας με τη ζωώδη διάσταση του ανθρωπίνου όντος και τις θηριωδίες για τις οποίος είναι ικανό υπάρχουν, όμως περισσότερο προκύπτουν από τη βασική ιστορία αυτή καθαυτή παρά από την κινηματογράφησή της.
Στα αξιοσημείωτα αρνητικά της ταινίας περιλαμβάνεται η χημεία της Τσαστέιν με τον Μπρουλ δεν είναι επαρκής, καθώς ο δεύτερο διατηρεί ένα απλανές βλέμμα που είναι ανακόλουθο με το χαρακτήρα του, καθώς και το κλασικό μοτίβο πλέον της αγγλικής γλώσσας με ανατολικοευρωπαϊκό αξάν. Εν προκειμένω, Πολωνοί μιλούν με Πολωνούς αγγλικά με πολωνική προφορά, διαλύοντας το συγκινησιακό κλίμα. Ακόμη και αυτά όμως θα συγχωρούνταν δίχως δεύτερη σκέψη αν η ιστορία διέθετε στον πυρήνα της την αληθινή δύναμη της ιστορίας που αποπειράται να αφηγηθεί. Αντ’ αυτού, τη μετέτρεψε σε μελόδραμα χαμηλού βεληνεκούς.