The Farthest

Σκηνοθεσία: Έμερ Ρέινολντς

Διάρκεια: 106’

Η εξερεύνηση του διαστήματος από τον άνθρωπο διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο τομέα επιστημονικής έρευνας, ξεχωρίζει σε σύγκριση με κάθε άλλο πεδίο τεχνολογικών επιτευγμάτων που κάνουν τον ανθρώπινο νου να σαστίζει. Διότι αυτή η βουτιά του ανθρώπου στο αχαλίνωτο κενό, που περιβάλλει τη μικροσκοπική κουκκίδα χώρου που οριοθετεί την ύπαρξή του, ενδύεται με προεκτάσεις οντολογικές, υπαρξιακές, βαθύτατα φιλοσοφικές. Η κούρσα του ανθρώπου για την κατάκτηση του διαστήματος είναι μια μάχη εξ ορισμού χαμένη, εφάμιλλη ίσως με τη μάταιη ελπίδα μας να αποφύγουμε σε κάποια στιγμή την μόνη απαρέγκλιτη σταθερά που μας ορίζει: τη θνητότητα.

Το σύμπαν είναι μια έννοια εξ ορισμού και κατά ετυμολογική κυριολεξία ασύλληπτη, και οποιαδήποτε ουσιαστική προσπάθεια να την κατανοήσουμε σε βάθος μοιάζει με το να προσπαθούμε να στριμώξουμε έναν ωκεανό σε μια μικρή γουλιά. Η απόπειρά μας να γνωρίσουμε το διάστημα είναι κατά βάθος μια βουβή κραυγή απόγνωσης και σπαρακτικής μοναξιάς. Είναι πολύ βαρύ το φορτίο και οι πλάτες των ανθρώπων υπερβολικά μικροσκοπικές για να το σηκώσουν. Είναι δυνατόν να είμαστε ολομόναχοι σε ένα χάος; Κι αν ναι, προς τι αυτή η τόσο ξεχωριστή τιμή; Είναι πράγματι μια ευθύνη ασήκωτη και αδιανόητη να εκπροσωπείς τον μοναδικό θύλακα νοήμονος ζωής, λιλιπούτειων διαστάσεων, εν μέσω μιας απεραντοσύνης που καταπίνει τα πάντα.

Τα διαστημόπλοια Voyager 1 και 2 που εκτοξεύθηκαν το 1977, με διαφορά 16 ημερών, αποτελούν, ακόμη και μέχρι σήμερα, μια επιστημονική αποστολή χωρίς προηγούμενο, τόσο από άποψη ερευνητικών αποτελεσμάτων όσο και (κυρίως) από συμβολική σκοπιά. Ένα ταξίδι που συνεχίζεται αδιάκοπα, στο διηνεκές, καταπίνοντας ασταμάτητα μίλια ερέβους και αστρικού επέκεινα και επαναπροσδιορίζοντας διαρκώς τα έσχατα όρια που έχουν αγγίξει η ανθρώπινη γνώση και ο ανθρώπινους νους.

Οι περίφημοι Χρυσοί Δίσκοι, δύο σύγχρονοι κιβωτοί που παλεύουν να συμπυκνώσουν τα επιτεύγματα, την όψη, τις κορυφές, την ποικιλομορφία, το κάλλος, τις εικόνες, τις αισθήσεις, τις σκέψεις αυτού που σχηματικά αποκαλούμε «ανθρώπινος πολιτισμός». Ένα σημείωμα που ρίχνεται στο υπερπέραν, μια χείρα φιλίας που τείνει ο άνθρωπος ως ένδειξη δέους, σεβασμού, φόβου, γουρλώματος, σιωπής και απορίας, με την άρρητα και σιωπηρά διατυπωμένη ελπίδα πως αν κάποτε βρεθεί παραλήπτης, αυτός θα συμπεριφερθεί λιγότερο αιμοβόρα από ό,τι έχει πράξει διαχρονικά ο αποστολέας.

Το Απώτατο σημείο της ανθρωπότητας εκ πρώτης όψεως ταξιδεύει εκτός του ηλιακού μας συστήματος, σε ένα ταξίδι χωρίς τέλος και προορισμό, αλλά το κατόρθωμά του είναι ότι παραμένει την ίδια στιγμή προσγειωμένο στον πυρήνα της δικής μας ταπεινής ύπαρξης. Διότι μπορεί τα πάντα να κινούνται βάσει νόμων και να κανόνων που δεν μπορούμε με τίποτα να αποκωδικοποιήσουμε, μπορεί να υπάρχουμε και να σβήνουμε από αυτό τον κόσμο ερήμην μας, αλλά ό,τι θαυμαστό έχουμε μπορέσει να πετύχουμε περνάει μέσα από τις ίδιες, βαθιά χειροπιαστές, αριστουργηματικά απλές (ασχέτως της επιμέρους πολυπλοκότητας του κάθε ζητήματος) διαδικασίες.

Το The Farthest δεν επιδεικνύει τίποτα το καινοτόμο ούτε στην αφηγηματική του ρότα ούτε στον καλλιτεχνικό – αισθητικό του διάκοσμο. Μια παρέλαση από talking heads, μια ροή πληροφοριών που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο διεισδυτικό και το ανεπιτήδευτο – κατανοητό για τους πάντες, και όχι μόνο τους επιστημονικούς μύστες. Η γοητεία του, όμως, έγκειται στο συναισθηματικό του φιξάρισμα, στο πού και πώς αποφασίζει να σταθεί, έστω κι αν το πράττει με τον πλέον προφανή τρόπο. Διότι ακόμη και το μεγαλύτερο επιστημονικό κατόρθωμα του σύγχρονου πολιτισμού δεν παύει να συντελείται από ανθρώπους.

Δεν παύει, δηλαδή, να εκκολάπτει απογοητεύσεις, συγκινήσεις, πρωτόλειες χαρές και πίκρες, χαμόγελα που φαντάζουν αφελή, σκέψεις που μοιάζουν μικροπρεπείς ή απλοϊκές ιδίως όταν πηγάζουν από τόσο δαιδαλώδη και πολυτονικά μυαλά. Κάθε ναός της γνώσης έχει ανάγκη από χτίστες, από δομικά υλικά, από εντάσεις, ιδέες, σχέδια, χαμόγελα και δάκρυα, μικρές φρίκες και μικρούς θριάμβους μέχρι να στηθεί και να φανεί επιβλητικός και δεσποτικός. Όπως ακριβώς προχωρά και θα προχωρά ο άνθρωπος, στα τυφλά, γενναίος και φοβισμένος μαζί, από το πρώτο φως ώς το τελευταίο σκοτάδι.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑