Σκηνοθεσία: Παρκ Τσαν-Γουκ
Παίζουν: Μιν-Χι Κιμ, Τάε-Ρι Κιμ, Τζουνγκ-Χου Χα, Τζιν-Γουνγκ Τζο
Διάρκεια: 145′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Η Υπηρέτρια”
Βασισμένο χαλαρά (τη θέση της βικτωριανής Αγγλίας, ως ιστορικό πλαίσιο εξέλιξης των γεγονότων, παίρνει εδώ η, υπό ιαπωνική κατοχή, Κορέα της δεκαετίας του ’30) στο μυθιστόρημα της Σάρα Γουότερς, Fingersmith, το τελευταίο φιλμ του Παρκ Τσαν-Γουκ αφηγείται πολυπρισματικά την ιστορία μιας νεαρής κλέφτρας, της Σούκι, που πείθεται απ’ τον απατεώνα φίλο της και ψεύτικο κόμη Φουτζιγάρα, να παραστήσει την υπηρέτρια στο σπίτι μιας πλούσιας κληρονόμου, την οποία ο αδίστακτος άνδρας σκοπεύει να ξελογιάσει και να παντρευτεί, προκειμένου να ξεκοκαλίσει την περιουσία της.
Ο Φουτζιγάρα έχει συλλάβει το εξής σχέδιο: η Σούκι θα του μεταφέρει, ως κατάσκοπος, ό,τι χρειάζεται να ξέρει για την βαθύπλουτη Χιντέκο (την οποία ο έκφυλος θείος της κρατά σχεδόν αιχμάλωτη στην έπαυλή του, αναγκάζοντάς την να διαβάζει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ερωτική λογοτεχνία μπροστά σε μια τραγελαφική ομήγυρη σεξουαλικά πεινασμένων αριστοκρατών), και θα προσπαθήσει να την πείσει να τον ερωτευτεί και να δραπετεύσει μαζί του απ’ την ιδιότυπη φυλακή της. Αν πετύχει το κόλπο, ο Φουτζιγάρα θα παντρεύει τη Χιντέκο κι έπειτα, για να την ξεφορτωθεί και να χαρεί μόνος του τα λεφτά της, θα την κλείσει σε φρενοκομείο, με τη δικαιολογία ότι η σύζυγός του τρελάθηκε. Αυτό που δεν μπορούσε να υπολογίσει, όμως, είναι η ιδιαίτερη σχέση που θα αναπτύξουν οι δύο γυναίκες, η οποία και θα δυναμιτίσει με μύριους τρόπους την καλοστημένη πλεκτάνη του.
Είναι αλήθεια ότι ο, πάλαι ποτέ, πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης της -θρυλικής πια- “τριλογίας της εκδίκησης” (Sympathy for Mr Vengeance, Oldboy, Sympathy for Lady Vengeance) περνούσε για χρόνια μια ιδιότυπη δημιουργική κάμψη. Από την πλήρη αποτυχία του σουρεαλιστικού I’ m a Cyborg, But That’s Ok, μέχρι το ατμοσφαιρικό, ενδιαφέρον αλλά όχι και τόσο αξιομνημόνευτο Thirst και την αμφιλεγόμενη προσπάθειά του να θέσει το ταλέντο του στην υπηρεσία του χολιγουντιανού συστήματος με το συμβατικό, καίτοι αξιοπρεπές, Stoker, o Κορεάτης δημιουργός, χωρίς να έχει υπογράψει ούτε μια κακή ταινία -και τα τρία προαναφερθέντα διαθέτουν αρετές- δεν θα ‘λεγες πως κατάφερνε να σταθεί στο ύψος του μύθου που δημιούργησε με το Oldboy.
Έχοντας τοποθετήσει πολύ ψηλά τον πήχη της ποιότητας και της πρωτοτυπίας, έδινε την εντύπωση πως πάσχιζε να παραμείνει συναρπαστικός, ενδιαφέρων και αναπάντεχος, χωρίς να το πετυχαίνει εκατό τις εκατό. Με εξαίρεση λίγους φανατικούς οπαδούς, τόσο στο στρατόπεδο της κριτικής όσο και σ’ εκείνο του ευρύτερου σινεφίλ κοινού, η πλειοψηφία τού είχε γυρίσει την πλάτη. Και για να το πούμε διαφορετικά: το Sympathy for Lady Vengeance, το υποδεχτήκαμε σαν μια ταινία-γεγονός. Όταν ήρθε η ώρα του Thirst, για παράδειγμα, δεν κουνήθηκε φύλλο. Αυτό λέει αρκετά.
Μεγάλη λοιπόν είναι η χαρά και η ικανοποίηση όλων ημών που πιστεύαμε στον Παρκ Τσαν -Γουκ, μ’ ένα φιλμ σαν το The Handmaiden, το καλύτερο του από την εποχή του Oldboy, ενδεχομένως και το δεύτερο πληρέστερο της φιλμογραφίας του. Εδώ πια, δεν χρειάζεται να αναζητούμε ψήγματα της ιδιοφυΐας του ή να παλεύουμε να εντοπίσουμε τα καλύτερα στοιχεία του καλλιτέχνη που το 2003 είχε κάνει τον κινηματογραφόφιλο κόσμο να αναριγήσει και να αναφέρει ενθουσιωδώς τ’ όνομά του σε κάθε συζήτηση: όλα όσα έκαναν τον Κορεάτη εξαιρετικά δημοφιλή, ανθίζουν και πάλι μπροστά στα μάτια μας που μένουν αναπόδραστα θαμπωμένα απ’ την απερίγραπτη ομορφιά των εικόνων του. Κατ’ αρχάς, σε εικαστικό επίπεδο το The Handmaiden είναι μια απ’ τις ωραιότερες ταινίες που θα δείτε φέτος σε αίθουσα (γιατί ΠΡΕΠΕΙ να το δείτε σε αίθουσα).
Η μαγευτική φωτογραφία του Chung Chung-hoon σε συνδυασμό με τη μανία του Παρκ Τσαν-Γουκ για συμμετρία στο κάδρο (τα παιγνιώδη κάδρα μέσα στα κάδρα, οι θέσεις των ηθοποιών στον χώρο -“φυτεμένοι” άριστα μεταξύ των αντικειμένων που τους περιβάλλουν- οι σεκάνς-κινούμενοι πίνακες ζωγραφικής, όλα μαρτυρούν τον παθιασμένο στυλιστικό περφεξιονισμό του σκηνοθέτη), τα επιβλητικά μονοπλάνα, το άρτιο ντεκουπάζ και τις ευφάνταστες γωνίες λήψεις, δίνουν ένα οπτικό αποτέλεσμα που δεν είναι τίποτα λιγότερο από εντυπωσιακό. Απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, το ξεδίπλωμα αυτής της σκοτεινής ερωτικής ιστορίας, γίνεται μέσα σ’ ένα ντελίριο σχεδιαστικής παραζάλης, εντελώς ελεγχόμενο όμως, που δεν παρεκκλίνει ποτέ της αποστολής του, η οποία είναι να υπηρετεί κι όχι να “καπελώνει” το πανέξυπνο σενάριο-σταυροβελονιά και τους αναρίθμητους συμβολισμούς του.
Γιατί το The Handmaiden μπορεί, με μια πρόχειρη ματιά, να “ποζάρει” ως μεταμοντέρνο χιτσκοκικό θρίλερ μυστηρίου, σύγχυσης ταυτοτήτων, λαγνείας και επιδέξια οργανωμένων ανατροπών, αλλά στην ουσία πρόκειται για μια σαρκοβόρα ταξική αλληγορία, που αναδιφεί τις ποικίλες διαστάσεις των σχέσεων εξουσίας, όπως αυτές διαμορφώνονται και μέσα στη διαλεκτική της σεξουαλικότητας. Πίσω απ’ τις μεθόδους κατάκτησης και αποπλάνησης, εμπνευστής των οποίων δείχνει να είναι το αρσενικό (πανάρχαια παρεξήγηση, μας λέει ο Παρκ Τσαν-Γουκ), διαφαίνεται τόσο η λογική του αδηφάγου ιμπεριαλισμού, όσο και το πρόβλημα της ατέρμονης εναλλαγής ρόλων, που εμποδίζει να διακρίνουμε ξεκάθαρα ποιος είναι τελικά ο κατακτητής και ποιος ο κατακτημένος σ’ αυτή την περιπλεγμένη, αμοιβαία εξαπάτηση που είναι η εκάστοτε κοινωνικοπολιτική ή ιστορική συνθήκη.
Σε ό,τι αφορά δε, την προβληματική του The Handmaiden για την Επιθυμία και τους δαιδαλώδεις, απρόσμενους δρόμους της, δεν πρόκειται μόνο για το προαιώνιο παιχνίδι του ξελογιάσματος (εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τις επιρροές απ’ τις Επικίνδυνες Σχέσεις του Φρίαρς), αλλά για κάτι βαθύτερο: την ετεροπροσδιορισμένη συγκρότηση του ποθητού αντικειμένου (όπως υποστηρίζει κι ο Ρενέ Ζιράρ στο βιβλίο του, Ρομαντικό Ψεύδος και Μυθιστορηματική Αλήθεια, αυτό που επιθυμούμε, μας έχει διδάξει κάποιος άλλος ότι πρέπει να το επιθυμούμε).
Όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας θέλουν να γίνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Οι φτωχοί θέλουν να πλουτίσουν, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι και ταπεινής καταγωγής προλετάριοι να αποκτήσουν τίτλους ευγενείας, οι απανταχού “ευνουχισμένοι” αριστοκράτες να ξαναβρούν την ερωτική τους δύναμη (στις φοβερά στημένες σκηνές των πρόστυχων αναγνώσεων βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη προσφέρει ένα κολοβωμένο υποκατάστατο της σαρκικής απόλαυσης στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Οι διεστραμμένοι, αλλά ανίκανοι να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους, “κύριοι”, βολεύονται όπως-όπως με τις περιγραφές σκανδαλιστικών και ανορθόδοξων ερωτικών πράξεων -η ακοή κι η φαντασία αναπληρώνουν τις αποτυχίες της ανεσταλμένης αφής), οι φυλακισμένοι -κυριολεκτικά και μεταφορικά- να γευτούν τι σημαίνει να είσαι ελεύθερο και αυτόνομο ον, τα “αντικείμενα” του πόθου των άλλων να γίνουν ενεργητικά υποκείμενα του δικού τους πόθου, οι σκλάβοι να γίνουν αφέντες κι οι αφέντες, σκλάβοι (τίποτα άλλο δεν μαρτυρούν οι σαδομαζοχιστικές ορέξεις του θείου και των άλλων ακροατών: βαρέθηκαν να υποτάσσουν, θέλουν επιτέλους να τους υποτάξει κάποιος άλλος), οι Κορεάτες να γίνουν Ιάπωνες κι οι Ιάπωνες, Κορεάτες. Δεν αργεί να βγει το συμπέρασμα: άπαντες παίζουμε ρόλους, ρόλους που μας κουράζουν, ρόλους απ’ τους οποίους ζητάμε να ξεφύγουμε.
Η κοινωνική και οικονομική θέση, η συγγένεια, η τάξη, η εθνικότητα, το επάγγελμα, ακόμα και το φύλλο, παντού ρόλοι, παντού δίπολα: εικόνα και περιεχόμενο, ουσία και ύπαρξη, Φαίνεσθαι και Είναι, ηθική και ανηθικότητα, φυσιολογικό και διεστραμμένο. Στο The Handmaiden όλα αυτά ανακατεύονται, μπλέκονται και στο τέλος καταργούνται. Οι ρόλοι κομματιάζονται σαν φθαρμένα υφάσματα και μένουν από πίσω τους, γυμνοί, οι άνθρωποι, με τα καλά και τα στραβά τους, απείρως ελάχιστοι στο μεγαλείο τους και θεόρατοι στη μικρότητά τους, χωρίς δικαιολογίες, χωρίς “ηθικά πλεονεκτήματα”.
Το πλέον αξιοθαύμαστο, όμως, βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ο Παρκ Τσαν-Γουκ ανοίγει και κλείνει με τα ταχύτητα και επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού όλα αυτά τα σημειολογικά κουτάκια, απελευθερώνοντας θεματικές τις οποίες γρήγορα αποκρύπτει για να εμφανίσει άλλες πάνω στο φόντο των προηγούμενων, ενώ παράλληλα μένει προσηλωμένος στην ενορχήστρωση ενός συναρπαστικού θρίλερ μυστηρίου με καταιγιστικό ρυθμό, διερχόμενος κυκλωτερώς τα κύρια σημεία της πλοκής, τα οποία σταδιακά μάς αποκαλύπτονται πιο λεπτομερειακά κι αφού φωτιστούν διαδοχικά από διαφορετικά βλέμματα (οι εναλλαγές στις οπτικές γωνίες της αφήγησης, φέρνουν στον νου και το Ρασομόν του μεγάλου, Ακίρα Κουροσάβα), ενδιαφερόμενος εξίσου για την ορθή ανάπτυξη της ιστορίας όσο και για το διαυγές ξεθηκάρωμα των πολλών μεταφορών της, απαρέγκλιτα ψυχαγωγικός, έξοχος storyteller και οραματιστής auteur.
Δεν μπορούμε να τονίσουμε αρκετά το πώς απογειώνει την καταπληκτική σκηνοθετική δουλειά του η ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ μουσική του Cho Young -wuk. Θα θέλετε, βγαίνοντας απ’ την αίθουσα να ξανακούσετε μόνες τους αυτές τις υπέροχες μελωδίες (ειδικά εκείνην που συνοδεύει τη σκηνή της απόδρασης της Χιντέκο απ’ την έπαυλη του θείου), είναι τόσο όμορφες. Κι έχουμε να κάνουμε με μια απ’ αυτές τις φιλμικές περιπτώσεις όπου οι νότες σε συνδυασμό με τις κινήσεις της κάμερας και τη φωτογραφία, δημιουργούν ένα αρραγές αισθητικό σύνολο, τόσο καλά συναρμοσμένο που αν αφαιρούσες οποιοδήποτε απ’ τα στοιχεία της δομής του, θα κατέρρεε.
Είναι, λοιπόν, τέλειο το The Handmaiden; Αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ακριβοδίκαιοι, θα πρέπει να απαντήσουμε πως έχει τα ψεγάδια του. Υπάρχουν αρκετές ερμηνευτικές αστοχίες (ο ρόλος-καρικατούρα του θείου είναι ένα μάλλον πρόχειρα γραμμένο και ρηχό στερεότυπο αηδιαστικού αφέντη), κάποια φάλτσα στο off-beat χιούμορ του (φταίει ίσως και το γεγονός της πολιτιστικής απόστασης: ως δυτικοί, αντιλαμβανόμαστε αλλιώς το αστείο), σκηνές που “τραβάνε” χωρίς προφανή λόγο, ένας υφέρπων συντηρητισμός που έρχεται σε αντίθεση με το γενικό μήνυμα περί σεξουαλικής -και όχι μόνο- απελευθέρωσης (η σεκάνς της καταστροφής της “βρώμικης” βιβλιοθήκης απ’ την εξοργισμένη υπηρέτρια).
Eπιπλέον, εντοπίζεται μια αμετροεπής διάθεση να στοιβαχτούν πάρα πολλές “προκλήσεις” στο τελευταίο ημίωρο (προφανώς οι “εκπαιδευμένοι” θεατές δεν θα “μασήσουν” αλλά ο Παρκ Τσαν-Γουκ δεν απευθύνεται μόνο σ’ αυτούς, το έργο του έχει μια, καλώς εννοούμενη, στόχευση μαζικότητας, άσε δε που βροντοφωνάζει για αμερικανικό ριμέικ -θα το κάνουν σίγουρα, ας ελπίσουμε μόνο ότι δεν θα έχει τα ίδια χάλια με το ριμέικ του Oldboy), και παρά το γεγονός ότι στις δυόμιση ώρες που διαρκεί δεν γίνεται στιγμή βαρετό, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς πόσο πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα πιο “αυστηρό” μοντάζ που θα μας το έδινε σε ένα σφιχτό, απέριττο δύωρο. Και πάλι, όμως, δεν συντρέχει λόγος να γκρινιάζει κανείς. Τέτοιο πανέμορφο σινεμά, σκεπτόμενο και συναρπαστικό, δεν βλέπουμε πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, ας το χαρούμε λοιπόν. Welcome back, Παρκ Τσαν-Γουκ, it’s been too long, we ‘ve missed you!