Σκηνοθεσία: Στίβεν Φρίαρς
Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Χιου Γκραντ, Σάιμον Χέλμπεργκ
Διάρκεια: 110’
Οι ιστορίες γυναικών που επέδειξαν απαράμιλλο πείσμα παρά τις αντίξοες συνθήκες που τις περιέβαλαν δεν είναι διόλου άγνωστες στον (αιωνίως λατρεμένο λόγω High Fidelity) Στίβεν Φρίαρς. Από τα κολλητά Mrs. Henderson presents (2005) και The Queen (2006) ώς το πιο πρόσφατο Philomena (2013), ο Φρίαρς δείχνει πως γοητεύεται από το συγκεκριμένο μοτίβο: μία δεσπόζουσα γυναικεία περσόνα, που επιλέγει να μείνει σταθερή στις αυστηρές και βαθιά προσωπικές αρχές της, οι οποίες (νιώθει πως) την έβγαλαν ασπροπρόσωπη στη μέχρι τώρα διαδρομή της.
Για αυτές τις επιβλητικές θηλυκές φιγούρες, ο Φρίαρς δεν αρκείται στα λίγα, αλλά καταφεύγει σε ηθοποιούς που μπορούν να σηκώσουν ερμηνευτικά το βάρος ενός χαρακτήρα που δεν λοξοκοιτάζει πίσω από την ώμο της και εμμένει στο δικό της σύστημα αξιών, ακόμη κι όταν τα πράγματα ζορίσουν επικίνδυνα. Τις Τζούντι Ντεντς και Χέλεν Μίρεν ήρθε να διαδεχτεί, λοιπόν, η Μέριλ Στριπ.
Η Στριπ, που έχει κερδίσει 3 Όσκαρ ερμηνείας και έχει στο ενεργητικό της συνολικά 19 (!) υποψηφιότητες, ενσαρκώνει το υπαρκτό πρόσωπο της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, στον βίο της οποίας βασίστηκε και το περσινό γαλλικό φιλμ Marguerite, του Ξαβιέ Ζιανολί. Η Τζένκινς, για να το θέσουμε κατ’ αναλογία, ήταν για την όπερα αυτό ακριβώς που υπήρξε ο Εντ Γουντ για το σινεμά. Έφερε, δηλαδή, τον άτυπο τίτλο της χειρότερης σοπράνο όλων των εποχών.
Όπως ακριβώς και ο Γουντ (αναζητήστε οπωσδήποτε το Ed Wood του Τιμ Μπάρτον, αν δεν το έχετε δει), η Φλόρενς είχε μετατρέψει τη μουσική σε σανίδα προσωπικής (και σχεδόν κυριολεκτικής) επιβίωσης, αναγόρευσε αυτόκλητα τον εαυτό της σε σοπράνο υψηλού επιπέδου και γενικότερα δεν χαμπάριαζε τίποτα μπροστά στον ιερό σκοπό με τον οποίο είχε ενδύσει τη ζωή της.
Περιστοιχιζόμενη από ένα σύζυγο – μάνατζερ που συντηρούσε μαεστρικά την ψευδαίσθηση, άπειρους επαγγελματίες αυλοκόλακες και αμέτρητους καλλιτεχνίζοντες ευεργετηθέντες, η Φλόρενς έζησε το ψέμα τόσο έντονα και βαθιά που το μετέτρεψε σε αναντίρρητη πραγματικότητα. Εξοπλισμένη με μία αμύθητη κληρονομιά και στιγματισμένη από βαθιά τραυματικά βιώματα, η Φλόρενς έγινε ο γαλαντόμος μαικήνας των τεχνών και των γραμμάτων μιας υποτιθέμενης νεοϋορκέζικης ελίτ που δεν είχε κανένα πρόβλημα να κάνει τα στραβά μάτια με το αζημίωτο.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον πάντως από τον αβανταδόρικο ρόλο της Στριπ -που είναι όντως αστεία όταν κακαρίζει με ύφος περισπούδαστης καλλιτέχνιδος, αλλά κάπως πρόχειρα θλιμμένη στις φευγαλέες στιγμές «συνειδητοποίησης»- έχει αυτός του συζύγου της, τον οποίο ερμηνεύει ο Χιου Γκραντ. Ένας έκπτωτος, ελέω νόθου καταγωγής, Άγγλος αριστοκράτης, ένας -κατόπιν ωρίμου σκέψεως και βάσει σχεδίου- quitter ηθοποιός που θα γινόταν καλός, αλλά όχι σπουδαίος, ένας άνθρωπος που μπαλαντζάρει ανάμεσα στη μικροπρεπή ιδιοτέλεια και στην ειλικρινή ευγνωμοσύνη και στήριξη απέναντι στην προστάτιδά του.
Δυστυχώς, ο χαρακτήρας του, χωρίς να τίθεται στο περιθώριο, αφήνεται κάπως ημιτελής, εγκλωβισμένος ανάμεσα στη μικρή (ουσιαστική) έμφαση που του αποδίδεται και την αιωνίως ψυχαναγκαστική μανιέρα του χαριτωμένου αγοριού που καταδιώκει τον αδιαπραγμάτευτα συμπαθή Χιου. (Παρεμπιπτόντως, οι ρυτίδες στο πρόσωπο του Χιου Γκραντ αποδεικνύουν ότι ο χρόνος είναι όντως πανδαμάτωρ.) Ομοίως αφήνονται, όχι ακριβώς ημιτελή, αλλά τέλος πάντων κάπως προχειροδοσμένα, όλα τα πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα που εγείρονται.
Η υποκειμενική αλήθεια του πλανεμένου νου που αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή από οποιαδήποτε αντικειμενική αλήθεια της αξιολογικής παρατήρησης. Η υποκρισία ενός σάπιου και απέθαντου κυκλώματος Τέχνης, που περιλαμβάνει έμμισθους ή εθελούσιους χειροκροτητές, εξαρτώμενους δέκτες χορηγιών, κατά φαντασίαν καλλιτέχνες, κομπλεξικούς κι ανασφαλείς αγοραστές «επιπέδου» και ατελείωτες διακοσμητικές γλάστρες και αργόσχολους χασομέρηδες που δίνουν πάντα το «παρών». Η Τέχνη που, σε τελική ανάλυση, δεν οφείλει να είναι ούτε για πολλούς ούτε για τους λίγους, αλλά είναι εξ ορισμού αυτό που είναι (αν είναι κάτι) για τον καθένα από εμάς. Η ιδιόρρυθμη γοητεία που ασκεί η ολοκληρωτική αποτυχία κι ανικανότητα σε σύγκριση με τη μετριότητα και το χλιαρό ταλέντο, περίπου όπως μαγνητίζει το βλέμμα μία άσχημη εικόνα. Η λύσσα της εμμονής, η ανθεκτικότητα του πείσματος.
Ο Φρίαρς αντιμετωπίζει όλα τα παραπάνω, όπως ακριβώς φέρεται στους ήρωές του. Ντελικάτα, κομψά, καλαίσθητα, χιουμοριστικά, τρυφερά και χωρίς γλυκανάλατη μελό διάθεση. Αρνούμενος, όμως, πεισματικά να γίνει πιο σκοτεινός, να εξερευνήσει ένα μονοπάτι με αναρίθμητες διακλαδώσεις μελαγχολίας και πίκρας, να απαλλάξει τη Φλόρενς από τα στενά όρια του χαριτωμένου biopic. Η Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς απέκτησε μετά θάνατον cult θαυμαστές, ενώ οποιοδήποτε αντικείμενο σχετίζεται με την περσόνα της μοσχοπουλιέται σε πειραγμένους συλλέκτες – εθισμένους καταναλωτές Τέχνης. Αν ζούσε στο σήμερα, θα είχε από τηλεοπτική εκπομπή ώς δημόσιο αξίωμα. Και πάλι, όμως, δεν τα κατάφερε και άσχημα.