Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Παίζουν: Τομ Χανκς, Μέριλ Στριπ, Μπομπ Οντενκερκ, Αλισον Μπρι, Σάρα Πόλσον
Διάρκεια: 116′
Αν ο κινηματογράφος είναι μια υπέροχη ψευδαίσθηση, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι ένας μεγάλος «μάγος» του. Μέσα από τις τριάντα και πλέον ταινίες που φέρουν τη σκηνοθετική υπογραφή του, έχουν γεννηθεί κόσμοι και ήρωες που έχουν ταξιδέψει σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Χαρακτήρες και εικόνες που οι απανταχού κινηματογραφόφιλοι φέρουν ως ιερά τοτέμ στις ψυχές τους και συχνά ανατρέχουν σε αυτά. Με λίγα λόγια, ο Αμερικανός γενειοφόρος δημιουργός είναι ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες της ονειρικής χώρας του κινηματογράφου.
Το «The Post» είναι μία από τις πιο πολιτικές ταινίες του, καθώς αφορά ένα μεγάλο σκάνδαλο που ξέσπασε στην Αμερική του 1971 μετά τη δημοσίευση εκ μέρους των Times και στη συνέχεια της Washington Post των λεγόμενων «Pentagon Papers». Τα έγγραφα που έφεραν στο φως οι ιστορικές εφημερίδες ουσιαστικά αποδείκνυαν ότι οι τέσσερις τελευταίοι Αμερικανοί πρόεδροι και τα αντίστοιχα επιτελεία τους, ενώ γνώριζαν πως ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν μια χαμένη υπόθεση, συνέχιζαν να στέλνουν αμερικανούς στρατιώτες στο μέτωπο και να διαβεβαιώνουν τον λαό πως η νίκη ήταν κοντά. Την αρχή έκανε η εφημερίδα της Νέας Υόρκης, με τις αποκαλύψεις της να προκαλούν σάλο αλλά και την αντίδραση της κυβέρνησης Νίξον, η οποία κινήθηκε δικαστικά εναντίον της και πέτυχε την προσωρινή απαγόρευση κυκλοφορίας των δημοσιευμάτων με πρόσχημα την εθνική ασφάλεια.
Ενώ όμως η απαγόρευση ήταν σε ισχύ και εκκρεμούσε η οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, τα απόρρητα έγγραφα που έκαιγαν τις αμερικανικές κυβερνήσεις έφτασαν στα χέρια των ανθρώπων της Post, με αποτέλεσμα αυτοί να βρεθούν σε ένα γιγάντιας σημασίας δίλημμα περί του αν θα συνεχίσουν τη δουλειά των Times, καθώς η διαφαινόμενη διαμάχη με την κυβέρνηση έκρυβε σοβαρούς κινδύνους, από το οριστικό λουκέτο στην εφημερίδα μέχρι τη φυλάκιση των ηγετικών στελεχών της.
Ο Σπίλμπεργκ προσεγγίζει το θέμα από μια οπτική διαφορετική από αυτή που συνήθως υιοθετούν αντίστοιχες ταινίες. Επικεντρώνεται στην ιδιοκτήτρια της εφημερίδας και στον αρχισυντάκτη της, όχι στους μάχιμους δημοσιογράφους που ξεσκέπασαν την υπόθεση. Μεταθέτει, λοιπόν, τον ηθικό προβληματισμό της ταινίας του σε ανώτερα κλιμάκια του Τύπου, ιχνηλατώντας την αίσθηση καθήκοντος των μεγάλων παικτών της τέταρτης Εξουσίας. Μοιραία, ο αγώνας για την εξεύρεση των πηγών περνάει σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας την κυρίαρχη θέση στις διαβουλεύσεις που λαμβάνουν χώρα εντός των τειχών της εφημερίδας.
Αρχικά, πρέπει να ειπωθεί πως η ταινία αργεί να μπει στο κυρίως θέμα. Διαθέτει μια εκτενή και υπέροχα σκηνοθετημένη εισαγωγή και για περίπου τριάντα λεπτά προτεραιότητα έχουν οι χαρακτήρες και όχι η δράση. Στη συνέχεια, όμως, το μεγαλείο του δημιουργού της κάνει αισθητή την παρουσία του. Διαθέτοντας ένα πολύπλευρο σενάριο, ο Σπίλμπεργκ συνδυάζει άψογα την αγωνία με την ψυχογραφική αφήγηση και φροντίζει να αναπαραστήσει γοητευτικά την εποχή, χωρίς ποτέ να εμμένει σε αυτό. Έχει στο νου του όλες τις σημαντικές ταινίες του είδους, αποτίνοντας τον αναγκαίο φόρο τιμής στον Άλαν Πάκουλα και το θρυλικό πια «All the President’s Men», χωρίς ποτέ να το αντιγράφει. Παραθέτει ένα δημιούργημα παλαιάς κοπής ως προς τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά, αλλά και με μια σειρά από καινοτομίες στη σύλληψη των χαρακτήρων, ευρηματική σκηνοθετική προσέγγιση τόσο στους κλειστούς όσο και στους ανοιχτούς χώρους και έναν χαρακτηριστικό ρυθμό που εντείνει την αγωνία δίχως υπερβολές. Το «The Post» είναι ένα γνήσιο τέκνο της διάνοιας του δημιουργού του, όχι ξαναζεσταμένο φαγητό που πλασάρεται για φρέσκο, παρά το φαινομενικά τετριμμένο της θεματολογίας του.
Η βασική πρωταγωνίστρια του φιλμ είναι η Κέι Γκράχαμ, η ιδιοκτήτρια της εφημερίδας. Μία γυναίκα που ποτέ δεν προοριζόταν να μπει σφήνα σ’ αυτό το ανδροκρατούμενο λόμπι και κληρονόμησε την εφημερίδα ως οικογενειακή επιχείρηση. Μάλιστα, ο πατέρας της και παλαιός ιδιοκτήτης, είχε επιλέξει το σύζυγό της για διάδοχο, και μόνο μετά την αυτοκτονία του τελευταίου η εφημερίδα πέρασε στα χέρια της. Αντιμετωπίζει την δυσπιστία του επιτελείου που την περιβάλλει και παλεύει να διαχειριστεί μια εξαιρετικά πιεστική συνθήκη, με τους επενδυτές τραπεζίτες να δυσφορούν για την περιορισμένη κερδοφορία και να απειλούν με αποχώρηση.
Δίπλα της στέκει ο Μπεν Μπράντλι, περιβόητος δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της Washington Post. Δυναμικός και ορμητικός, ένα σωστό λαγωνικό του χώρου, μαραζώνει στη σκέψη ότι η εφημερίδα δε βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων και αποτελεί έντυπο δεύτερης διαλογής στην αμερικανική πραγματικότητα. Αποζητά με μανία τη διάκριση, διαρκώς έτοιμος να ταράξει τα νερά της ειδησεογραφίας. Παράλληλα όμως, είναι και ο μόνος άνθρωπος του περιβάλλοντος που έρχεται σε καθημερινή τριβή με την Κέι και πραγματικά την αντιμετωπίζει με σεβασμό.
Όταν έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα των απόρρητων εγγράφων, το δίλημμα σχετικά με τη δημοσίευσή τους βρίσκει τους δύο ήρωες να εκκινούν από διαφορετική ηθική αφετηρία. Ο αρχισυντάκτης Μπεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει τα πάντα για να φέρει στο φως τα ευρήματα, εν μέρει από αίσθηση καθήκοντος αλλά και ορμώμενος από τη μεγαλομανία του. Η ιδιοκτήτρια Κέι, στην οποία εναπόκειται και η τελική απόφαση, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της και το περιβάλλον της ότι δύναται να υπηρετήσει με επιτυχία το ιερό καθήκον που της έχει ανατεθεί. Αναζητά τα ψυχικά αποθέματά της, κοντοστέκεται μπροστά στην τελική εκλογή και επιλέγει να δώσει την εντολή δημοσίευσης επειδή αυτό νοηματοδοτεί την παρουσία της στο χώρο του Τύπου και κατ’ επέκταση στην ίδια την κοινωνία. Κατά τον σκηνοθέτη, μετά από αυτήν την απόφαση, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, η Κέι έχει θριαμβεύσει έναντι όλων εκείνων που την ήθελαν υποτελή και την παρέτρεπαν εμμέσως πλην σαφώς να πάψει να ασχολείται με μια «αντρική» δουλειά, βγάζοντας στην επιφάνεια τις δικές τους μικρότητες και τη δική τους αναίσχυντη ανεπάρκεια. Αυτή είναι και η σπουδαία φεμινιστική όψη της ταινίας.
Επιπλέον, ο Σπίλμπεργκ καλεί τον αμερικανικό λαό σε μια οριστική ενηλικίωση. Εκφράζει με πάθος την άποψη πως η εποχή της κυβερνητικής ασυδοσίας πρέπει να λάβει τέλος. Ανατρέχει στο 1971, αλλά τα μάτια του είναι στραμμένα στη σημερινή εποχή. Βάζει στο στόχαστρο τον Νίξον, αλλά κατ’ ουσίαν κάθε κατάχρηση του προεδρικού αξιώματος. Δημιουργεί ένα φιλμ πρότυπο για το αντί-Τραμπ κίνημα του Χόλιγουντ σε μια περίοδο που οι σχέσεις του πλανητάρχη με τον Τύπο είναι εξαιρετικά τεταμένες. Σε αντίθεση όμως με την ευρείας κυκλοφορίας φιλολογία, δεν εστιάζει στο γκροτέσκο και φαιδρό του χαρακτήρα του, αλλά στους αληθινούς κινδύνους που αυτός σηματοδοτεί για το πολίτευμα. Κάνει λόγο για μια από τις πιο ντροπιαστικές σελίδες της αμερικανικής ιστορίας, τον πόλεμο του Βιετνάμ και ειδικότερα τη διαχείριση του θέματος στο εσωτερικό των ΗΠΑ, θέλοντας να καταδείξει ότι κάτι εξίσου χυδαίο λαμβάνει χώρα και αυτή την εποχή με πρόεδρο των Τραμπ.
Παράλληλα, η ταινία λειτουργεί και σαν υπενθύμιση μερικών κλασικών απόψεων των αστικών φιλελεύθερων καθεστώτων περί δημοσιογραφίας. Ο Τύπος είναι ο σπουδαιότερος ελεγκτικός μηχανισμός της εξουσίας, πυλώνας της δημοκρατίας και θεμελιώδης παράγοντας του κράτους δικαίου. Αυτός είναι και ο λόγος που ανάγεται σε Τέταρτη λειτουργία του πολιτεύματος, που όπως και οι προηγούμενες τρεις πηγάζει από τον λαό και ασκείται υπέρ αυτού. Μία φράση που εκστομίζει, άλλωστε, η Κέι συμπυκνώνει εύστοχα την ιστορική ευθύνη του Τύπου απέναντι στην κοινωνία, όπως την αντιλαμβάνεται ο σκηνοθέτης: “The news is the first rough draft of history”. Είναι σαφές λοιπόν ότι η τοποθέτησή του δημιουργού ως προς το χαρακτήρα της δημοσιογραφίας στο σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα είναι περισσότερο δεοντολογικού χαρακτήρα, όπως είναι άλλωστε και η περιορισμένη αναφορά του στον ρόλο της Δικαιοσύνης.
Στους κεντρικούς ρόλους, ο Σπίλμπεργκ δεν διαθέτει απλώς δύο εξαίσιους ηθοποιούς, αλλά τις δύο ιερότερες φιγούρες του σημερινού αμερικανικού σινεμά. Αν αναλογιστεί κανείς και το δικό του διαμέτρημα, αντιλαμβάνεται πρόκειται για μια σύμπραξη γιγάντων. Η Μέριλ Στριπ κινείται στα αναμενόμενα επίπεδα και είναι ικανοποιητική, πλην όμως εμφανίζει κάποιες υποψίες μανιέρας. Ο Τομ Χανκς, από την άλλη, παραδίδει μια άψογη με όλη τη σημασία της λέξης ερμηνεία, σ’ έναν χαρακτήρα που κινείται εκτός των συνηθισμένων του ορίων, αυτών δηλαδή της συμπαθούς φιγούρας, καθώς είναι απαιτητικός και συχνά απότομος. Παράλληλα, υπάρχει και ένα δωράκι για τους φανατικούς οπαδούς του, καθώς ο μεγάλος δημιουργός κλείνει έξυπνα σε μερικές σκηνές το μάτι σε μερικούς από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους της καριέρας του Χανκς. Πάντως, και το συμπληρωματικό καστ επιτελεί τον σκοπό του, καθώς ο Σπίλμπεργκ, επιμένοντας στην λεπτομέρεια, κατάφερε να οδηγήσει το ερμηνευτικό σύνολο μακριά από την παγίδα του διαδικαστικού και άνευρου χαρακτήρα που καιροφυλακτούσε.
Το επίπεδο της παραγωγής, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι εξαιρετικά υψηλό. Θαρρεί κανείς πως όλοι οι συντελεστές απέδωσαν τα μέγιστα για να επιτευχθεί ένα σαγηνευτικό αποτέλεσμα. Η φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι, το μοντάζ των Μάικλ Καν και Σάρα Μπροσάρ και κυρίως η σπουδαία μουσική του ζωντανού θρύλου Τζον Γουίλιαμς στέκονται ιδανικοί αρωγοί του σκηνοθέτη και εισφέρουν τα μέγιστα στο συνολικό αποτέλεσμα, δημιουργώντας ένα σπάνιο αίσθημα πληρότητας στο θεατή.
Η συγκεκριμένη ταινία φέρει περήφανα το προσωπικό στίγμα του δημιουργού της. Αποτελεί ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό επίτευγμα που αριστεύει σε πλείστους τομείς και θυμίζει ότι ο 71χρονος Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι ακόμη παρών και δεν αρκείται στο ιστορικό βάρος του ονόματός του για την αμερικανική κινηματογραφική ιστορία. Τέλος, αποτελεί και ένα ξεκάθαρο μήνυμά του στην αμερικανική εξουσία, όπως νοείται εν στενή εννοία: Τα εν Λευκώ Οίκω οφείλουν να τίθενται, a priori και εκ προορισμού, εν δήμω.