Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλβέβ
Παίζουν: Έιμι Άνταμς, Τζέρεμι Ρένερ, Φόρεστ Γουιτάκερ
Διάρκεια: 116’
Ο 51χρονος Καναδός (από τη γαλλόφωνη επαρχία του Κεμπέκ) σκηνοθέτης Ντενί Βιλνέβ εκ πρώτης όψεως εμφανίζει μία έλλειψη ομοιομορφίας στη φιλμογραφία του, τουλάχιστον ως προς τα θεματικά του μοτίβα. Με μία δεύτερη, όμως, και προσεκτικότερη ματιά, διαπιστώνει κανείς ότι διατηρεί αναλλοίωτη μία βασική σταθερά. Την οποία ενδύει μεν με διαφορετικό περίβλημα κάθε φορά, αλλά αναπαράγει με υποδειγματική πειθαρχία. Αυτή της αέναης αναμέτρησης του ατόμου με τον ίδιο του τον εαυτό. Της αναδίπλωσης κάθε εσωτερικής βεβαιότητας, η οποία πασχίζει να επιτεθεί απέναντι στο κέλυφος που την συντηρεί και την προστατεύει.
Αυτή η επαναλαμβανόμενο σταθερά μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές: α) μίας διακλαδωμένης οιδιπόδειας κατάρας (Incendies, 2011), β) ενός μοιραίου εγκλωβισμού στην εμμονή της ασφάλειας και του καταφυγίου (Prisoners, 2013), γ) μιας σαρκοβόρου διπλοτυπίας, όπου ο χρόνος θαρρείς και διπλώνεται, πέφτοντας στα δύσμοιρα ανθρώπινα κεφάλια (Enemy, 2014), δ) ενός τούνελ διαφυγής που καταλήγει ακόμη πιο βαθιά στη ρίζα του Κακού (Sicario, 2015), ε) μιας οδυνηρής παραδοχής που συνειδητοποιεί με τρόμο ότι οι μηχανές διαθέτουν περισσότερο ανθρωπιά από τον ίδιο τον άνθρωπο (Blade Runner 2049). Όπως και να έχει, πάντως, ο Βιλνέβ καταθέτει, με κάθε ευκαιρία, ντελικάτα -και πέρα για πέρα «γήινα»- διαπιστευτήρια επιστημονικής φαντασίας.
Το On the Nature of Daylight του Μαξ Ρίχτερ, που κατακλύζει την οθόνη από την πρώτη στιγμή, είναι κάτι περισσότερο από μία μυσταγωγική εισαγωγή. Είναι μία διακήρυξη εσωτερίκευσης κάθε ερωτήματος που ετοιμάζεται να διατυπωθεί. Μετά από ένα intro οικείας και ονειρώδους τρυφερότητας, η αναγγελία μίας εξωγήινης Άφιξης. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για εισβολή, δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για εξερεύνηση, δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για φιλική επίσκεψη. Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, ευθύς εξαρχής, λοιπόν, για το Arrival. Δεν έχουμε ανάγκη από κανένα βομβαρδισμό εικόνων για να αποδοθεί το αίσθημα της απειλής και του ανοίκειου. Ένα αδέξιο τρακάρισμα μεταξύ δύο αυτοκινήτων τα έχει ήδη πει όλα.
Κάθε αξιομνημόνευτη στιγμή στην ιστορία των alien movies πατά αρχικά με δέος, και με τα δύο πόδια, στην αρχετυπική φοβία αυτού που υπάρχει «κάπου εκεί έξω» και δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Και καταλήγει να υψώνει με ικεσία, και τα δυο χέρια, προς αυτό που υπάρχει «βαθιά εδώ μέσα» και δεν πρόκειται ποτέ να εμφανιστεί. Η εξωγήινη έλευση στο Arrival δεν είναι ένας σταθμός αφετηρίας, αλλά τερματισμού. Είναι η αγωνιώδης αναζήτηση εύρεσης ενός πομπού για ένα μήνυμα που έχει ήδη σταλεί. Είναι η καταβύθιση σε ένα τούνελ (με το score του Γιόχαν Γιόχανσον να πυκνώνει τον δαίδαλο σε κάθε βήμα), όπου το πάνω και το κάτω έχουν καταργηθεί και το ταξίδι είναι αυστηρά εσωτερικής φύσης.
Ο Βιλνέβ δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους πάντες, μαζί και τον ίδιο του τον εαυτό, με το θάμβος των εικόνων του (βλέπε Interstellar). Μήτε επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει σε χειροπιαστή μορφή το μυστήριο στο οποίο τσαλαβουτά και το οποίο -εξ ορισμού- μας υπερβαίνει όλους (βλέπε και πάλι Interstellar). Αυτή η ιστορία εξωγήινων είναι η αιωνίως ανακυκλούμενη ιστορία του καθετί γήινου. Γεμάτη υπαινικτικό, χαμηλόφωνο, αλλά τόσο επιτυχημένα κλιμακούμενο, σασπένς. Διάσπαρτη από ένα κομψό ορθολογισμό που προστρέχει στο συναίσθημα, όποτε έχει ανάγκη από κάποιο άλμα πίστης. Με συνεχή αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου και συμπύκνωση νοημάτων. Μία -έστω ψευδής- παραβολή αποτυπώνει όλη την αλήθεια.
Η ανθρώπινη άγνοια είναι μία έννοια τόσο ισοπεδωτική, τόσο εκφοβιστική, που μπορεί να μετατραπεί σε καθιερωμένη νόρμα. Το ανθρώπινο είδος φοβάται στα εσώψυχά του την απειλή του ξένου και του νιόφερτου, ακριβώς επειδή τρέμει στην ιδέα ότι αυτό το ξένο και νιόφερτο θα συμπεριφερθεί ακριβώς όπως ο άνθρωπος. Ότι θα αποδειχθεί έτοιμο να ξεπαστρέψει ό,τι είναι συγκυριακά πιο αδύναμο. Ότι θα είναι πρόθυμο να διαλέξει πάντα την αρνητικότερη εκδοχή, ότι θα επιτεθεί προληπτικά υπό τον φόβο ότι θα του επιτεθούν. Ότι θα εφαρμόσει την αυτοδίκαιη επιβολή του νόμου του ισχυρότερου. Ότι θα είναι μονίμως φορτωμένο με όπλα αντί για δώρα.
Η υπέροχη Έιμι Άνταμς εκπέμπει από την πρώτη κιόλας στιγμή μία θρησκευτική προσήλωση, που ταιριάζει γάντι με τη μεσσιανική αποστολή που της έχει ανατεθεί σχεδόν ερήμην της. Είναι ο φορέας όχι ακριβώς της Γλώσσας, αλλά της συναίσθησης της Γλώσσας, της κατανόησης του μεγαλείου της. Είναι η εκλεκτή που θα αγγίξει το πιο ισχυρό όπλο από καταβολής κόσμου. Τον θεμέλιο λίθο, αλλά και την κορυφή της πυραμίδας των πάντων. Είναι μία ιερή προφήτισσα, είναι και μία δοκιμαζόμενη θηλυκή εκδοχή του Αβραάμ. Που θα επιλέξει την κυοφορία και τη ζωή, που αυτομάτως συνεπάγεται τη θυσία.
Δεν είναι απλώς αυτή που θα εξηγήσει τον χρησμό, αλλά αυτή που θα τον διατυπώσει στη σωστή του διάσταση. Με την πρέπουσα διάρθρωση, με την άρτια δομή. Με το βλέμμα στραμμένο στη σωστή κατεύθυνση, στον πραγματικό ερωτηθέντα. Η ενατένιση του παρελθόντος ως μέλλοντος, της ανάμνησης ως ονειροπόλησης, του χρόνου που κυλά ως μίας δίνης που άλλοτε σε φέρνει στον αφρό κι άλλοτε στον πάτο, δεν είναι θέμα ερμηνείας. Είναι θέμα αποδοχής και εναγκαλισμού. Του πόνου και της αγάπης, της ζωής και του θανάτου.