Έστω ότι ο κόσμος που ζεις είναι ένα μονότονο σύνολο στο οποίο οι άνθρωποι μοιάζουν τρομακτικά ο ένας στον άλλον, αφήνοντας εσένα εκτός της δικής τους πραγματικότητας. Έστω ότι η ψευδεπίγραφη λειτουργικότητά του, που του επιτρέπει να κρύβει τις πληγές του πίσω από τον εξοβελισμό οποιουδήποτε πηγαίου και ειλικρινούς ενθουσιασμού, σου μοιάζει ακατανόητη και απάνθρωπη. Αν σε αυτό το πλαίσιο καταφέρνεις απλώς να επιβιώσεις παρά τον πόνο και τη δυσαρέσκεια που έχει φωλιάσει στην ψυχή σου, τολμάς να το διαταράξεις; Αυτό το ερώτημα θέτει με συνταρακτική αμεσότητα ο Τσάρλι Κάουφμαν στον θεατή. Η Anomalisa είναι μια ταινία που μετράει τις δυνάμεις της ψυχής απέναντι στην αδράνεια και, παρότι δεν τις βρίσκει αρκετές, τείνει το τρυφερό της χέρι προς όλα τα εγγενώς αδύναμα όντα που καλούνται άνθρωποι.
Ο μεσήλικας Μάικλ Στόουν διαμένει για ένα βράδυ στο ξενοδοχείο Φρεγκόλι του βροχερού Οχάιο. Βρίσκεται εκεί για να παραδώσει μια διάλεξη με θέμα την βελτίωση των επικοινωνιακών ικανοτήτων των πωλητών. Ειδήμων στο θέμα, καθώς έχει συγγράψει υπερεπιτυχημένα σχετικά έργα, ο μοναχικός ταξιδιώτης μιλάει κατ’ ουσίαν για την ανθρώπινη σχέση στην πιο εμπορευματοποιημένη της μορφή, αυτή του πελάτη και του πωλητή, ενώ παράλληλα μοιάζει πλήρως αδύναμος να συνάψει οποιουδήποτε άλλου είδους σχέση. Διακρίνοντας ότι το επίπεδο όλων των σχέσεων δε διαφέρει από αυτό της εμπορικά ενδιαφέρουσας επικοινωνίας, ο Μάικλ πλέει στο πέλαγος της μοναξιάς του και αισθάνεται ότι οι άνθρωποι ζητούν από αυτόν το ίδιο πράγμα. Τον επαινούν για τις γνώσεις του και δεν επιχειρούν ποτέ να κοιτάξουν τι υπάρχει στην ψυχή του, καθώς ενδιαφέρονται μόνο να ικανοποιήσουν τη δική τους ματαιοδοξία· όχι πως ο ίδιος διαφέρει ή λογαριάζει εαυτόν εκτός του νοσηρού συνόλου που αντιλαμβάνεται.
Η μόνη διαφορά του Μάικλ από όλους τους υπόλοιπους, άνδρες και γυναίκες, γνωστούς και αγνώστους, είναι ότι όλοι πλην αυτού έχουν την ίδια φωνή. Όταν αυτή η τρομακτική διφωνία που αποτελεί το θλιβερό ηχητικό περιβάλλον του διαταράσσεται από την παρουσία της Λίσα, μιας αδέξιας νέας θαυμάστριάς του που διαθέτει μια τρίτη, ξεχωριστή φωνή, ο Μάικλ έρχεται για πρώτη φορά σε θέση να σπάσει τη μονοτονία της πραγματικότητας και αυτό που έμοιαζε με ένα ακόμα one night stand με μία θαυμάστρια γίνεται ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και αναζήτησης της ψυχικής ισορροπίας. Ο Μάικλ καλείται εξαιτίας της Λίσα να κοιτάξει κατάματα την ζοφερή του ασφάλεια και να εξετάσει αν δύναται πια να τη εγκαταλείψει, παρότι τον στοιχειώνει και του προκαλεί μια συνεχή αίσθηση οδυνηρής ανεπάρκειας.
«Fregoli delusion» είναι ένα σπάνιο σύνδρομο κατά το οποίο ο πάσχων πιστεύει ότι διαφορετικοί άνθρωποι είναι το ίδιο άτομο, όχι ως προς τη μορφή αλλά ως προς τα ψυχικά χαρακτηριστικά, αδυνατεί δηλαδή να διακρίνει προσωπικότητες. Το σύνδρομο αυτό μπορεί να είναι σπάνιο ως προς τις ψυχιατρικές διαγνώσεις, κατά τον Κάουφμαν όμως είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής. Στο σύμπαν της Anomalisa όλοι έχουν την ίδια φωνή –αυτήν του θεσπέσιου Τομ Νούναν– και κατ’ επέκταση την ίδια προσωπικότητα. Μπορεί άραγε κανείς να προσδιορίσει εαυτόν όταν όλοι γύρω του είναι το ίδιο άτομο; Το αρχαιοελληνικής καταβολής ζητούμενο του γνώθι σαυτόν μοιάζει απρόσιτο, αφού η έλξη της τυποποίησης φαντάζει ανυπέρβλητη, παρά το κόστος που επιφέρει. Η μόνη άμυνα που διαθέτει κανείς απέναντι στην εξαντλητική ομοιογένεια του κόσμου του είναι η ανωμαλία, αφού μόνο ως τέτοια μπορεί να εκληφθεί μια φωνή που διαφέρει από το σύνολο και το μόνο που αναζητά είναι άλλη μια διαφορετική φωνή. Η Λίσα είναι η μόνη που μπορεί να τραγουδήσει και όταν ο Μάικλ της ζητά να το κάνει, αυτή επιλέγει το Girls Just Wanna Have Fun, μετατρέποντας έναν feelgood ύμνο των 80s σε σπαρακτική a capella δήλωση του Κάουφμαν προς τη σημερινή κοινωνία που χάριν της ομαλότητας απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από οποιοδήποτε πάθος και κάθε μορφής έξαψη.
«Look for what is special about each individual, focus on that». Η φράση αυτή αποτελεί μια οδηγία του σπεσιαλίστα των επικοινωνιακών σχέσεων Μάικλ προς τους επίδοξους πωλητές και ταυτόχρονα έναν σκοπό ζωής που ο ίδιος δε μπορεί να υπηρετήσει. Η παρουσία της Λίσα απειλεί με σαρωτικές αλλαγές τη ζωή του καθώς του προκαλεί την ανάγκη να ανατρέψει τα πάντα για να ακολουθήσει αυτή τη φωνή που ξεχωρίζει σαν γλυκιά μελωδία μέσα στο άμουσο πλήθος. Ο ίδιος όμως δεν είναι ο ήρωας που θα ήθελε, παρά μόνο μια τραγική ύπαρξη, τρομαγμένη μέχρι το τελευταίο σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής του. Περισσότερο από το θλιβερό του παρόν, φοβάται την ελευθερία. Όσο και αν αναζητά την τόλμη που απαιτεί η διαφυγή του μέσω της Λίσα, δεν μπορεί να τη βρει και έτσι βυθίζεται στην αδράνεια. Για τον Μάικλ, όσο επίπονη και αν είναι η ζωή, είναι ακόμα πιο επίπονη η απόπειρα αλλαγής της πραγματικότητας. Είναι ένας άνθρωπος που προδίδει τον εαυτό του και θυσιάζει την ελευθερία του στον πανίσχυρο βωμό του φόβου.
Το μεγαλείο του Κάουφμαν όμως φανερώνεται στον τρόπο με τον μεταχειρίζεται τον χαρακτήρα του. Ενώ θα μπορούσε να τον λιθοβολήσει για τη φοβική του επιλογή και να τον καταδικάσει σε αιώνια μιζέρια, αντιλαμβάνεται ότι ο αγώνας του είναι εσωτερικός και του χαρίζει μια υπερβατική αγκαλιά. Ναι, ο Μάικλ ηττήθηκε, αλλά σ’ έναν αγώνα άνισο, στον οποίο πόσοι από εμάς θα έβγαιναν νικητές; Ακόμα και αν δεν αναζητήσει ποτέ την ελευθερία του, ακόμα και αν φοβάται μέχρι την τελευταία του ανάσα, ο Μάικλ είχε την ευκαιρία να αποδράσει από τη φυλακή του και για ένα βράδυ το έκανε. Η ιστορία που αφηγείται ο Κάουφμαν είναι η απόδειξη ότι το σκοτάδι της σημερινής πραγματικότητας, που προκρίνει τόσο έντονα την ομογενοποίηση, δεν είναι ανίκητο.
Η Anomalisa είναι ένα εκπληκτικά φτιαγμένο stop-motion animation, με φιγούρες που είναι πιο εκφραστικές από τα περισσότερα πραγματικά πρόσωπα του αμερικανικού σινεμά. Οι φωνητικές ερμηνείες των Ντέιβιντ Θιούλις και Τζένιφερ Τζέισον Λι είναι τόσο μεστές που οι φράσεις τους ηχούν στο μυαλό για πολύ καιρό μετά τη θέαση της ταινίας. Επίσης, είναι ένα από τα πιο περιεκτικά υπαρξιακά ταξίδια που έχει προσφέρει η έβδομη τέχνη τα τελευταία χρόνια. Πέρα από αυτά όμως, είναι μια ταινία η οποία μπορεί να μεταβάλει την κοσμοθεωρία μιας μερίδας θεατών, όπως άλλωστε ήταν και η Συνεκδοχή. Ο Κάουφμαν, επενδύοντας σε πιο απλά μέσα από ποτέ, γονατίζει μπροστά στην ανθρώπινη αδυναμία και την αποδέχεται ως έχει, γιατί γνωρίζει ότι ο μόνος τρόπος να την υπερβεί είναι να αποφύγει τη δαιμονοποίηση. Στον δικό του κινηματογραφικό κόσμο, η υπόκλιση μπροστά στον αδύναμο, φοβισμένο άνθρωπο δεν είναι δείγμα δειλίας, αλλά τρυφερότητας. Στην Anomalisa, η αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν παρουσιάζεται σαν ένας βροχερός ουρανός, από τον οποίο δεν κρύβει ούτε ένα μαύρο σύννεφο, δεν αρνείται όμως να δει και εκείνη την αχτίδα που χαράσσει με κάποιον μαγικό τρόπο τη διαδρομή της προς τη γη.