Στην περίπτωση που ξεμείνεις καλοκαίρι στην άδεια πόλη, το καλύτερο που μπορεί να σου τύχει είναι να σου προτείνουν κάποια αξιόλογη τηλεοπτική σειρά με τουλάχιστον μια ολοκληρωμένη σεζόν και ευτυχώς στην αμερικάνικη τηλεόραση, υπάρχουν πλέον αρκετές. Πρόσφατα όμως, άρχισε να μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι και η ευρωπαϊκή τηλεόραση (προφανώς με την απαραίτητη χρονοκαθυστέρηση από τους Έλληνες, καθώς όταν εμείς φτιάχναμε «Απαράδεκτους» και «Της Ελλάδος τα παιδιά», αυτοί έκαναν θέατρο ακόμη).
Η αλήθεια πάντως είναι ότι εν μέσω μιας γενικότερης άνθισης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις τηλεοπτικές σειρές, αρχίζει να δίνεται μεγάλη έμφαση και στον τομέα της μουσικής επένδυσης, πέρα από το theme των τίτλων αρχής.
Στις αμερικάνικες σειρές συνηθίζουν κυρίως να χρησιμοποιούν -με μαεστρικό τρόπο- κομμάτια από διάφορες indie μπάντες, με αποτέλεσμα μάλιστα, πολλές φορές να εκτινάσσονται καριέρες. Στην Ευρώπη, όπου είμαστε και λιγάκι πιο μερακλήδες, ξεκίνησαν να καλούν αναγνωρισμένους καλλιτέχνες για να γράψουν μουσική για στη σειρά, όπως έγινε στην περίπτωση που θα δούμε ευθύς αμέσως, αλλά και στο «Βroadchurch» του ΒΒC, με τον Ισλανδό Οlafur Αrnalds (γιατί Ισλανδία δεν είναι μόνο οι Sigur Ros, βλ. «Ιceland beyond Sigur Ros»).
Η γαλλική σειρά «Les Revenants» (παραγωγή του Canal+) έχει προκύψει ως ιδέα από την ομότιτλη ταινία του 2004, του Robin Campillo. O συγκεκριμένος κύριος είναι μόνιμος σεναριογράφος του σκηνοθέτη Laurent Cantet, κυρίως γνωστού για το «L’emploi du temps» («Ελεύθερος ωραρίου») του 2001. Όπως λοιπόν και στην ταινία, σε μία μικρή πόλη της γαλλικής επαρχίας -η οποία παραπέμπει αρκετά σε Twin Peaks- αρχίζουν να επιστρέφουν διάφοροι κάτοικοι, οι οποίοι ήταν ή εν πάση περιπτώσει θεωρούνταν εύλογα νεκροί.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι οι νεκροί δεν επιστρέφουν ούτε ως σαρκοβόρα ζόμπι ούτε ως γοητευτικά μεν, αιμοσταγή δε, βαμπίρ. Σε αυτή την περίπτωση, η απόκριση θα ήταν απλή: σφαίρες γαλβανισμένες και σημαδεύουμε στο δόξα πατρί. Τι γίνεται όμως αν οι νεκροί επιστρέφουν σα να μην τρέχει κάστανο, χωρίς καν να αντιλαμβάνονται το γεγονός ότι τα είχαν τινάξει και το μόνο που θέλουν είναι απλώς να συνεχίσουν τη ζωή τους; Γιατί επέστρεψαν; Αυτή η ανησυχία αφήνει τους περισσότερους από τους ζωντανούς κατοίκους της πόλης μετέωρους μπροστά στην υφέρπουσα απειλή του άγνωστου, του ανεξήγητου, αυτού που αποτελεί τον αρχέτυπο φόβο του κάθε ανθρώπου (και σίγουρα πολύ πιο τρομακτικού από τα καθαυτά ζόμπι).
Η μουσική των Mogwai, πάντα φορτισμένη και κατά κόρον ορχηστρική, συγκινεί χωρίς να εκβιάζει, κάτι που την καθιστά ταμάμ για να ντύνει μουσικά εικόνες, όπως έχει ήδη αποδειχτεί περίτρανα στα κινηματογραφικά «Zidane: A 21st Century Portrait» και «The Fountain», του 2006.
Οι -ιδιαίτερα αγαπητοί στη χώρα μας- Σκοτσέζοι στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέλαβαν να γράψουν τη μουσική πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, βασιζόμενοι μόνο σε μια περίληψη της υπόθεσης και κάποιες γενικές υποδείξεις των δημιουργών της σειράς. Αλήθεια είναι ότι η δουλειά τους όμως έρχεται σε απόλυτη αρμονία με τη σειρά. Οι περισσότεροι που έχουν ακούσει στο παρελθόν δίσκους των Mogwai περιμένουν σε κάθε κομμάτι τη στιγμή που θα έρθει η βραδυφλεγής υπερηχητική έκρηξη , ενώ ακόμη κι αυτοί που πιθανώς τους ακούν για πρώτη φορά, την υποψιάζονται. Η απειλή όμως δεν αποκαλύπτεται, αλλά συνεχώς υπαινίσσεται. Μια διαρκής ελεγχόμενα συγκρατημένη ένταση, η οποία γιγαντώνει μέσα μας ένα αίσθημα ανεκπλήρωτου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πρωταγωνιστές της σειράς… ζωντανούς και νεκρούς!
Όλα τα κομμάτια του δίσκου λοιπόν αιωρούνται γύρω απ τα αυτιά μας σα σκοτεινιασμένα σύννεφα που δε λένε να στραγγίξουν τις σταγόνες τους και ταλαντεύονται ανάμεσα σε ένα αίσθημα θλίψης και ανασφάλειας. Ακόμη και στις στιγμές που υπάρχει κάποια αποσυμπίεση, όπως στο «Wizard Motor» που κλείνει το δίσκο, οι Mogwai ελέγχουν προσεκτικά τη στρόφιγγα. Υπάρχουν επίσης και τα κομμάτια που θυμίζουν τη γλυκιά ηρεμία πριν την καταιγίδα, όπως το «Whisky Time» ή το «Special N», ενώ τα ξυλόφωνα που ακούγονται στο εναρκτήριο «Hungry Face» καταλήγουν εθιστικά. Η έκπληξη του δίσκου είναι ένα απ τα ελάχιστα κομμάτια στη δισκογραφία των Mogwai με φωνητικά, μία καταπληκτική διασκευή ενός gospel κομματιού του Washington Phillips με τίτλο «What are they doing in Heaven today» που ομολογουμένως είναι λίγο ξεκάρφωτη σε σχέση με τον υπόλοιπο δίσκο, αλλά παράλληλα νιώθεις ότι δε θα μπορούσε να λείπει κιόλας.
Πολλοί κατηγορούν το -ξεπερασμένο μάλλον- post rock ότι ακόμη και τα απρόβλεπτα ξεσπάσματα στη δομή των κομματιών του έχουν καταντήσει προβλεπόμενα και ολίγον βαρετά. Οι Μogwai αφαιρώντας λοιπόν κάτι απρόβλεπτο καταλήγουν να είναι όντως απρόβλεπτοι και καταφέρνουν να μας χαρίσουν έναν πολύ όμορφο post rock δισκο. Λέτε να επιστρέψει και το post rock σαν τους Revenants της σειράς;