Ακόμα και αν οι Χρυσές Σφαίρες δεν είναι προάγγελος των Όσκαρ, η ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων σηματοδοτεί την απολύτως επίσημη έναρξη της περιόδου των βραβείων, τη στιγμή εκείνη δηλαδή που ο κινηματογραφόφιλος ξέρει ότι εκκινεί η οσκαρική κούρσα, παράλληλα πάντα με τη δική του: οι καλύτερες ταινίες της χρονιάς θα έρθουν όλες μαζί μέσα σε ενάμιση μήνα και αυτός αρχίζει βίαια αποταμίευση, αποχαιρετά τους μη σινεφίλ φίλους του και τους δηλώνει ότι θα εμφανιστεί ξανά την τελευταία βδομάδα του Φεβρουαρίου. Όσο και αν μεγαλώνοντας κατανοεί κανείς ότι η ποιότητα ενός φιλμ και τα βραβεία που έλαβε έχουν όση σχέση έχει η πένα των αδερφών Κοέν με το μουστάκι του Πασχάλη Τσαρούχα, η οσκαρολογία έχει περάσει πια στο DNA του. Η εξέλιξη του οσκαροϊού είναι γνωστή: Αρχικά, βλέπεις σίγουρα την (βραβευμένη ως) καλύτερη ταινία. Έπειτα, βλέπεις πέντε ή έξι εκ των υποψηφίων και συμφωνείς με την ακαδημία. Μετά, αρχίζεις να αμφισβητείς την αυθεντία και τέλος, έχεις περάσει στη σκοτεινή πλευρά: ζεις και αναπνέεις για να εντοπίσεις τι ξέχασε ή τι σνόμπαρε. Και ύστερα από όλα αυτά αντιλαμβάνεσαι ότι για άλλη μια χρονιά ασχολείσαι με τα βραβεία.
Επειδή ως CineDogs αγκαλιάζουμε την εγγενή αδυναμία και αντιλαμβανόμαστε τη ματαιότητα της αντίστασης, εκφράζουμε τα μεγαλύτερα παράπονα μας για τις ελλείψεις στις φετινές Χρυσές Σφαίρες, ως πρόβα τζενεράλε για τα αγαλματάκια του Φεβρουαρίου.
1) Best motion picture – drama: Ex Machina
Αυτή η στάση των θεσμών να αγνοούν επιδεικτικά το sci-fi που δεν έχει να κάνει με διάστημα καθίσταται πλέον κωμική. Η εξαιρετική ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ θα φέρει την σνομπιστική παράλειψη της από τις υποψηφιότητες ως παράσημο. Οι αμερικανικοί θεσμοί περισσότερο την αξιοπιστία τους βλάπτουν παρά τις ταινίες που αφήνουν απ’ έξω, καθώς δε θα έλεγε κανείς ότι ο χαρακτήρας του Ex Machina ήταν εκτός πνεύματος χρυσών σφαιρών. Απλά δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος να βραβευτεί∙ ούτε για ρατσισμό μιλάει (σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον), ούτε αληθινή ιστορία είναι. Ακόμα. Η απόπειρα να ξεμπερδέψουν με την υποψηφιότητα της Alicia Vikander στο Β’ Γυναικείο ρόλο είναι θλιβερή.
2) Best motion picture – drama, Best Director και Best performance by an actor in a motion picture – drama: Youth, Πάολο Σορρεντίνο και Μάικλ Κέιν
Στην περίπτωση του Youth είναι σαφής η αμηχανία του θεσμού απέναντι σε μια ταινία ξένου δημιουργού, που δεν είναι ξενόγλωσση και είναι εξαιρετική. Δε μπορεί να ξεμπερδέψει με το διαχρονικά ακατανόητο βραβείο ξενόγλωσσης ταινίας –λες και η ποιότητα κρίνεται και καθορίζεται από τη ομιλούμενη γλώσσα, περίπτωση στην οποία οι Γιαπωνέζοι δεν είχαν ελπίδα για βραβείο στον αιώνα τον άπαντα– και ο Σορρεντίνο βραβεύτηκε πρόπερσι για την «Τέλεια Ομορφιά». Ο Μάικλ Κέιν είναι εγνωσμένης αξίας, 2 Όσκαρ και 3 Χρυσές Σφαίρες, δεν υπάρχει λόγος να προωθηθεί. Τι θα κάνουμε; Πεπατημένη. Υποψηφιότητα Β’ Γυναικείου ρόλου στη Τζέιν Φόντα και όλα καλά. Τουλάχιστον εδώ υπάρχει η δικαιολογία ότι ο αρτιστίκ χαρακτήρας της ταινίας δεν ταιριάζει στο ύφος των βραβείων.
3) Best motion picture – comedy or musical: Inside Out
Η λογική της παράλειψης της εν λόγω θαυμάσιας δημιουργίας της Pixar, αν δεν οφείλεται σε κάποιο θεσμικό τερτίπι που την περιορίζει να είναι υποψήφια μόνο ως animated feature film, εντάσσεται σε μια λογική «ε δε θα δίνουμε και καλύτερη ταινία στα μικιμάου», πλήρως παρωχημένη και εκτός σημερινής πραγματικότητας. Οι περισσότερες από τις υποψήφιες της κατηγορίας θα ήθελαν να έχουν το επίπεδο του Inside Out. Αλλά θα έρθει η ώρα, τα πρώτα δειλά βήματα έχουν γίνει. Νυν υπέρ Pixar ο αγών.
4) Best motion picture – comedy or musical: The Man from U.N.C.L.E.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να ληφθεί απόφαση επί του εξής ερωτήματος: Οι ταινίες οι οποίες μας κάνουν να περνάμε απλώς καλά και είναι κινηματογραφικά άρτιες αξίζουν βραβείο ή όχι; Γιατί το The Man from U.N.C.L.E. του Γκάι Ρίτσι αριστεύει στο πλαίσιο του ελαφρού σινεμά, ενώ στην συγκεκριμένη κατηγορία έχει βραβευτεί το Hangover. Το μυστήριο της παράλειψης ενισχύεται από την παρουσία στην ταινία της Alicia Vikander, η οποία μόνο για το βραβείο καλύτερου τραγουδιού δεν είναι υποψήφια φέτος.
5) Best performance by an actress in a motion picture – drama: Charlotte Rampling για το 45 Years.
Στην περίπτωση αυτή οι Χρυσές Σφαίρες κάνουν επίδειξη παραλογισμού. Ας πούμε ότι η απουσία της ταινίας από την πεντάδα του Best motion picture – drama είναι δικαιολογημένη, καθώς η χρονιά που αφήνουμε πίσω είχε τόσες πολλές υποψήφιες ταινίες που έκαναν δύσκολη τη διαλογή. Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ όμως απουσιάζει κόντρα σε κάθε λογική, έχοντας δώσει μια σπάνια εσωτερική ερμηνεία. Ίσως να ήταν πολύ βρετανική για τα (φετινά) γούστα των Σφαιρών. Τρελές (χρυσές) Σφαίρες νούμερο 73.
6) Απουσία του Sicario από όλες τις κατηγορίες
Ούτε υποψηφιότητα. Τίποτα. Φήμες θέλουν τον Βιλνέβ να έχει ήδη βάλει τη γάτα του να κλαίει. Ηχηρότερη είναι η απουσία της Έμιλυ Μπλαντ από την κατηγορία της γυναικείας ερμηνείας σε δράμα, αλλά περισσότερη εντύπωση προκαλεί ότι δεν ακολουθήθηκε ούτε η πεπατημένη. Δεν αξιώθηκαν να δώσουν μια υποψηφιότητα, τυπικά. Ελπίζουμε οι συντελεστές να επιβιώσουν.
7) Best director: Steven Spielberg για το Bridge of Spies
Ίσως έχει έρθει πια η εποχή της μερικής αυτοτέλειας της αξίας της σκηνοθεσίας από τη συνολική ποιότητα του φιλμ, υπό την έννοια ότι σε ταινίες όπως το Gravity, μπορεί να θαυμάσει τη σκηνοθετική τόλμη παρά την τελική εικόνα του φιλμ, η οποία ίσως απογοητεύει. Η «Γέφυρα των Κατασκόπων» δεν είναι μια μεγάλη ταινία, παρά μόνο απολύτως αξιοπρεπής, και σε μια χρονιά σαν τη φετινή, δεν είχε πολλά να ελπίζει. Η σκηνοθετική αντίληψη του Σπίλμπεργκ όμως δημιουργεί σχεδόν κάθε φορά μικρά ή μεγάλα οπτικά θαύματα, και αυτό είναι άξιο επιβράβευσης με μια υποψηφιότητα, γιατί το παλιομοδίτικο γύρισμα του λείπει πολύ από τον κινηματογραφικό κόσμο.
Προφανώς, τα παραπάνω παράπονα αποτελούν ρεαλιστικές επιθυμίες που δεν ικανοποιήθηκαν. Αν αναζητήσει κανείς πραγματικά σπουδαίες ταινίες που δεν περιλαμβάνονται στις υποψηφιότητες, θα βρει το «Αντίο στη Γλώσσα» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ ή το «Dheepan» του Ζακ Οντιάρ και θα μειδιάσει, σκεπτόμενος ότι η φρενίτιδα των βραβείων δημιουργεί έναν εξαιρετικό τρόπο να περνάει ευχάριστα η ώρα και τίποτα παραπάνω. Όπως ακριβώς χαμογελά ειρωνικά σχεδόν κάθε φορά που συγκρίνει τη νικήτρια στην κατηγορία ξενόγλωσσης ταινίας με την «καλυτερη ταινία της χρονιάς».