Reviews The Remains of the Day (1993)

1 Ιανουαρίου 2024 |

0

The Remains of the Day (1993)

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Άιβορι

Παίζουν: Άντονι Χόπκινς, Έμα Τόμσον, Τζέιμς Φοξ, Κρίστοφερ Ριβ, Χιου Γκραντ

Διάρκεια:

Ο εναρκτήριος διάλογος της ταινίας ανάμεσα στον νέο ιδιοκτήτη της ξεπεσμένης έπαυλης –έναν πλούσιο Αμερικάνο που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τους τύπους και το φλέγμα της παλαιάς αγγλικής αριστοκρατίας– και τον αιώνια πιστό μπάτλερ αποκαλύπτει πολλά περισσότερα από όσα διαφαίνονται με την πρώτη ματιά. «Ξέρεις τι μου αρέσει στις αγγλικές εφημερίδες; Οι επικήδειοι. Εδώ, ο καθένας έχει μια νεκρολογία υψηλού επιπέδου», αναφέρει ο νέος αφέντης του Ντάρλινγκτον Χολ και ευθύς εξαρχής υπονοείται μια πένθιμη αύρα. Όσα θα ακολουθήσουν δεν είναι παρά μια επιμνημόσυνη δέηση.

Οι διακεκριμένοι εκλιπόντες είναι αφενός η αγγλική ψυχική ραχοκοκαλιά, αφετέρου μια ολόκληρη εποχή και κοσμοθεωρία, οι οποίες αποχωρούν αμφότερες από το προσκήνιο ατιμασμένες και ευτελισμένες. Πλάι τους, σε μια γωνιά από εκείνες που πιάνει μόνο το δικό του πεπειραμένο μάτι και δεν αφήνει ποτέ να σκονίσουν, περιμένει στωικά τον ενταφιασμό του και ο κύριος Στίβενς. Σιωπηλός, άβουλος, αόρατος ακόμη και μπροστά σε καθρέφτη. Σε αγκυλωμένη στάση προσοχής, με εργοστασιακά ατσαλάκωτο ύφος, δουλικά πρόθυμος να εξυπηρετήσει τους προσκεκλημένους στο δικό του κατευόδιο.

Τα απομεινάρια μιας μέρας (1993) του σεσημασμένου στα διαμάντια εποχής Τζέιμς Άιβορι βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του νομπελίστα Βρετανό-Ιάπωνα Καζούο Ισιγκούρο και ξεδιπλώνεται σαν ένας χαμηλόφωνος θρήνος για έναν κόσμο που έχει υποκύψει στον αυτό-αφανισμό. Η έπαυλη του Ντάρλινγκτον Χολ, μεγαλοπρεπής αλλά κούφια, δαιδαλώδης και γεμάτη καμουφλαρισμένες πόρτες, ατελείωτους διαδρόμους και αθέατα καμαράκια, μετατρέπεται σταδιακά στην τελευταία κατοικία για μια σειρά από ξεφτισμένα ιδανικά και ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Η βρετανική άρχουσα τάξη, πεισματάρικα προσηλωμένη σε μια φαντασιακή πεποίθηση αυθεντίας και ανωτερότητας, ξελογιάζεται από την ίδια της την οκνηρία, υποτάσσοντας κάθε ηθικό αισθητήριο στην εξουσία που πηγάζει από το πρωτόκολλο. Και δίχως καλά καλά να το αντιληφθεί, παραδομένη στην αυταρέσκεια της «τιμής», διαπράττει την πιο επαίσχυντη ντροπή.

Οι Άγγλοι αριστοκράτες, οικειοθελώς απομονωμένοι σε μαυσωλεία αλλοτινών μεγαλείων, μοιάζουν με εστέτ φαντάσματα που τρομάζουν στη θέα και στην παρουσία των κανονικών ανθρώπων. Με τον Λόρδο Ντάρλινγκτον (τρομερά υποτιμημένη η ερμηνεία του Τζέιμς Φοξ σε έναν ρόλο-κλείδι) να ενσαρκώνει τον τραγικό ξεπεσμό μιας πλανεμένης αφρόκρεμας (στην οποία εντάσσεται και ο τρυφηλός και αφελής Γάλλος διπλωμάτης), που πιστεύει πως ακόμη κινεί τα νήματα, ενώ στην πραγματικότητα έχει εκπέσει στο επίπεδο της μαριονέτας. Ανοχύρωτοι απέναντι στις φτηνές κολακείες και στα φληναφήματα του ναζιστικού κτήνους, οι Άγγλοι ευγενείς μπερδεύουν την ευγένεια με τον μανιερισμό και κλείνουν αυτιά και μάτια απέναντι στη θύελλα που κοντοζυγώνει.

Η σκηνή του δείπνου-(ο θεός να το κάνει) συνεδρίου, όπου ο Αμερικανός αντιπρόσωπος (και μελλοντικός ιδιοκτήτης του Ντάρλινγκτον Χολ), ορμώμενος όχι από κάποια ανώτερη ηθική αλλά από ένα πνεύμα ωμού ρεαλισμού (μια υποδόρια σπόντα για την αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο), κατακεραυνώνει όλους τους συνδαιτυμόνες ως «ερασιτέχνες», επισφραγίζει το πέρασμα σε μια νέα εποχή. Οι επιταγές της realpolitik δεν έχουν χώρο για επαγγελματίες άεργους, που βαυκαλίζονται πως έχουν κληρονομήσει το προνόμιο να ελέγχουν τις τύχες του κόσμου.

Ο βαθύς σπαραγμός που εκπέμπει αυτό το κινηματογραφικό κομψοτέχνημα ύφους, τονικότητας, χωροταξικής κατάστρωσης και πλάγιων υπαινιγμών χτίζεται στα θεμέλια μιας διπλής εγκληματικής αδράνειας. Καθώς η Ιστορία κατρακυλά στο έρεβος μέσα από την ανοχή, τα στραβά μάτια και τις αλαζονικές αυταπάτες, η προσωπική ιστορία του διάφανου Στίβενς εξαϋλώνεται σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σε αυτό τον άξονα της κοινής συντριβής, προσωπικής και οικουμενικής, το Remains of the Day πλάθει μια λειψή ερωτική ιστορία, που τροφοδοτείται από το πιο ανθεκτικό καύσιμο: την ατελείωτη ματαίωση.

Ο Άντονι Χόπκινς, σε ένα κρεσέντο από παύσεις, μορφασμούς και σιωπές, αποτυπώνει στην εντέλεια έναν άνθρωπο που έχει βαλσαμώσει το ίδιο του το κορμί, βάζοντας τις επιθυμίες του σε σουρντίνα. Παγωμένα βλέμματα που παρατηρούν ηδονοβλεπτικά τον πειρασμό της ζωής μέσα από παράθυρα, τζάμια, κουρτίνες. Ημιτελείς σπασμωδικές κινήσεις (εκπληκτικό το εύρημα με το χέρι που χάσκει σαν ακρωτηριασμένο στην περιβόητη σκηνή με το βιβλίο) που μένουν μετέωρες. Κι ο έρωτάς του για τη δεσποινίδα Κέντον (υποδειγματική η Έμα Τόμσον σε αυτή τη σύμπλευση θάρρους και δειλίας) είναι κι αυτός με τη σειρά του καταδικασμένος σε μια οδυνηρή ήττα. Η λαχτάρα και το άγγιγμα έχουν οριστικά ηττηθεί από τα δεσμά ενός μουσειακού σεβασμού.

Ο κύριος Στίβενς και η δεσποινίς Κέντον δεν θα βρουν ποτέ τον τρόπο να προσφωνήσουν ο ένας τον άλλο με το μικρό τους όνομα (εκπληκτικά μελετημένες οι δύο μοναδικές στιγμές όπου θα ακούσουμε τα ονόματά τους) και θα αποχαιρετήσουν οριστικά την πιθανότητα του μοιράσματος κάτω από μια λυπητερή βροχή, με ένα βλέμμα τσακισμένης προσμονής. Λίγο νωρίτερα, ο Στίβενς, σε μια ανεστραμμένη εκδοχή της ιστορίας του Απόστολου Πέτρου, θα αρνηθεί ξανά και ξανά ότι γνώριζε τον Λόρδο Ντάρλινγκτον, ο οποίος έχει στο μεταξύ στιγματιστεί με το πιο ανίερο τρόπο, προτού εξομολογηθεί –πρωτίστως στον εαυτό του- την πιο πικρή αλήθεια.

Ο Στίβενς, ένας απαρχαιωμένος Άγγλος σαμουράι (για να θυμηθούμε και τη διττή καταγωγή του Ισιγκούρο), με ξεσκονόπανο αντί για κατάνα και σερβίτσιο αντί για πανοπλία, είναι θαρρείς γενετικά προγραμματισμένος να υπηρετεί δίχως αντιρρήσεις έναν αξιακό κώδικα που έχει προ πολλού κηλιδωθεί. Ο Στίβενς σιδερώνει τις εφημερίδες για τον εργοδότη του σαν να ήταν πουκάμισα και τα γεγονότα των πρωτοσέλιδων μετατρέπονται σε κουμπιά και γιακάδες: συμβάντα άψυχα και διεκπεραιωτικά, για τα οποία δεν δικαιούται να εκφέρει γνώμη μια ύπαρξη θολή και ετερόφωτη, που δεν δίστασε να βάλει μέχρι και τον θρήνο για την πατρική απώλεια κάτω από το τυποποιημένο καθήκον. Σε ένα φινάλε σπάνιας υποβλητικότητας, όταν το περιστέρι (με το μοβ σημάδι στον λαιμό, ακριβώς σαν την κορδέλα της δεσποινίδας Κέντον) δραπετεύσει από παράθυρο του παλιού αρχοντικού, αφήνοντάς τον οριστικά φυλακισμένο στο καλογυαλισμένο κλουβί, ο Στίβενς καλείται να συγυρίσει μια τελευταία ακαταστασία. Τα απομεινάρια της ζωής που παρέλειψε και απέφυγε να ζήσει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑