Σκηνοθεσία: Τσάι Μινγκ Λιανγκ
Παίζουν: Κανγκ Σενγκ, Γιανγκ Κουέι Μέι, Λου Γι Τσινγκ
Διάρκεια: 138’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Αδέσποτα σκυλιά”
Ο χρόνος είναι ένα μέγεθος δεόντως κινηματογραφικό. Διαστέλλεται και συστέλλεται, συμπιέζεται και απλώνεται, βιώνεται και υπονοείται, προσωποποιείται και διαχέεται, ανάλογα με τις επιδιώξεις και τις ανάγκες της κάθε ταινίας. Ο Τσάι Μινγκ Λιανγκ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξωθεί τον φιλμικό χρόνο στα άκρα όριά του, σε σημείο που τα Αδέσποτα σκυλιά καταλήγουν να μοιάζουν περισσότερο με δοκιμασία αντοχών παρά με κινηματογραφική ταινία. Υπό μία έννοια, μπορεί να ειπωθεί πως τα Αδέσποτα σκυλιά δομούνται σαν μία αρχιτεκτονική κατασκευή, με κάθε παρατεταμένη σεκάνς να λειτουργεί σαν ένας ακόμη όροφος που χτίζεται. Ο Λιανγκ αφήνει την κάμερα να αγκυροβολήσει στους πρωταγωνιστές του για τόσo πολλή ώρα που νομίζει κανείς πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο παρά τα πρόσωπά τους.
Συνήθως, το πράττει από παράδοξες γωνίες λήψης που επιτείνουν την αίσθηση αποχωρισμού από την πραγματικότητα. Σχεδόν κάθε πλάνο παραδίδεται σε μία στατική ακινησία που συλλαμβάνει τις πλέον ανεπαίσθητες κινήσεις και τους παραμικρούς σπασμούς των απελπισμένων ηρώων. Ένας πατέρας, ο οποίος εργάζεται ως όρθια διαφήμιση κρατώντας όλη μέρα μια διαφημιστική πινακίδα, και τα δυο παιδιά του, που ζουν μέσα στην απόλυτη ανέχεια και εξαθλίωση. Μία, επίσης άστεγη, γυναίκα, έρχεται στο διάβα τους, σε μία συνάντηση που θα ξυπνήσει την ελπίδα. Κι αν μέσα σε αυτή την εξοντωτική για τον θεατή διαδικασία, είναι ανιχνεύσιμες στιγμές σπάνιας ομορφιάς (όπως η σκηνή με το λάχανο, που δεν ξεχνιέται εύκολα), τα ζητήματα που εγείρονται είναι πολλά.
Ξεκινώντας από τα πιο προφανή, η άκρως επιτηδευμένη φόρμα του Λιανγκ είναι εξαρχής φανερό πως καταπίνει αμάσητη ολόκληρη την ταινία. Γίνεται αυτοσκοπός, γίνεται ψυχαναγκαστική μανιέρα, η οποία τσαλαπατά τα πάντα. Σε βαθμό που ακόμη κι αν κάποιος βυθιστεί στην (κοπιαστική) ομορφιά του στησίματος της, δεν γίνεται να μην αναρωτηθεί πού αποσκοπεί και πώς εντάσσεται σε μια συνολική κινηματογραφική κατασκευή. Διότι ακόμη κι όταν αποκαλύπτεται (λέμε τώρα), έστω και τρομακτικά αφαιρετικά, ένα κάποιο νήμα ιστορίας, είναι φανερό πως όλα αυτά είναι μάλλον αδιάφορα για ένα σκηνοθέτη που αφοσιώνεται μονάχα στο πώς θα καδράρει αψεγάδιαστα τους ασάλευτους ήρωές του. Η δραματουργική συνοχή αγγίζει τα όρια του απόλυτου μηδενός, αλλά ακόμη κι αυτό θα μπορούσε να συγχωρεθεί. Να υποχωρήσει μπροστά στη σαρωτική δύναμη μίας ταινίας που δρα ως ποιητικό σχόλιο για τη φτώχεια και την εξαθλίωση που καμουφλάρονται στις αθέατες γωνιές ενός υποτιθέμενα ευδαιμονικού κόσμου.
Κι αν όμως ακόμη δεχτούμε πως το σχόλιο αυτό είναι πρωτόγνωρα δυνατό και αιχμηρό, τίθενται αυτόματα οι αυτονόητες ενστάσεις. Είναι δυνατόν να ποντάρει μια ταινία τόσο εμφατικά στην απεικόνιση μιας πανέμορφης μιζέριας και μιας φωτογενούς δυστυχίας και μετά να επαίρεται πως είναι βαθιά ευαίσθητη και σπαρακτική; Ο Λιανγκ προσπαθεί να μας σπρώξει στον βάλτο της εξαθλίωσης, αλλά ο ίδιος δεν λερώνει ούτε σε μια στιγμή τον φακό και τη ματιά του. Κοιτάει από ασφαλή απόσταση, από μια αποστασιοποιημένη και αυτάρεσκη αφ’ υψηλού θέση. Πατά στη δύναμη της ασχήμιας, αλλά το σινεμά του κατοικεί σε ένα κόσμο προκατασκευασμένης, και κατ’ επέκταση πλαστής, απαράμιλλης τυπικής ομορφιάς.
Κι ενώ υποτίθεται πως σε προσκαλεί σε μία διαδικασία μέθεξης και ενσυναίσθησης, σε μπλοκάρει από να βιώσεις το συναίσθημα που θέλει να εκπέμψει. Σε κρατά απομακρυσμένο, απορημένο και, με κάποιο τρόπο, κατηφή. Παγιδευμένο σε μία άσκηση ύφους ενός ακατάσχετα ψεύτικου ρεαλισμού.