Σκηνοθεσία: Τζέι Τζέι Έϊμπραμς
Παίζουν: Ντέιζι Ρίντλεϊ, Τζον Μπογιέγκα, Άνταμ Ντράιβερ, Χάρισον Φορντ, Κάρι Φίσερ, Όσκαρ Άϊζακ, Ντόνολ Γκλίσον
Διάρκεια: 135′
Μεταφρασμένος τίτλος: Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει
Τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα πολιτιστικά τοτέμ μας και τις προεκτάσεις τους στο σήμερα: είναι η συγκίνηση που αισθανόμαστε, απόρροια της ποιότητάς τους ή, μήπως, εκπηγάζει από μέσα μας; Υποκλινόμαστε στην αυθεντική τους αξία ή, απλώς, καταφάσκουμε στην χαμένη αθωότητά μας, σ’ αυτό που ήμασταν όταν τα αντικρίσαμε για πρώτη φορά; Με λίγα λόγια, πού βρίσκεται η λεπτή, νοητή γραμμή που χωρίζει την αντικειμενική κρίση απ’ την άγια νοσταλγία που τα πάντα πληρεί; Πουθενά. Και δεν υπάρχει και κανένας λόγος να την αναζητήσουμε. Στην περίπτωση έργων όπως το «Star Wars», φαντασιακών αντικειμένων που φέρουν εντός τους, σαν άλλες κιβωτοί, την στεντόρεια (καθότι άτρωτη απ’ τις επιταγές της πραγματικότητας) νιότη, τόσων και τόσων ανθρώπων, το να ψάχνεις να βρεις ρωγμές, διάκενα και χαραμάδες για να χωρέσεις την «ψύχραιμη», αμερόληπτη ματιά του αποστασιοποιημένου γραφιά, είναι ματαιοπονία. Δεν μπορείς να εξετάσεις το «Star Wars: The Force Awakens», σαν ένα ακόμα φιλμ επιστημονικής φαντασίας, ένα blockbuster μεγαθήριο. Οφείλεις να το πλησιάσεις με δέος και προσοχή, όπως ένα τέμενος και να αναρωτηθείς αν καταφέρνει να μεταδώσει την ψυχική αγαλλίαση και το θάμβωμα, που περιμένουν απ’ αυτό οι πιστοί του. Η απάντηση είναι καταφατική.
Σε πλήρη αντίθεση με τους «βλάσφημους» πειραματισμούς και την φιλοχρήματη επιπολαιότητα του Τζωρτζ Λούκας που έδωσε τα τρία «αποσυνάγωγα» prequels (το «Revenge of the Sith», πάντως, δεν ήταν και τόσο κακό), η προσέγγιση του Τζέι Τζέι Έϊμπραμς είναι ξεκάθαρα συναισθηματική. Δηλαδή αθώα. Οπαδός κι ο ίδιος, φτιάχνει μια ταινία για τους οπαδούς, τα παιδιά που μεγάλωσαν αλλά «μυαλό δεν έβαλαν», τους σαραντάρηδες και πενηντάρηδες έφηβους, που αρνούνται να εγκαταλείψουν τα αγνά πιτσιρίκα που κάποτε υπήρξαν. Εκείνα που κάποτε κατοίκησαν τους φανταστικούς κόσμους που τους πρότεινε ο Λούκας, κι έκτοτε ένα κομμάτι τους θα μένει πάντα εκεί. Κάτω από όλα τα εκατομμύρια του box office, το αδιανόητο hype, τα χιλιάδες μπιχλιμπίδια που τροφοδοτούν την βιομηχανία παιχνιδιών και τους διάφορους επιτήδειους που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν εμπορικά ένα από τα πιο αειθαλή φαινόμενα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας, αυτό που έκανε ο Έϊμπραμς έχει κάτι τόσο αλληλέγγυο και ντόμπρο που δεν μπορείς παρά να το θαυμάσεις: πρόκειται για μια πράξη καλοσύνης. Πήρε τα παιδικά όνειρα των ανθρώπων (όπως έμεναν να αιωρούνται, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, σε ένα άχρονο καθαρτήριο της κινηματογραφικής Μνήμης, προσκολλημένα σε άυλες μορφές όπως του Χαν Σόλο, της Πριγκίπισσας Λεία, του Λουκ Σκάιγουώκερ, του Νταρθ Βέιντερ, του Τσουμπάκα, του R2-D2, του C3PO), και τους εμφύσησε ξανά ζωή, τους επέτρεψε να υπάρξουν. Δεν το λες και μικρό κατόρθωμα αυτό.
Πώς το πέτυχε; Είπαμε, δουλεύοντας τα πάντα σαν οπαδός. Το μεράκι του δεν κρύβεται. Όλη η ταινία μοιάζει με δίωρο φόρο τιμής στα «A New Hope» και «The Empire Strikes Back». Κι αυτό όχι μόνο γιατί εμφανίζονται οι εμβληματικές μορφές που προαναφέραμε (όχι όλες, αλλά κι αυτές που λείπουν, αντικαθιστώνται απ’ τους άξιους επιγόνους τους), αλλά, κυρίως, επειδή η σκηνοθετική ματιά του Έϊμπραμς είναι αδιαπραγμάτευτα ρετρό. Τα CGI δεν θα μπορούσαν να λείπουν (δυστυχώς), αλλά η χρήση που τους έχει γίνει είναι μετρημένη, κι έτσι τα περισσότερα από τα περιβάλλοντα όπου εκτυλίσσεται η δράση, θυμίζουν τα δυο πρώτα, αξεπέραστα έργα του franchise. Ειδικά ο πλανήτης-σκάφος των Sith, που ανακαλεί το Death Star. Αλλά οι παραπομπές δεν αφορούν μόνο το σκηνογραφικό κομμάτι της ταινίας. Η φωτογραφία του Νταν Μίλντελ, λατρευτική κι αυτή, δίνει τον κατάλληλο οπτικό τόνο, ανασύροντας απ’ το παρελθόν τις χρωματικές παλέτες που δέσποσαν στην εμβληματική, πρώτη τριλογία. Δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις υποψιασμένος, αντικρίζοντας τους stormtroopers να αναζητούν στους αχανείς διαδρόμους του σκάφους, τους επαναστάτες, σκιαγραφημένους στις αντιστίξεις μαύρου, λευκού, γκρι και ασημένιου. Υπάρχουν εντυπωσιακά set-pieces με το Millennium Falcon που θα φέρουν δάκρυα στα μάτια των φανατικών, υπάρχουν αερομαχίες που βγήκαν αυτούσιες μέσα από την πρώτη ταινία. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, όλα συντείνουν στο να δημιουργηθεί η αίσθηση του déjà-vu. Αυτές οι νοσταλγικές νύξεις, όμως, δεν δίνουν σαν αποτέλεσμα μια ανέμπνευστη αντιγραφή αλλά ένα, όλο αγάπη και τρυφερότητα, φιλμικό νεύμα προς εποχές και τάσεις όπου κυριαρχούσε το χειροπιαστό στην επική φαντασία, κι όχι η ψηφιακή αισθητική των video-games, που έκανε τόσο αντιπαθητική την όψη των prequels. Από εκεί και πέρα, το ξέρετε ήδη, η υπόθεση έχει προσχηματικό χαρακτήρα. Το ζητούμενο εδώ η είναι η συγκίνηση. Η πλοκή είναι απλώς μια αφορμή για να επιστρέψουμε στο σύμπαν αυτό, απ’ το οποίο μας πέταξε άκαρδα το «Phantom Menace», πριν 16 χρόνια.
Αν πρέπει, σώνει και ντε, να σταθούμε σε επιμέρους (αλλά επουσιώδη, κακά τα ψέματα) πράγματα, όπως το σενάριο και οι ερμηνείες, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο ωραίο χιούμορ που προσιδιάζει σ’ ένα παραμύθι που δεν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά (έτσι πρέπει) και στην ποιοτική δουλειά των πρωτοεμφανιζόμενων, Ντέιζι Ρίντλεϊ και Τζον Μπογιέγκα. Η Ρίντλεϊ ειδικά, έχει τα φόντα για να αποτελέσει χαρακτήρα θεμελιώδους σημασίας, στη συνέχεια. Παίζει με ένα κράμα γλυκιάς αμεριμνησίας και ριζωμένου δυναμισμού και βρίσκει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην θηλυκή, «εύθραυστη» πλευρά (που χρήζει προστασίας) και τον αγοροκοριτσίστικο τσαμπουκά μιας εκκολαπτόμενης ηρωίδας. Σε ό,τι αφορά τις παλιές καραβάνες, τα πράγματα είναι πιο απλά: δεν υπάρχει λόγος να κάνουν κάτι ιδιαίτερο, και μόνο που εμφανίζονται αρκεί. Βλέπεις, παρ’ όλα αυτά, τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να ωριμάσει τον Χαν Σόλο του, ο Χάρισον Φορντ, και καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που κάνει τον μεγάλο σταρ. Οι ρυτίδες στο πρόσωπο ενός εκ των πλέον αγέραστων ειδώλων στο φιλμικό πάνθεον, συνιστούν από μόνες τους, ερμηνευτικό αβαντάζ, αλλά ο Φορντ δεν επαναπαύεται σ’ αυτές. Βρίσκει την τρωτή πλευρά του Σόλο και την αναδεικνύει, κουβαλώντας στο βλέμμα του ήπια θλίψη, διακριτική πικρία αλλά και μια, στωικής υφής, επίγνωση της αδυσώπητης διαλεκτικής των πραγμάτων (περισσότερα δεν μπορούμε να πούμε, σεβόμενοι όσους δεν έχουν δει ακόμα την ταινία).
Αυτός, όμως, που πραγματικά ξεχωρίζει σε επίπεδο υποκριτικής, είναι ο Άνταμ Ντράιβερ: ηθοποιός αξιώσεων, όπως αντιλήφθηκαν όλοι στο «Frances Ha» και –ακόμα περισσότερο- στο φετινό (υποτιμημένο αλλά εξαιρετικό) «While We ‘re Young», μεταγγίζει στο «The Force Awakens» την τραγική διάσταση και τη σκοτεινιά που του χρειαζόταν για να μπορέσει να σταθεί δίπλα στο «The Empire Strikes Back», σε ό,τι αφορά τις μοραλιστικές συμπαραδηλώσεις και την χεγκελιανή σημειολογία του τρόπου με τον οποίο το Καλό και το Κακό, έλκονται αμοιβαία, κολυμπούν το ένα μέσα στο άλλο, αφομοιώνονται και αποχωρίζονται ξανά. Επωμίζεται μια βαριά κληρονομιά, ένα φορτίο που θα μπορούσε να συνθλίψει έναν άλλο, λιγότερο ικανό, συνάδελφό του και βγαίνει αλώβητος.
Εν κατακλείδι, όσο άστοχο θα ήταν να αντιμετωπίσουμε το «Star Wars: The Force Awakens», σαν μια ακόμα θεαματική υπερπαραγωγή, σαν τις τόσες και τόσες που κυκλοφορούν κάθε χρόνο (δεν είναι αυτό, είναι μια μεγάλη γιορτή καλώς εννοούμενου παλιμπαιδισμού), άλλο τόσο θα το αδικούσαμε αν αρνούμασταν να δούμε τον περφεξιονισμό στην κατασκευή του και τον σοβαρό επαγγελματισμό με τον οποίο το προσέγγισαν όλοι οι συντελεστές του. Αν αυτή είναι η αρχή μιας νέας τριλογίας στην εποποιία, τότε τα θεμέλια που έχουν μπει, είναι στιβαρά. Μένει να διαπιστώσουμε αν ο Τζέι Τζέι Έϊμπραμς θα συνεχίσει να δέχεται οδηγίες απ’ τον ενθουσιώδη πιτσιρικά μέσα του ή αν θα λυγίσει κάτω από τις πιέσεις των παραγωγών, που σύντομα θα του ζητούν όλο και περισσότερο θέαμα, όλο και πιο εντυπωσιακά εφέ, όλο και πιο αποστομωτικές σκηνές δράσης. Σε κάθε περίπτωση, may the force be with him. Την αξίζει και την χρειάζεται.