Σκηνοθεσία: Φιλίπ Φαλαρντό
Παίζουν: Μοχάμεντ Φελάγκ, Σοφί Νελίς, Εμιλιάν Νερόν, Ντανιέλ Προυλ, Μπριζίτ Πουπάρ
Διάρκεια: 94′
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο εξαιρετικός κύριος Λαζάρ»
Πρώτη ύλη για την ταινία του γαλλόφωνου Καναδού σκηνοθέτη Φιλίπ Φαλαρντό υπήρξε ο μονόλογος «Bashir Lazhar», έργο της συμπατριώτισσάς του Εβελίν ντε λα Σενελιέρ, ενός από τα ανερχόμενα ονόματα στη θεατρική σκηνή του Κεμπέκ. Ο Φαλαρντό ανέπτυξε και εμπλούτισε το περιεχόμενο του θεατρικού μονολόγου, ο οποίος εστίαζε αποκλειστικά στην περσόνα του πρωταγωνιστή, κέρδισε μπόλικες διακρίσεις και έφτασε μάλιστα στο σημείο να διεκδικεί το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας για το 2011. Έχοντας εισέλθει στην τελική πεντάδα, έχασε τελικά (δικαιολογημένα) το βραβείο από το εξαιρετικό πολυφωνικό δράμα «Ένας χωρισμός», του Ιρανού σκηνοθέτη Ασγκάρ Φαραντί. Ποιος είναι εν τέλει αυτός ο κύριος Λαζάρ και τι τον καθιστά τόσο εξαιρετικό;
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά παρακολούθησης της ταινίας, γίνεται εύκολα αντιληπτή μια από τις βασικές αρετές της, η οποία την διατρέχει ως το φινάλε. Αξιοσημείωτη αφηγηματική οικονομία και μεστότητα. Αποφυγή των περιττών διευκρινίσεων και των αχρείαστων επεξηγήσεων. Ο Φαλαρντό ορθώς θεωρεί πως ό,τι είναι να εκφράσει, θα το εκφράσει στην πορεία. Ό,τι είναι να μάθουμε, θα το μάθουμε όταν πρέπει. Μέσα από καίρια πλάνα, μέσα από καθάρια βλέμματα και μέσα από προσεγμένους διαλόγους. Ένα τραγικό περιστατικό θα θέσει σε κίνηση την ιστορία μας. Ένα αποτρόπαιο συμβάν σε ένα κόσμο που αδυνατεί να το αφομοιώσει, τόσο σε επιφανειακό όσο και σε βαθύτερο επίπεδο.
Αρχικά, για τους προφανείς λόγους. Μια σχολική κοινότητα, γεμάτη από παιδιά ολότελα ανεξοικείωτα με τον θάνατο. Πόσο μάλλον με τους λόγους που μπορεί να οδηγήσουν ένα αγαπημένο πρόσωπο, όπως μια δασκάλα, σε μία βίαιη αυτοχειρία. Σε δεύτερο στάδιο, μια κοινωνία τόσο ευνομούμενη και «καλοβαλμένη» (όπως η καναδική) που καταλήγει κάπως αποστειρωμένη και ρομποτική. Σα να θέλει να εξοβελίσει την ιδέα της ανθρώπινης τραγωδίας με μόνα όπλα την οργάνωση και τους καλούς της τρόπους.
Στο σημείο αυτό, θα εμφανιστεί από το πουθενά ο κύριος Μπασίρ Λαζάρ, πολιτικός πρόσφυγας εξ Αλγερίας ορμώμενος. Όχι ηρωικά αλλά χαμηλόφωνα. Όχι ως σαν από μηχανής θεός, αλλά απλά ως άνθρωπος, ιδιότητα σαφώς πιο σημαντική στην περίπτωσή μας. Θα αναλάβει να διδάξει στη θέση της εκλιπούσας δασκάλας, με απώτερο σκοπό να διδαχτεί κι ο ίδιος. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο περίγυρο των παιδιών, είναι μπαρουτοκαπνισμένος στον πόνο της απώλειας. Ξέρει τι σημαίνει να χάνεις δια παντός. Να αναγκάζεσαι να κάνεις μια νέα αρχή παρά την αβάσταχτη στεναχώρια.
Ο Φαλαρντό εισάγει διακριτικά μία ουμανιστική χροιά στην κουβέντα που έχει ανοίξει μαζί μας. Ένας άνθρωπος που τα έχει χάσει όλα είναι εκ των πραγμάτων ο καταλληλότερος δάσκαλος της απώλειας, της αποδοχής του θανάτου, της διαπραγμάτευσης με τη θλίψη. Ωθώντας τα παιδιά να συμφιλιωθούν με το γεγονός που τα συντάραξε, ο κύριος Λαζάρ συνδιαλέγεται με το δικό του προσωπικό δράμα και προσπαθεί να γιατρέψει τις δικές του ανοιχτές πληγές. Ένα φάντασμα που θα εμφανιστεί απρόσκλητο όχι για να βλάψει αλλά για να θεραπεύσει.
Δεν είναι όμως όλα ρόδινα στην ταινία, υπάρχουν και μπόλικες αστοχίες. Όπως το ότι πάνω στην υπέρ-προσπάθεια να μην γίνει κανείς δυσάρεστα πικάντικος, κινδυνεύει να καταλήξει μέχρι και κάπως ανάλατος. Ο Φαλαρντό έχοντας κατά νου να μην εκτραπεί προς το μελόδραμα ή τον διδακτισμό (στόχο που τον πετυχαίνει ως επί το πλείστον), ανά στιγμές ρίχνει σε κάπως υπερβολικό βαθμό την ένταση, αποπνέοντας μία χλιαρότητα. Στοιχείο που καθιστά προβληματική την αθέατη σύγκρουση που υπονοείται, η οποία δεν μπορεί να σταθεί με αξιώσεις στο τερέν της ταινίας.
Ίσως φταίει το ότι οι βαθύτερες παθογένειες που υπονοούνται για την καναδική κοινωνία παραφαίνονται «υγιείς» για να μας θορυβήσουν σε ανησυχητικό βαθμό. Ίσως φταίει το ότι τα παιδιά σκιαγραφούνται σε σκανδαλώδη βαθμό «ενήλικα» και παραδείχνουν έτοιμα να ξεπεράσουν το σοκ που έχουν υποστεί. Ίσως και να φταίνε κάποια αχρείαστα subplots και στοιχεία χαρακτηρολογίας, όπως και διάφορες νύξεις «τραγικότητας» και τύψεων που μοιάζουν λίγο ουρανοκατέβατες. Όπως και να έχει τέλος πάντων, το πεδίο συγκρούσεων, το οποίο υπαινίσσεται ιδιαίτερα προς το φινάλε ο Φαλαρντό, είναι πολύ ήπιο για να μας αγγίξει ως το μεδούλι. Όπως ακριβώς δηλαδή και ολόκληρη η ταινία, η οποία περνά από πάνω μας σαν ένα ευχάριστο χάδι που ξεχνιέται όμως εύκολα.