Reviews Ex Machina

20 Ιουλίου 2015 |

0

Ex Machina

Σκηνοθεσία: Άλεξ Γκάρλαντ

Παίζουν: Αλίσια Βικάντερ, Ντόμναλ Γκλίσον, Όσκαρ Άιζακ

Διάρκεια: 108′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Από Μηχανής”

Νεαρός προγραμματιστής που δουλεύει σε μεγάλη εταιρία πληροφορικής, κληρώνεται να συμμετάσχει σε κοσμοϊστορικό πείραμα εξακρίβωσης της τεχνητής νοημοσύνης, μέσα από την παρατήρηση των αντιδράσεων ενός θηλυκού ρομπότ με το οποίο καλείται να συνομιλεί καθημερινά, κάτω απ’ την επίβλεψη του αφεντικού του. Ενός παράξενου, ιδιοφυούς πολυεκατομμυριούχου που ευθύνεται για τη δημιουργία της μεγαλύτερης μηχανής αναζήτησης του διαδικτύου.

Σκηνοθετικό ντεμπούτο της ευφυούς πένας που μας έδωσε τα «The Beach», «28 Days Later» και «Sunshine», το «Ex Machina» βρίσκει τον Άλεξ Γκάρλαντ σε παραπλήσιες ατραπούς εξερεύνησης της προβληματικής διυποκειμενικότητας, με τη γνωστή αρμαθιά αγωνιών να τον κατατρύχουν κι εδώ: εγκλεισμός, μοναξιά, συναισθηματική ξηρασία, υπαρξιακός πανικός. Με την, πολυχρησιμοποιημένη κινηματογραφικά, αδιέξοδη έννοια της «τεχνητής νοημοσύνης» να τον εξυπηρετεί σε μια προσπάθεια σκιαγράφησης μιας φαινομενολογίας της συνείδησης για τη γενιά του google, βουτάει στους βυθούς της σκέψης ενός Philip K. Dick, επιχειρώντας ένα θριλεροφανές (sic) σύμφυρμα στιλιζαρισμένης δραματοποίησης της διαλεκτικής της εξουσίας (και των σχέσεων υποταγής) και θρηνητικής επωδού για την τραγωδία των πλασμάτων εκείνων που διαθέτοντας σκέψη (έχοντας δηλαδή επίγνωση της θνητότητάς τους) πρέπει να το πάρουν απόφαση ότι, αμετάκλητα, θα υπερκεραστούν, από τον χρόνο, τη φθορά ή την «εξέλιξη».

Δεν είναι τόσο καλό όσο λένε αρκετοί, προβαίνει σε απλουστεύσεις όταν ζητάς να σου δείξει κάτι το πραγματικά αμφίσημο και σκοτεινό, βιάζεται να προσπεράσει άβυσσους αποριών που κρυφοκοιτάζει μόνο μέσα από χαραμάδες όταν οι προκάτοχοί του (δηλαδή τα ακατάβλητα αριστουργήματα «2001: A Space Odyssey» και «Blade Runner») είχαν διέλθει παρόμοια ακανθώδη φιλοσοφικά περάσματα με μεγαλύτερη γενναιότητα, ωστόσο το «Ex Machina» έχει ενδιαφέροντα πράγματα να πει για ιδιότυπες θεοδικίες (όλη η ιστορία έχει κάτι το εδεμικό στην αφαιρετική σημειολογία της: απ’ την χωρική μεγαλοπρέπεια της φυγάνθρωπης απομόνωσης μέχρι το στοιχειώδες των ελάχιστων –μόλις τεσσάρων- χαρακτήρων ), την αναπότρεπτη επέλαση –που ισοπεδώνει θεσμούς, ανθρώπους και συστήματα επιτήρησης- και κατίσχυση της γυναικείας σεξουαλικότητας (σταθερά χαμένοι εμείς οι ευκολόπιστοι αρσενικοί σ’ αυτή τη μάχη των φύλων που μαίνεται εδώ και αιώνες), τα γλίσχρα προνόμια της λογικής πάνω στο βαθιά ανατρεπτικό της Επιθυμίας και την πνευματική «πατροκτονία» που εγκυμονεί κάθε ολοκληρωμένη αυτεξουσιότητα.

Προσθέτεις στα παραπάνω τις εξαιρετικές ερμηνείες, της θεσπέσιας Αλίσια Βικάντερ που φυσάει σαρκική πνοή στα απαστράπτοντα μέταλλα της κατασκευής της, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο αμήχανα (τι ωραία αντίφαση!) ανερμάτιστο ενός αρτιγέννητου όντος που ψηλαφεί τα μυστήρια του κόσμου πίσω από μια τζαμαρία και το ψυχρά υπολογιστικό ενός τεχνητού οργανισμού, προγραμματισμένου να προσηλώνεται στον στόχο του χωρίς να εμποδίζεται από ηθικές αμφιταλαντεύσεις, του σπαραξικάρδια αθώου Ντομναλ Γκλίσον και του σταθερά άψογου Όσκαρ Άιζακ (που μετά το -πολυαγαπημένο του γράφοντα- Inside Llewyn Davis όλο και ανεβαίνουν οι μετοχές του στην κινηματογραφική βιομηχανία), που εμφανώς το καταδιασκεδάζει στον ρόλο ενός επιπόλαιου new age “θεού” χωρίς αρχές, το μεταπτωτικό της τονικότητας απ’ τον παραπειστικό λυρισμό των πρώτων συναντήσεων (όπου εξυφαίνεται ένα παράδοξο ρομάντζο ανθρώπου-μηχανής ανάλογο του «Her») ως την σταδιακή εγκαθίδρυση του κλίματος αγχωτικής αβεβαιότητας που σφραγίζει την τρίτη πράξη, μια μινιμαλιστική αισθητική του απολύτως αναγκαίου κι ένα φοβερό soundtrack, και έχεις μια αξιόλογη αλλά αναποφάσιστη ταινία, μεταξύ υφέρποντος μισογυνισμού και φεμινιστικής υπεράσπισης, τεχνοφοβικού ανθρωποκεντρισμού και διθυράμβου της ψηφιακής επανάστασης. Φτιαγμένη από αντιθέσεις για να προκαλέσει αντιθέσεις.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑