Reviews Μήλα (Apples)

11 Φεβρουαρίου 2021 |

0

Μήλα (Apples)

Σκηνοθεσία: Χρήστος Νίκου

Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Σοφία Γεωργοβασίλη, Άννα Καλαϊτζίδη, Αργύρης Μπακιρτζής

Διάρκεια: 89′

Σε μία Αθήνα που μαστίζεται από μία ανεξήγητη επιδημία αμνησίας, ένας δυστυχισμένος άνδρας ακούει στο ραδιόφωνο για ένα εναλλακτικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της ραγδαία μεταδιδόμενης νόσου που τιτλοφορείται «Νέα Ταυτότητα». Σκοπός του προγράμματος δεν είναι η αποκατάσταση της μνήμης, για την οποία η ιατρική κοινότητα δηλώνει την αδυναμία της, αλλά η απόκτηση νέων εμπειριών για τους πάσχοντες από τη μυστηριώδη ασθένεια. Λίγο αργότερα, ο μοναχικός άνδρας χάνει και αυτός τη μνήμη του και μετά τα ενδεδειγμένα τεστ και την απαραίτητη ενημέρωση, αποφασίζει να συμμετάσχει στο καινοτόμο πρόγραμμα.

Το ντεμπούτο του Χρήστου Νίκου, ο οποίος διετέλεσε βοηθός του Γιώργου Λάνθιμου στον Κυνόδοντα, δεν μπορούσε να συναντήσει καταλληλότερη συγκυρία για να κυκλοφορήσει διεθνώς. Ξαφνικά, από τις αρχές του 2020 και έπειτα, η ραγδαία εξάπλωση μίας επιδημίας έπαψε να αποτελεί ένα σενάριο δυστοπικής φαντασίας. Έγινε οικουμενικό βίωμα, έφερε στην επιφάνεια πρωτόγνωρα συλλογικά ερεθίσματα, καθώς και ένα ανοίκειο αίσθημα που κυριεύει τις ανθρώπινες επαφές σε εποχή πανδημίας. Οι άνθρωποι έμειναν αντιμέτωποι με τη μοναξιά τους, κλεισμένοι στο σπίτι, σε κάθε περίπτωση με περιορισμένη την κοινωνική ζωή, σε βαθμό που αρκετοί από εμάς θα χρειαστεί να την επανεφεύρουμε, όταν με το καλό πάψει ο κίνδυνος της πανδημίας.

Έτσι, αυτό το συναπάντημα της ταινίας του Νίκου με την παγκόσμια συνθήκη της επιτρέπει να συναντήσει στην ψυχή των θεατών ένα ανοιχτό πεδίο που υπό άλλες συνθήκες θα όφειλε η ίδια η ταινία να δημιουργήσει. Η μνήμη είναι βέβαια ο προφανής βασικός άξονας του έργου, ωστόσο η αίσθηση μίας αχρονικής Αθήνας ως περιβάλλοντος του πρωταγωνιστή, μίας πόλης που μοιάζει με αυτή που γνωρίζουμε αλλά δεν είναι ακριβώς η ίδια που θυμόμαστε, έρχεται να συνταιριάξει απόλυτα με την απώλεια του γνώριμου σκηνικού της πόλης.

Μέσα σε αυτήν την καινούρια-παλιά Αθήνα, ξένη και οικεία ταυτόχρονα, ο χαρακτήρας που υποδύεται στωικά ο Άρης Σερβετάλης πρέπει να συνθέσει μία καινούρια μνήμη ∙ να συλλέξει νέες εμπειρίες υπακούοντας στα κελεύσματα του επιβλέποντα ιατρού Αργύρη Μπακιρτζή, να απαθανατίσει τις στιγμές του με μία Πολαρόιντ που του παρασχέθηκε γι’ αυτό το σκοπό, να φτιάξει ένα ψυχικό όλον από τα διάφορα θραύσματα ζωής που (ξανα)ζει. Το πρόγραμμα άλλωστε τιτλοφορείται «Νέα Ταυτότητα», γιατί απώλεια της μνήμης συνεπάγεται απώλεια της ταυτότητας. Ο χαρακτήρας παραμένει ανώνυμος, επομένως είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το ποιος είναι, αφού ούτε φέρει κάποιο αναγνωριστικό στοιχείο (το όνομα που είναι το πρωτεύον εκλείπει) ούτε δύναται να επανασυγκροτήσει την προσωπικότητά του (αφού η μνήμη του έχει δραπετεύσει).

Η τεχνολογία σε ρετρό μορφή προστρέχει να συνδράμει τον αγώνα του: η Πολαρόιντ, που τυγχάνει τόσο δημοφιλής στη σημερινή εποχή παρά την εξέλιξη και την υλική αναβάθμιση της τέχνης της φωτογραφίας, είναι ο συνοδοιπόρος του. Του παρέχει ένα ενυλωμένο πιστοποιητικό που αποτυπώνει ότι έφερε εις πέρας μία ακόμα αποστολή, προσέθεσε στο σακούλι του μία ακόμα αποδεδειγμένη εμπειρία που του ανατέθηκε. Περίπου όπως δηλαδή και τα σόσιαλ μίντια παρέχουν στην εποχή μας -η οποία μπορεί να μη μαστίζεται από αμνησία, αλλά μία ιδιόμορφη κρίση ταυτότητας κανείς εύκολα την επισημαίνει- ένα τερέν όπου ο καθένας μας πιστοποιεί ότι βίωσε αυτό που βίωσε μέσα από τις αναγκαίες αποδεικτικές σέλφι. Έξυπνη προς την κατεύθυνση αυτή είναι και η αμφισημία του μεταφρασμένου στην αγγλική τίτλου της ταινίας. Apples, μία ευθεία παραπομπή στο αγαπημένο φρούτο του πρωταγωνιστή αλλά και στη δημοφιλέστερη εταιρία τεχνολογικού εξοπλισμού καθημερινής προσωπικής χρήσης.

 

Η μνήμη, όμως, εκτός της συλλογικής της διάστασης, καθορίζει πρωτίστως τον ίδιο τον κεντρικό χαρακτήρα, ο οποίος μοιάζει δέσμιος της. Η αμνησία του δεν είναι ποτέ πλήρης, και τα ξεσπάσματά της μνήμης του μοιάζουν περισσότερο να τον απελπίζουν παρά να γεννούν την ελπίδα της επαναφοράς σε μία πρότερη υγιή κατάσταση. Για να μπορέσει κανείς να συκγροτήσει μία «νέα ταυτότητα», οφείλει να παραιτηθεί από σύσσωμη την προηγούμενη. Δε μπορεί κανείς να αποδιώξει τον πόνο, λεπτό ή ανυπόφορο, λησμονώντας τον επιλεκτικά.

Η μνήμη –και η ταυτότητα– λειτουργεί ως όλον, όχι ως άθροισμα μερών που δύνανται να απομονωθούν. Για να επανεκκινήσει κανείς εαυτόν θα πρέπει να παραιτηθεί μέχρι και από τα μικροπράγματα που αγαπά, να εκδιώξει από το νου του τους στίχους ενός λατρεμένου τραγουδιού, να εγκαταλείψει μικρές άκακες συνήθειες, να ξεχάσει όσα γνώριζε. Και εκεί έρχεται ο ολοκληρωτικός θρίαμβος της μνήμης, που συνιστά αναπαλλοτρίωτη ευχή και κατάρα, σαν μία υπενθύμιση που αδυνατείς να σιγήσεις.

Ο Χρήστος Νίκου αφηγείται την ιστορία του χρησιμοποιώντας κάποιες από τις νόρμες του weird, δίχως όμως ποτέ να καθορίζεται από αυτές. Φιλοτεχνεί έναν deadpan χαρακτήρα, εμπιστεύεται –και δικαιώνεται εν μέρει– το absurdist χιούμορ που δεν λειτουργεί σαν ανακούφιση αλλά ως συμπλήρωμα της ιστορίας του και αντιστάθμισμα της μελαγχολικής μουσικής επένδυσης, και ορίζει εξαρχής μία άβολη συνθήκη. Η καρδιά της ταινίας του όμως είναι ζεστή, η αποτύπωση του συναισθηματική και η απόληξή του δράματος αυτή που ταιριάζει σε μια ανθρώπινη ματιά.

Παρότι το σύνολο ατονεί λίγο πριν το τέλος, μεταδίδοντας μία αίσθηση ότι η συναισθηματική βάση επί της οποίας θεμελιώνεται εξαντλήθηκε, τα Μήλα αποτελούν ένα γοητευτικό φιλμ, μία ταινία που η ομορφιά της πηγάζει από τον τρυφερό τόνο του Χρήστου Νίκου που έρχεται να αντισταθμίσει οποιεσδήποτε ατέλειες στη αφήγησή του. Ένα ντεμπούτο με προσωπικό ύφος που δεν έχει ανάγκη να κραυγάσει τις προβληματικές του, επειδή η χαμηλόφωνη έκθεσή τους είναι αποτελεσματική. Με άλλα λόγια, η πρώτη δουλειά μιας καλοδεχούμενης φωνής στο ελληνικό σινεμά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑