Άλπεις

Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος

Παίζουν: Αριάν Λαμπέντ, Άρης Σερβετάλης, Αγγελική Παπούλια, Τζόνυ Βεκρής

Διάρκεια: 93’

Μετά τον ντόρο που είχε προκαλέσει ο Κυνόδοντας, άπαντες περίμεναν το επόμενο βήμα. Οι Άλπεις, η τελευταία ταινία που γύρισε (μέχρι τώρα) ο Γιώργος Λάνθιμος στην Ελλάδα, επικύρωσε πολλά από τα καταστατικά στοιχεία του λανθιμικού σινεμά, συνέδραμε -πιθανώς- στην αποβολή κάποιων βαριδίων και κατέδειξε πως η θέση του Λάνθιμου στα μεγάλα κινηματογραφικά Φεστιβάλ -και τα βραβεία τους- θα ήταν καπαρωμένη for many years to come. Από το βραβείο του τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» του Φεστιβάλ των Καννών, στο βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ της Βενετίας, δύο χρόνια αργότερα. Μια διάκριση πέρα για πέρα δικαιολογημένη, ανεξάρτητα από τα λοιπά στοιχεία, θέλγητρα ή ελαττώματα της ταινίας, καθώς το σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου έχει ως αφετηρία μία έμπνευση συνταρακτική.

Μία ομάδα ανθρώπων με τη μυστηριώδη κωδική ονομασία “Άλπεις” αναλαμβάνουν ένα γκρότεσκο και μακάβριο καθήκον. Αντικαθιστούν ανθρώπους που έχουν πεθάνει, παίρνοντας τη θέση τους μέσα στον οικογενειακό πυρήνα. Πασχίζουν να μιμηθούν όσο καλύτερα μπορούν τις συνήθειες, τις ατάκες, τις γκριμάτσες, τα χούγια και τις παραξενιές των αποθανόντων, να γίνουν όχι ακριβώς “πιστά αντίγραφα” των “πρωτοτύπων”, αλλά ξεκούρδιστα κακέκτυπά τους. Οι συγγενείς των εκλιπόντων είναι οι εργοδότες των “Άλπεων” και -ως εκ τούτου- συμμετέχουν στο αρρωστημένο αυτό παιχνίδι κανονικότατα και με πλήρη συνείδηση, διορθώνουν τα μικρολάθη και τις ατέλειες, επιτελούν στην εντέλεια τον δικό τους ρόλο.

Ο τόπος των ηρώων του Λάνθιμου, σε ολόκληρη την “ελληνική” περίοδο της φιλμογραφίας του, είναι εξωφρενικά αλλοπρόσαλλος, ένα κλειστό κύκλωμα διαστροφής όπου καταλύεται κάθε γνωστός κανόνας, όπου η ζωή και οι άνθρωποι φέρονται σαν απροσάρμοστοι φιλοξενούμενοι, όπου οι ρόλοι και οι ταυτότητες είναι αποκλειστικά προϊόν στρέβλωσης και δυσλειτουργίας. Η αυτοματοποιημένη εκφορά του λόγου, οι  λέξεις και τα σώματα που κρέμονται σαν μαριονέτες, η σαρκαστικά μηδενιστική διάθεση απέναντι σε ό,τι κι αν διαδραματίζεται, η εκκούσια (αυτό)γελοιοποίηση, το ξεκούδουνο χιούμορ, θαρρείς ήχος ξένος που βγαίνει τηλεκατευθυνόμενα από το ανθρώπινο στόμα, ένα αγκυλωμένο μειδίαμα παραξενιάς, απορίας, έμμεσης φιλαυτίας.

Σε αυτή την καταψυγμένη έρημο, όπου κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να φυτρώσει, η απομίμηση της ζωής δεν είναι αποτέλεσμα νοσηρού εγκλεισμού και σαδιστικής εξαπάτησης, όπως στο Dogtooth. Τα μέλη των “Άλπεων” είναι μια συμμορία από σωσίες που δεν φέρνουν καμία ομοιότητα με τα καλούπια τους, ένα τσούρμο από παραμορφωμένους και αδέξιους κλώνους. Μια σπείρα από επαγγελματίες του πόνου που νοικιάζουν συμπόνια με το κιλό και θρέφονται παρασιτικά από το πένθος και την απώλεια, χωρίς να είναι καν σε θέση να το αντιληφθούν.

Ο Λάνθιμος φτιάχνει μια ατμόσφαιρα πάχνης και ομίχλης, ταιριαστή με τους ήρωές του, οι οποίοι περιδιαβαίνουν ένα νεκρό κόσμο, λες και πρόκειται (ας μας επιτραπεί η κατασκευή του όρου) για υπαρξιακούς γκάνγκστερ. Ένα πυκνό στρώμα θλιμμένης εξουσίας, από το οποίο (σταθερή αυτή η θεματική στο λανθιμικό σύμπαν) ένας μοναχικός αντάρτης θέλει να ξεμυτίσει. Να παραμερίσει την κουρτίνα και να κρυφοκοιτάξει τη ζωή ή έστω να ψάξει να βρει αν όντως αυτή υπάρχει.

Ακόμη κι αν κάποιες στιγμές η αρχική σπίθα μοιάζει να αφήνεται στην τύχη της, ολίγον μετέωρη και ατελής (περίπου όπως όλοι οι ήρωες της ταινίας), σαν ένα ανολοκλήρωτο σκαρίφημα που δεν μπόρεσε να βρει τον δρόμο του, ακόμη κι αν το ύφος φλερτάρει επικίνδυνα με την επιδειξιμανία, οι Άλπεις (ιδίως όσο περνά ο καιρός και αναθεωρούμε το έργο του Λάνθιμου, τόσο επανεκτιμώντας όσο και απομυθοποιώντας) στέκουν ως ένα θαυμαστά παράτολμο (ή και παράτολμα θαυμαστό) εγχείρημα.

Που παιχνιδίζει με τον αυτισμό του και διαλαλεί την αυταρέσκειά του, αλλά δεν παύει να γοητεύει. Διότι μετατρέπει τη συγκίνηση, την ενσυναίσθηση και την αναζήτηση επαφής όχι σε μια εστέτ μισανθρωπική κυριολεκτική ουτοπία (έναν τόπο, δηλαδή, που δεν υφίσταται), αλλά σε ένα καλά κρυμμένο και χαμένο θησαυρό, για τον οποίο ίσως και να υπάρχει κάποιος χάρτης. Σαν μια υπόκωφη έκκληση για συντροφιά που ακούγεται στο βάθος. Κι ακόμη κι αν δεν τρέξεις προς την ηχώ, αυτή θα έχει τρυπώσει στο μυαλό σου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑