Festivals TIFF 61: Digger

12 Νοεμβρίου 2020 |

0

TIFF 61: Digger

Σκηνοθεσία: Τζώρτζης Γρηγοράκης

Παίζουν: Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη

Διάρκεια: 

Στην καρδιά του δάσους, εκεί όπου οι μόνοι ήχοι είναι οι παλμοί της φύσης, Ο Νικήτας, ένας ορκισμένος τελευταίος των Μοϊκανών, επιμένει να ακολουθεί ευλαβικά έναν τρόπο ζωής που κινδυνεύει με εξορία και αφανισμό. Ακριβώς δίπλα του, βρυχάται ένα «τέρας» που απειλεί όχι να καταστρέψει το παρθένο τοπίο, αλλά και να ξεπαστρέψει έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Η μάχη είναι εξ ορισμού και εξαρχής άνιση, αλλά ο Νικήτας είναι οπλισμένος με ένα πείσμα ανυποχώρητο, το οποίο ανά στιγμές μοιάζει με αυτοκαταστροφικό καπρίτσιο. Δεν είναι απλώς το σπιτικό του που προστατεύει, αλλά την ίδια του την ύπαρξη, τις ανοιχτές πληγές και τα αθεράπευτα τραύματά του.

Αντιστρέφοντας το παραδοσιακό μοτίβο του φτωχού και μόνου καουμπόι, που περιπλανιέται σε απέραντες εσχατιές, σε μόνιμη αναζήτηση ενός νέου πεπρωμένου, το Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη μάς συστήνει έναν διαφορετικό ήρωα του (σύγχρονου ελληνικού) φαρ ουέστ. Ο Νικήτας δεν τρέχει να ξεφύγει από τα λάθη και τα κρίματα του παρελθόντος, αλλά έχει ριζώσει δια βίου δίπλα τους και μαζί τους. Ο Νικήτας δεν παίρνει τους δρόμους παλεύοντας μάταια να βρει τη λήθη, αλλά επιμένει να ζει ξανά και ξανά μέσα στον νεκρό χρόνο, σε ένα απολύτως χειροπιαστό «πουθενά» (το όνομα του κτήματός του). Και αναπληρώνει για τα όσα δεν έζησε, για αυτά που δεν προσέφερε και αυτά που στερήθηκε, με τον μόνο πρόσφορο τρόπο: διοχετεύοντας την αγάπη του στο κοινό σημείο αναφοράς, στην αρχή των πάντων, στον πνεύμονα της ζωής (αλλά και του έρωτά του), στο δάσος και τους αμέτρητους μικρόκοσμους ζωής που φιλοξενούνται μέσα του.

Το Digger είναι πράγματι ένα γουέστερν μοντέρνας κόπιας που εκτυλίσσεται σε ένα μεταιχμιακό σκηνικό διχόνοιας και έριδας, που παραπέμπει σχεδόν αντανακλαστικά στην ιστορία των εξορύξεων χρυσού στη Χαλκιδική, αλλά έχει αντίκρισμα οικουμενικό. Ένας κόσμος παλιός και ξεπερασμένος, σαγηνευτικός και αυθεντικός, αλλά και λίγο ξεροκέφαλος και αυτάρεσκος, πνέει τα λοίσθια, παλεύοντας να κρατήσει τα τελευταία αναχώματα μπροστά στην επέλαση ενός θαυμαστού καινούργιου κόσμου που κατεδαφίζει κάθε μορφή αντίστασης, που πουλά και αγοράζει τα πάντα, ακόμη και εκείνα που εξ ορισμού δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγοραπωλησίας. Εν μέσω αυτού του σκηνικού έντασης, απορρύθμισης και πόλωσης, που ξεδιπλώνεται σταδιακά ως μια οικολογική περιπέτεια υπαρξιακών αποχρώσεων, διαδραματίζεται παράλληλα ένα δράμα πατέρα-γιου (οι κιθάρες α λα Ράι Κούντερ και η εμφάνιση του εξαφανισμένου υιού μέσα στην άγρια νύχτα, θαρρείς από κάποια μαύρη τρύπα, προσωπικά μου έφεραν στο νου το Paris, Texas, σε μια αντεστραμμένη μορφή), στο οποίο συνυπάρχουν η αναγκαία σύγκρουση και η λυτρωτική συμφιλίωση.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης και ο Αργύρης Πανταζάρας μπλέκονται σε μια διελκυστίνδα παράπονου, ανείπωτης πίκρας και αφόρητης αμηχανίας, προσπαθώντας να βγάλουν το κάρο της σχέσης τους από τη λάσπη. Η απόσταση μεταξύ τους άλλοτε συρρικνώνεται και άλλοτε εκτοξεύεται, σε μια συνθήκη που ακροβατεί εκ των πραγμάτων σε τεντωμένο σχοινί. Μια από τις σπουδαιότερες αρετές του Digger έγκειται στο πώς αποτυπώνει όλες τις κομβικές στιγμές σύγκλισης-αντιπαράθεσης των ηρώων: αβίαστα, αυθεντικά, με ρυθμό και τέμπο, με μπρίο και χιούμορ όταν απαιτείται. Με αποκορύφωμα, όλων, το τετ-α-τετ εξομολόγησης-απολογίας του πατέρα απέναντι στον γιο, σε μια σκηνή ανόθευτης συγκινησιακής φόρτισης. Με το σκοτάδι να καλύπτει τα πρόσωπα και τον Βαγγέλη Μουρίκη να μας χαρίσει μια υπόγεια στιγμή σπαραγμού, που βγαίνει από τα κατάβαθα της ψυχής.

Από εκεί και έπειτα, ένας ακόμη άσσος στο μανίκι του Digger έγκειται στο ότι βρίσκει τον τρόπο να ενσωματωθεί στο σύμπαν που την περιβάλλει από κάθε άποψη (ηχητικά, διαισθητικά, συμβολικά). Το δάσος γίνεται ισότιμος πρωταγωνιστής, ευλογεί και διαφεντεύει τις ζωές των ηρώων και εμείς τρυπώνουμε από την πίσω πόρτα σε ένα σύμπαν μυσταγωγικό και αλληγορικό, δίχως να επιστρατεύονται φανφάρες ή υπερβολές. Ο Γρηγοράκης δεν αποφεύγει να πάρει θέση στη «μάχη των κόσμων» που βρίσκεται στον πυρήνα της πλοκής, αποφεύγει όμως σε ικανοποιητικό βαθμό να σχηματοποιήσει τις δύο πλευρές. Καθοδόν προς μια τελική λύση που κλείνει τους λογαριασμούς, αλλά και αφήνει τα ενδεχόμενα ανοιχτά, προσφέροντας μια γλυκιά αίσθηση παρηγοριάς, ανακούφισης και συγχώρεσης. Ο βούρκος του χτες, το «τέρας» του αύριο, τα συντρίμμια της σύγκρουσης, ίσως και να είναι το λίπασμα και τα θεμέλια για κάτι καινούργιο, για κάτι πιο στέρεο. Σκάβοντας μπορείς να βρεις κουφάρια, μπορείς να βρεις και θησαυρούς. Διαλέγεις και παίρνεις.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑