Στο θρόνο του Ξέρξη
Αφού στο Motorway 65 μάς αφηγήθηκε μια ιστορία περίπου Ρωμαίου και Ιουλιέτας ή West Side Story (και πασπάλισμα Από την άκρη της πόλης), με χωροχρόνο δράσης τον Ασπρόπυργο του 2020, η Εύη Καλογηροπούλου επιστρέφει φέτος καθήμενη Στο θρόνο του Ξέρξη. Μετά τη συμμετοχή στο επίσημο διαγωνιστικό μικρού μήκους των Καννών τότε, τώρα είχε σειρά η προβολή στην Εβδομάδα Κριτικής, αλλά κυρίως το βραβείο του Canal+, το οποίο αποκόμισε. Από τον Ασπρόπυργο στο Πέραμα, από τη μία υποβαθμισμένη λαϊκή συνοικία στην άλλη: η σκηνοθέτιδα διαλέγει πάλι έναν τόπο όχι χλιδάτο, καταφρονεμένο, της εργατικής τάξης. Απαγορεύεται το άγγιγμα ανθρώπου σε άνθρωπο εκεί, σε ένα όχι μακρινό μέλλον. Απαγορεύεται δηλαδή ουσιαστικά μία από τις αισθήσεις, η αφή, γιατί συχνά έχει να κάνει με την ερωτική επιθυμία ή έστω με τη στοργή. Κόσμος χωρίς επαφή του ενός με τον άλλο, κόσμος που εντάσσεται στην άποψη της δημιουργού για μια φουτουριστική δυστοπία.
«Στην εργασιακή δυστοπία των ναυπηγείων του Περάματος, η χρόνια απαγόρευση της σωματικής επαφής έχει μετατρέψει τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις σε απόκοσμες προσομοιώσεις ενός καταπνιγμένου αισθησιασμού που υπερβαίνει τα ετεροκανονικά στερεότυπα της επιθυμίας. Κάτω από την υπόνοια της ύπαρξης ενός πανταχού παρόντος, αλλά αόρατου ελεγκτικού μηχανισμού, ακολουθείται η αφήγηση του Γιώργου, του παλαιότερου εργάτη και υπεύθυνου στο ναυπηγείο, σκιαγραφώντας τις ανθρώπινες σχέσεις όπως αυτές διαμορφώνονται σε μία οργουελιανή καθημερινότητα όπου το οπτικό υποτάσσει το συγκινησιακό», γράφει το δελτίο τύπου. Όμως, παρά τις πομπώδεις διατυπώσεις της υπόθεσης που διανέμεται, παρά το μεγάλο βραβείο ενός σημαντικού δικτύου, ο γράφων οφείλει να σημειώσει ότι πουθενά δεν εντόπισε το βασικότερο συστατικό για να μας… αγγίξει ένα φιλμ που επιθυμεί να καταγγείλει μια κοινωνία απάνθρωπη. Η καλοφτιαγμένη κατασκευή είναι άψυχη, είναι… κατασκευή. Αλλά αυτή είναι μόνο η αίσθηση ενός κριτικού, ποιος ενδιαφέρεται όταν έρχονται οι διακρίσεις;
Όχι αύριο
Με μακρά προϋπηρεσία στο χώρο της μικρού μήκους, η Αμέρισσα Μπάστα μας προσφέρει μια από τις καλύτερες ταινίες του φετινού Φεστιβάλ. Το Όχι αύριο είναι μια ωδή στην ανάγκη αξιοποίησης κάθε στιγμής, του παραμικρού δευτερολέπτου. Δεν εξαιρείται κανείς από αυτό. Όλα όσα βλέπουμε διαδραματίζονται σε ένα 24ωρο, χρόνο θεωρητικά αμελητέο για έναν νεότατο άνθρωπο όπως ο ήρωάς μας. Μόνο που κάθε στιγμή μπορεί να αλλάξει μια ζωή, μόνο που η επόμενη μέρα μπορεί να είναι εξ ορισμού τελείως διαφορετική.
Ο εξαιρετικός στον ρόλο Νικολάκης Ζεγκίνογλου ενσαρκώνει έναν ήρωα μεγαλωμένο σε περιβάλλον προβληματικό, παρότι αγάπη υπάρχει. Η μάνα είναι εκεί, αλλά δεν αρκεί, καθώς ο πατέρας έχει εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη, αλλά και δεν έχει τη δυνατότητα να συνδράμει ούτε καν τη στοιχειώδη διατροφή. Ο μικρός αδερφός λατρεύει τον μεγάλο και θέλει να είναι μαζί του. Ωστόσο, η επιβίωση σ’ έναν κόσμο όπου το χρήμα κυριαρχεί, έχει παρενέργειες. Για να το αποκτήσει κανείς, αναγκάζεται να υποπέσει σε ολισθήματα, να μπλέξει σε δουλειές ύποπτες, να πάρει βάρη που δεν του αναλογούν κανονικά και να πληρώσει για χρέη άλλων. Όπως ο πρωταγωνιστής μας, που ζει έντονα κάθε λεπτό αυτής της μίας μέρας, γιατί το αύριο, στο οποίο τον παραπέμπει η όμορφη κοπέλα που γνωρίζει, είναι καταδικασμένο, οριοθετημένο πίσω από κάγκελα. Δυνατό αφηγηματικά, με πολύ καλές ερμηνείες και ιδανική μουσική επένδυση, το φιλμ της Μπάστα θυμίζει τη ρήση που μας δίδαξε και Ο κύκλος των χαμένων ποιητών: Άδραξε τη μέρα. Μόνο που μερικές φορές ίσως να μην είναι πια στο χέρι σου…
Λίλα
Ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Μάκης Παπαδημητρίου αποφασίζει να περάσει για λίγο και πίσω από την κάμερα. Έτσι προκύπτει η Λίλα, μια ταινία για μια γυναίκα ηλικιωμένη, που βιώνει το μαρτύριο της σταγόνας, όπως οι περισσότερες που φτάνουν στα χρόνια της. Η Λίλα έχει μια κόρη. Δεν τη βλέπουμε ποτέ, αλλά υπάρχει, διότι αυτή στέλνει έναν ψυχολόγο να βοηθήσει τη μητέρα της. Η ίδια προφανώς δεν μπορεί (;), αλλά εκείνος καλείται να μάθει, με πλείστη υπομονή, όσα κρύβει μέσα της η γηραιά κυρία. Η Λίλα έχει κι έναν σύζυγο. Ή μήπως όχι; Δεν υπάρχει χειροπιαστή ένδειξη, τη βλέπουμε σε αλλεπάλληλα ενδιάμεσα πλάνα να ξυπνά, να παίρνει πρωινό, να ψωνίζει, να μαγειρεύει, να κοιμάται, αλλά άνδρας πουθενά. Α ναι: μιλά δυο-τρεις φορές έξω από μια κλειστή πόρτα σε κάποιον, ζητώντας του άδεια (;) να κάνει μια βόλτα καμιά ωρίτσα. Όμως, πού είναι αυτός ο κάποιος και γιατί δεν τον αγγίζει ποτέ, όταν το χέρι της κινείται ψάχνοντας πλάι της στο κατωσέντονο;
Πού οφείλεται αυτή η ατέλειωτη μοναξιά της τρίτης ηλικίας; Στη (φυσιολογική, κατά τα ειωθότα) εγκατάλειψη των γονιών από τα παιδιά, όταν εκείνα μεγαλώνουν, παντρεύονται κτλ.; Στην έλλειψη επικοινωνίας από ένα σημείο κι έπειτα με τον (ή την) σύζυγο; Στην αναπόληση των ευτυχισμένων στιγμών, που πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν; Στο φόβο του τέλους που πλησιάζει; Όποια κι αν είναι η αιτία, ο Μάκης Παπαδημητρίου προτιμά να φτιάξει ένα φιλμ χαμηλότονο, όπως και η ζωή της πρωταγωνίστριας, να μιλήσει με τρόπο που θυμίζει στο κύριο μέρος του θεατρική πράξη με δύο ηθοποιούς, παρεμβάλλοντας πάντως αποσπάσματα από την καθημερινότητα, την αβάσταχτη ρουτίνα. Δεν καινοτομεί ως σκηνοθετική γραφή, δεν ενθουσιάζει, άλλωστε δεν το επιδιώκει, τρέφει όμως αισθήματα συμπόνοιας και κατανόησης για την ηρωίδα του, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα της διπλανής πόρτας. Και πείθει για την ειλικρίνεια της προσέγγισής του.
Γιάμα
Ο Ανδρέας Βακαλιός είναι από τους πλέον αξιόλογους νέους δημιουργούς, με τις δύο προηγούμενες ταινίες του να έχουν αμφότερες εντυπωσιάσει. Το Death car με τα σπασμένα φρένα μάς κατέπληξε, ενώ με τη Μίλα κατόρθωσε να κινηθεί σε άλλους ρυθμούς με την ίδια επιτυχία. Η νέα του δημιουργία, το Γιάμα, ωστόσο -παρότι δεν υστερεί σε σκηνοθετικό επίπεδο- μας άφησε μάλλον μετέωρους. Σε πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε πώς ένας παιδιάστικος ανταγωνισμός μετατρέπεται σύντομα σε επικίνδυνο παιχνίδι. Σε δεύτερο, πώς στην Ελλάδα του 2021, 200 χρόνια μετά την επανάσταση και τη μετέπειτα απελευθέρωση της χώρας, κυριαρχεί ένας ρατσισμός, που άλλοτε εκδηλώνεται με την άρνηση ένταξης του «ξένου», άλλοτε πάλι με την απόδοση σ’ αυτόν όλων των κακών. Και… σε ένα τρίτο, αυτό που χωλαίνει κύρια στην αφηγηματική του προσέγγιση, επισημαίνει ότι η ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές, με αποτέλεσμα να ωραιοποιούνται ή να αποκρύπτονται από την κοινή μνήμη τα πάσης λογής «γιάματα», τα λάφυρα και η καμμένη γη…
Δεν είναι καθόλου αδιάφορη η κατάθεση αυτής της άποψης, περί μη λήθης και μη καλλωπισμού των γεγονότων, δεν λειτουργεί όμως πειστικά όταν λ.χ. από τα πρώτα πλάνα του φιλμ, το κυνήγι του μικρού Βλαντ, του Βούλγαρου παρείσακτου στη γειτονιά των Ελλήνων, συνοδεύεται από ήχο στρατιωτικού εμβατηρίου. Έτσι, η φιλόδοξη τούτη ιδέα πιέζει το σενάριο, η μεταφορά της άλλης όψης του 1821 (και κάθε άλλης, ιερής και μη εξέγερσης) στη σημερινή πραγματικότητα δεν ολοκληρώνεται αποδεικτικά. Μένει, όμως, πέρα από τη δεινότητα στο χειρισμό της κάμερας, που για άλλη μια φορά επιδεικνύει ο Βακαλιός, το εύστοχο ερώτημα: οφείλεται μια συγγνώμη στα άδικα θύματα μιας «εμπόλεμης» κατάστασης… και αν ναι, είναι αρκετή και αποδεκτή; Μακάρι!
Σήμερα ήθελα
Μια κοπέλα νιώθει μόνη σ’ ένα πάρτι, που γίνεται στο σπίτι της. Ένα πάρτι για να γιορτάσει προφανώς. Αλλά τι; Γεμάτη θλίψη και με τις αισθήσεις νεκρωμένες, δεν μπορεί να συμμετάσχει στην ερωτική ατμόσφαιρα που την περιβάλλει. Αυτή βιώνει εκείνο το βράδυ, αλλά και το επόμενο πρωινό, όπως και πολλά επόμενα βράδια κι άλλα τόσο πρωινά πιθανόν, τη μοναξιά, αλλά και τις κατακλυσμιαίες αναμνήσεις του πάθους που βίωσε με τον πρώην αγαπημένο της και που κάπου στο δρόμο χάθηκε για πάντα. Αυτή δεν είναι η μοίρα για τους περισσότερους έρωτες; Όμως ορισμένοι εξ αυτών, όπως ετούτος, δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Η σκηνοθέτις και πρωταγωνίστρια της ταινίας Βασιλίνα Κατερίνη επιλέγει να μιλήσει για έναν πεθαμένο πια έρωτα, εστιάζοντας όχι στις ώρες των αφόρητων συγκρούσεων, αλλά στις στιγμές των σωματικών επαφών, της ηδονής και απόλαυσης. Αυτής που απωλέσθηκε, μαζί με την αγάπη. Δεν έχουμε επομένως να κάνουμε με ένα νέο Άφτερλωβ, μια που ο Χάρης Φραγκούλης είναι κοινός παρονομαστής, αλλά με μια κατά τι πιο ροζ off αφήγηση, αισθητικής Άρλεκιν, χωρίς πραγματική κορύφωση, καθώς που από το πρώτο πλάνο γνωρίζουμε ήδη την έκβαση.
The last journey
Το ro-ro cargo πλοίο είναι εμπορικό και μεταφέρει αυτοκίνητα, φορτηγά, λεωφορεία, μηχανές κτλ. Δηλαδή το εμπόρευμά του κινείται πάνω σε τροχούς αποκλειστικά. Ένα μεταφορικό μέσο που μεταφέρει άλλα μεταφορικά μέσα. Μέσω θαλάσσης κουβαλά οχήματα της ξηράς. Όπως βεβαίως και το πλήρωμά του. Ο Στιβ Κρικρής, μετά το απρόσμενο The Waiter, ένα θρίλερ σε ελληνικούς weird wave ρυθμούς, στρέφει την κάμερά του και πάλι σε έναν εσωτερικό χώρο, αυτήν τη φορά, ενός καραβιού. Δείχνοντας ξεκάθαρα τη λατρεία του στο χτίσιμο σκηνών σασπένς, καταφέρνει να ξεκινήσει το The last journey με τρόπο πολανσκικό, καθώς ο ήρωάς του περιφέρεται λουσμένος από κρύο ιδρώτα στους διαδρόμους του «Καπετάν Χρήστου», όπως λέγεται το πλεούμενο. Είναι μόνος του, παρατημένος, στη μέση του πουθενά. Πώς έχει συμβεί αυτό;
Όταν η πραγματικότητα έρθει να αντικαταστήσει το φανταστικό, ονειρικό και εφιαλτικό, τότε μαθαίνουμε περισσότερα και αντιλαμβανόμαστε τον λόγο του έντονου φόβου του. Έχει έρθει η ώρα, 45 χρόνια αφότου μπάρκαρε για πρώτη φορά, να εγκαταλείψει αυτός (και όχι να τον εγκαταλείψουν εκείνοι) τους μόνιμους συντρόφους του. Έχει φτάσει ο χρόνος που θα ξαναβιώσει τη ζωή στη στεριά. «Το τελευταίο ταξίδι» του είναι ετούτο, ο θίασος επί σκηνής θα τον αποχαιρετήσει, το απόλυτα άγνωστο περιβάλλον που τον αναμένει πια, το χώμα, η άσφαλτος, το σπίτι, το χωριό ή η πόλη τον τρομοκρατούν. Ο Κρικρής σκηνοθετεί με εξαιρετικές ιδέες, εκκινώντας -όπως προείπαμε- σε μορφή ταινίας αγωνίας, εντάσσοντας κατόπιν μια αφήγηση off, η οποία ντύνει με σχεδόν ντοκιμαντερίστικο μανδύα το μέσον του φιλμ και κλείνοντας με τον μοναχικό πια ήρωά του να απομακρύνεται κάτω από φώτα κίτρινα (και όχι κόκκινα, όπως έγραψε η υπέροχη πένα του Νίκου Καββαδία για τη Σαλονίκη)…