Festivals 45o Φεστιβάλ Δράμας: Day 1

7 Σεπτεμβρίου 2022 |

0

45o Φεστιβάλ Δράμας: Day 1

5 μ.μ. παραλία

Το 45ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας ξεκινά με μια ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας φορτηγατζής που ζει πάνω στους 4 τροχούς, ταξιδεύοντας -όχι για τουρισμό, αλλά για δουλειά- μερόνυχτα σε κάθε γωνιά της Ευρώπης. Η θαυμάσια ταινία του Βαλεντίν Στέισκαλ, που απολαμβάνει εξαιρετικές ερμηνείες από τους δύο ηθοποιούς του, αρχίζει με τον Νίκο (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος) να ακούει μέσα στη νύχτα το τραγούδι “Αερόπλανο θα πάρω”. Τι λένε (περιεκτικά) οι στίχοι του; “Μάθε πως… δεν μπορείς να κάνεις βήμα… και πως δεν ψηφώ τον Χάρο κι αν μου φύγεις πως μπορώ… να ‘ρθω πάλι να σε βρω”. Δεν φοβάται όντως τον Χάρο και θα μπορούσε να βρει τον Χρήστο (Κίμωνας Κουρής) ακόμα και σε μια έρημη παραλία, στο πουθενά. Τον Χρήστο που πλέον είναι παντρεμένος, με παιδί…

Ο Νίκος, με το χάραμα, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τη μάνα του, τον μόνο δεσμό αίματος που διατηρεί με τον έξω κόσμο, αλλά και τη μόνη που θυμάται πώς γεννήθηκε, τα γενέθλιά του. Ήταν σαν σήμερα κι εκείνη ανακαλεί κάθε στιγμή και η αφήγησή της ακούγεται γλυκά στ’ αυτιά του -κι ας μην το παραδέχεται. “Ξέρω το τέλος” τής λέει, για να δικαιολογήσει σκωπτικά την ψεύτικη αδιαφορία του. Θα περάσει αυτήν τη χαρούμενη (θεωρητικά) μέρα με έναν φίλο. Έναν φίλο, τον Χρήστο, με τον οποίο πώς συνδέονται; “Σειρά!” αναφωνεί ο Νίκος. Λέξη που ξεκαθαρίζει τη σχέση τους. Ήταν μαζί στο στρατό, έμαθαν εκεί πώς να επιβιώνουν σε καιρό πολέμου, ακόμα και πώς να πετυχαίνουν να επαναφέρουν στη ζωή τους συντρόφους τους στη μάχη. Τα εργαλεία γι’ αυτήν την επιβίωση τα κουβαλά μαζί του ο Νίκος, όμως πλέον για χρήση σε καιρό ειρήνης, εδώ και τώρα.

Επιθυμεί να υλοποιήσουν -έστω τόσα χρόνια μετά- ό,τι σκαρφίστηκαν για να “παίξουν” στη διάρκεια της θητείας, το σενάριο που έφτιαξαν για να “νομιμοποιήσουν” το φιλί ανάμεσά τους ως φιλί της ζωής. Δεσμώτης τότε του φόβου του να εκδηλωθεί ερωτικά, αλλά και να ρισκάρει κατ’ ουσίαν την ίδια του τη ζωή για προκάλυψη, έχει αποφασίσει πως είναι πια καιρός να τολμήσει. Απαιτείται βέβαια η συμμετοχή του Χρήστου στο όλο κόλπο, την οποία τελικά δεν θα του αρνηθεί, γιατί τα αισθήματα δεν είναι μονόπλευρα. Επιστρέφοντας στη φράση κλειδί του φιλμ, το “Ξέρω το τέλος”, που απευθύνει πικρά στη μητέρα του, ο ήρωας ετούτης της πραγματικά όμορφης ταινίας, είναι φανερό ότι προσπαθεί να προλάβει αυτό το τέλος, το σούρουπο του βίου του, με τη σκηνοθεσία τούτης της σύντομης συνάντησης. Πνίγεται μεταφορικά από την αδυναμία να εκδηλωθεί, αυτός ο “μάτσο” άνδρας, δοκιμάζει λοιπόν επιτέλους να πνιγεί και κυριολεκτικά, μήπως και πιαστεί από μια σανίδα σωτηρίας, μήπως δηλαδή του δώσει κάποιος (αυτός που πρέπει, κατά προτίμηση) το φιλί της ζωής. Ίσως έτσι ανακαλύψει με χαρά, άλλωστε, ότι δεν θυμάται μόνο η μάνα τα γενέθλιά του…

Καναρίνι

Καναρίνια: πουλιά αιχμάλωτα, μέσα στα κλουβιά τους. Ανθρακωρύχοι: κι αυτοί ουσιαστικά αιχμάλωτοι, της δουλειάς τους, χωμένοι στα έγκατα της γης. Ένας από δαύτους θα προσέξει ένα καναρίνι, θα συνδεθεί μαζί του, θα το αγαπήσει, καθώς και μόνο η παρουσία του αποτελεί μια διέξοδο από το ανυπόφορο περιβάλλον εργασίας. Η αγάπη προς αυτό θα του ανταποδωθεί από εκείνο, ο θάνατος του πτηνού θα σημάνει τη διάσωση της ανθρώπινης ζωής, με έναν απροσδόκητο υπερβατικό τρόπο. Είναι άραγε μια θυσία; Μπορεί να υπάρξει τέτοια από ένα πουλάκι;

Ο Μάριος Γαμπιεράκης και η Χρυσούλα Κοροβέση σκηνοθετούν αυτό το σύντομο κινούμενο σχέδιο, μικρό και καθόλου τρυφερό στο μάτι, αλλά πολύ τρυφερό στην ψυχή. Για να βοηθήσουν μάλιστα στην κατανόηση της μικρής τους ιστορίας μάς πληροφορούν λίγο πριν τους τίτλους τέλους ότι (ως ιδιωματισμός) το καναρίνι ανθρακωρύχου, σημαίνει καθετί του οποίου ο θάνατος ή η δυσφορία λειτουργεί ως έγκαιρη προειδοποίηση κινδύνου.

Μια νύχτα στο νεκροταφείο

Ο ξενιτεμένος animator Στέλιος Πολυχρονάκης σκηνοθετεί ένα (ίσως υπερβολικά) γλυκό κινούμενο σχέδιο, βγαλμένο πιθανά από προσωπικά βιώματα, αλλά όχι ξένο και στα βιώματα καθενός από εμάς τους θεατές του. Όλοι λίγο-πολύ μεγαλώσαμε κοντά σε παππούδες περισσότερο ή λιγότερο παλιομοδίτες (δηλαδή τύπους-θεριά, “Θεριακάκης” ο μακαρίτης, που τα έλεγαν στους ξένους “τσεκουράτα”, για να θυμηθούμε και το υπέροχο “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”, αλλά έλιωναν από αγάπη για τη σύντροφο και τα λοιπά αγαπημένα τους πρόσωπα) και σε γιαγιάδες πραγματικές “κολώνες του σπιτικού”, οι οποίες και φρόντιζαν από ένα σημείο και μετά να συνεχίσουν τη φαμίλια, χωρίς να παραλείπουν ποτέ να ανάψουν κάθε εβδομάδα το καντήλι του χαμένου τους συζύγου στα Κοιμητήρια.

Εύστοχες οι νύξεις για τις δυσκολίες της ζωής γενικά, για τις μικρές φιλικές κοινωνίες των ελληνικών χωριών, όπου “το ένα χέρι νίβει το άλλο”, αλλά και… για τους κρητικούς κακοτράχαλους δρόμους. Με έντονα γλυκόπικρες σκηνές που διαδραματίζονται στο χώρο “ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός”, ο δημιουργός αυτού του animation δεν γυρίζει θρίλερ τύπου Στίβεν Κινγκ στα νεκροταφεία. Του αρκεί ένας άγριος σκύλος, ένας σεισμός (;) και ένα σπασμένο κάδρο με τη φωτογραφία του νεκρού για να φέρει ακριβώς αυτόν τον από μηχανής… νεκρό πρόσκαιρα στη “ζωή” και να θυμίσει ότι η αγάπη όλα τα νικά, φοβερά και τρομερά.

11.20 π.μ.

Κουβαλώντας τεράστια εμπειρία από τη μακρά ενασχόλησή του με τη μικρού μήκους ταινία, ο Δημήτρης Νάκος έρχεται να συνεχίσει επιτυχημένα με το “11.20 π.μ.”. Ο χώρος όπου διαδραματίζονται όλα είναι ένα δωμάτιο, σε ένα κλασικό αστικό σπίτι. Εκεί, παρά την ύπαρξη πόρτας ασφαλείας, η αλλοδαπή οικιακή βοηθός θα βρει πανικόβλητη την κυρία που φρόντιζε μέχρι πρότινος, η οποία έχει πέσει θύμα ληστείας. Και έτσι, χωρίς να έχει σχέση με τους κλέφτες αυτούς, θα μπλέξει…

Ο Νάκος τοποθετεί την ιστορία στο σήμερα (ή -για ακρίβεια- στο σήμερα του πρώτου έτους του κορονοϊού), με το φόβο για τη νέα αρρώστια να έχει αφήσει χωρίς δουλειά τις περισσότερες γυναίκες που εργάζονται σε σπίτια ηλικιωμένων. Αυτός ο φόβος και η ήδη προϋπάρχουσα κοινωνική και ρατσιστική προκατάληψη, στην περίπτωσή μας και σε πολλές άλλες υπαρκτές, οδηγεί πολλές φορές σε ενέργειες που φαίνονται εξοργιστικές, απαράδεκτες, άθλιες. Είναι έτσι; Μήπως η ανέχεια έχει αλλοιώσει κι αυτή με τη σειρά της τις ηθικές αντιστάσεις, μήπως υπάρχουν σύγχρονοι Γιάννηδες Αγιάννηδες (έστω πιο καλοντυμένοι από τότε) ανάμεσά μας, τους οποίους δεν θέλουμε να βλέπουμε ή να αντιλαμβανόμαστε το πώς και γιατί έφτασαν στο σημείο να παίρνουν το καρβέλι ψωμί (ή και κάτι περισσότερο), το οποίο έχουν ανάγκη;

Με εξαιρετικούς ρόλους να υπηρετούν το σενάριό του, προσεγμένη δουλειά σε λεπτομέρειες, ένταση που προκύπτει φυσικά και όχι προσχηματικά, αλλά και την ορθή διάρκεια για να σε “κρατήσει στην τσίτα” μέχρι τέλους, ο σκηνοθέτης καταγράφει εύστοχα την πραγματικότητα στην καημένη Ελλάδα του μ.κ. (μετά κορονοϊό) χρόνου. Ανατρέπει όσα θέλουμε να πιστεύουμε και όσα είναι προφανή, αλλά αφήνει και μια πελώρια χαραμάδα ανθρωπιάς στο φινάλε, τόσο πελώρια ώστε να φαντάζει έως και σουρεαλιστική. Αυτή είναι και η μόνη του επιλογή που σηκώνει κουβέντα, αλλά ας την υιοθετήσουμε, δεν είναι μόνο χριστιανική επιταγή η βοήθεια στον έχοντα μεγάλη ανάγκη…

Pendulus

“Γεια, είμαι ο Χρήστος και με το φίλο μου εκεί αναρωτιόμαστε αν εσύ και η φίλη σου θα θέλατε να κάνουμε παρέα”. Περίπου έτσι παρουσιάζεται το κεντρικό πρόσωπο της εξαιρετικής μικρού μήκους ταινίας του Δημήτρη Γκότση. Αφού αποτύχει στο ρόλο του ως greek kamaki, λίγη ώρα αργότερα σε έναν τυπικό έλεγχο της αστυνομίας κάπου στο δρόμο, μαθαίνουμε ότι το καμάκι δεν ήταν ελληνικό, αλλά αλβανικό, ότι ο Χρήστος δεν είναι Χρήστος αλλά Άρμπι.

Pendulus σημαίνει ταλαντευόμενος, κρεμάμενος. Από μια κλωστή ίσως. Εδώ ο ήρωάς μας δεν είναι ένας κλασικός Βορειοηπειρώτης, που ούτως ή άλλως δυστυχώς για τους Αλβανούς είναι Έλληνας και για τους Έλληνες Αλβανός (εκτός αν για χάρη του ακούγεται ο εθνικός μας ύμνος). Είναι παιδί Αλβανών, ζει όμως στην Αθήνα από δύο ετών, μεγάλωσε παρέα με τους Έλληνες συμμαθητές του, δεν θέλει να βιώνει το ρατσισμό και τη γκετοποίηση, νιώθει στο κάτω-κάτω κι αυτός Έλληνας, παρότι το διαβατήριο γράφει “Αλβανός”. Αν στη “Διόρθωση” του Θάνου Αναστόπουλου πηγή έμπνευσης για το φιλμ ήταν ένα φρικτό πραγματικό περιστατικό που προκλήθηκε από την ρατσιστική “πατριωτική” βία κατά ενός Αλβανού μετά από αγώνα με την Ελλάδα, εδώ το αντίστοιχο πραγματικό περιστατικό δεν αλλάζει την εθνικότητα του θύματος (είναι πάλι Αλβανός), αλλάζει όμως τους θύτες, που είναι επίσης Αλβανοί. Αλβανοί εναντίον Αλβανού, γιατί τόλμησε να αντιταχθεί στη δική τους “μεγάλη ιδέα”, στη δική τους μεγάλη Αλβανία. Τα φυντάνια του κακού, τα βλαστάρια του, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μιας χώρας και ενός έθνους.

Το πολύ έξυπνο σενάριο, που υπογράφει ο ικανότατος Κώστας Γεραμπίνης, εμπλουτίζει την ιστορία και με την αντίστοιχη τάση “απόσχισης” από την εθνική κοινότητα-μειονότητα μιας κοπέλας, σερβιτόρας που “γυαλίζει στο μάτι” του πρωταγωνιστή μας. Αυτή, η Έλενα, είναι επίσης Αλβανή, αλλά -πέραν της δουλειάς της- δεν συναναστρέφεται ποτέ με Αλβανούς. Προσπαθεί επίσης να ξεφύγει με το δικό της τρόπο από την περιθωριοποίηση όπως την αντιλαμβάνεται. Ίσως ετούτη η κοινή τους τάση για φυγή από τη μία ταυτότητα και για λήψη μιας άλλης να είναι ο πρόσθετος λόγος που ωθεί τον ήρωά μας στο “κυνήγι” της, που τον έλκει πιο κοντά της. Εκείνη, όμως, μένει πιστή στη ρότα της, δεν λοξοδρομεί, δεν απαντά σε οτιδήποτε θα την έκανε να παρεκκλίνει.

Παρότι προς το φινάλε έχουμε μάλλον αντιληφθεί τι πρόκειται να συμβεί, η ταινία του Γκότση (και το σενάριο του Γεραμπίνη) μας έχει αποζημιώσει ήδη αρκετά. Μας έχει υπενθυμίσει ότι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι υμών πρόγονοι, αν προσπαθήσεις να ξεπεράσεις τα όρια που έχουν τεθεί -από τον όποιο θεό τότε, από τους ίδιους τους ανθρώπους σήμερα- διαπράττεις ύβρι και τιμωρείσαι σκληρά. Ποια ύβρις όμως; Είναι ύβρις τελικά η αναζήτηση της δικής σου ταυτότητας, απαγορεύεται ο αυτοπροσδιορισμός σου;

Toxic Magnus

Ο αυτοπροσδιορισμός, όταν έρχεται ως αποτέλεσμα μιας ζωής που έζησες υπό τις κατευθυντήριες και το φόβο των άλλων, είναι το θέμα και της ταινίας του Νάσου Γκατζούλη. Μιας ταινίας του εθνικού διαγωνιστικού προγράμματος, η οποία είναι σε αγγλική γλώσσα και αποτελεί συμπαραγωγή Δανίας, Η.Π.Α. και Ελλάδας. Έχοντας κάνει την πρεμιέρα του στο μεγάλο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Κοπεγχάγης, το αυτοβιογραφικό αυτό one man show, με τον Μάγκνους Γκουντμάνσεν στον ένα και μοναδικό “ρόλο”, εξιστορεί το πώς ο συγκεκριμένος έφτασε να είναι σήμερα σύμβουλος ζωής.

Πώς; Μέσα από τα δικά του βιώματα, που είχαν ως κύρια και αβάσταχτη πηγή εμπειριών και αποφάσεων την επιβολή από τον πατέρα του ενός macho ανδρικού προτύπου. “You are a sissy”, ή επί το ελληνικότερο “είσαι αδελφούλα”, ήταν η μόνιμη επωδός του γονιού που έβλεπε το παιδί του να ακούει κλασική μουσική, να διαβάζει σοβαρή λογοτεχνία και να ζωγραφίζει. Του άλλαξε ουσιαστικά, με μορφή bullying τα πάντα, τον ώθησε σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, ωσότου ο Μάγκνους βρήκε τρόπο να γίνει ο εαυτός του. Και για ποιον λόγο; Γιατί να είναι έτοιμος άραγε να πει “όχι ρε πούστη μου, με ανακάλυψαν”;

Με γραφή υβρίδιο, χωρίς να είναι ούτε ντοκιμαντέρ ούτε και μυθοπλασία, με σκηνοθεσία που ρέπει προς ένα μοντάζ εφετζίδικο και απολαμβάνει να στήνει πλάνα που να χτυπούν έντονα στο μάτι, η ταινία του Γκατζούλη έχει ένα πολύ ιδιαίτερο κι ενδιαφέρον θέμα, αλλά δεν υπηρετείται το ίδιο εύστοχα από τις επιλογές του δημιουργού της. Είναι ένα σινεμά με περιεχόμενο, αλλά που υποκύπτει σε εντυπωσιασμούς, που δεν αρκούν για να αναδείξουν την τοξικότητα που καταγγέλλει.

Homo perfectus

 Το πρόγραμμα της Τρίτης, πρώτης μέρας του εθνικού διαγωνιστικού προγράμματος, έκλεισε με τρόπο εντελώς αντίθετο από εκείνον που άρχισε. Το “5 μ.μ παραλία” άφηνε υποσχέσεις, που σε μεγάλο βαθμό τηρήθηκαν από ταινίες όπως το “11.20 π.μ.” ή το “Pendulus”. Το φινάλε όμως με το “Homo perfectus” ήταν απολύτως απογοητευτικό. Έχουν περάσει περίπου 35 χρόνια από το “Φτιάχνοντας τον τέλειο εραστή” και δεν περιποιεί τιμή στη μικρού μήκους της Άλκης Πολίτη το γεγονός ότι θυμηθήκαμε με νοσταλγία την απλά ευχάριστη (τουλάχιστον) δουλειά της Σούζαν Σάιντελμαν. Ναι, προφανώς η προηγμένη τεχνολογία δεν θα δώσει ποτέ τον τέλειο εραστή ή την τέλεια ερωμένη, δεν θα καλύψει όλη τη γκάμα της ανθρώπινης φύσης για να σχηματίσει το τέλειο ταίρι. Αλλά… με αισθητική απωθητική και σενάριο που εξαντλείται στην πρώτη ιδέα, το “Homo perfectus” είναι απορίας άξιο πώς έφτασε να συμπεριλαμβάνεται στην τελική επιλογή.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑