Reviews Nobody Knows (Dare mo Shiranai)

15 Ιανουαρίου 2020 |

0

Nobody Knows (Dare mo Shiranai)

Σκηνοθεσία: Hirokazu Kore-eda

Παίζουν: Yūya Yagira, Ayu Kitaura, Hiei Kimura, Momoko Shimizu, Hanae Kan

Διάρκεια: 141′

Έτος παραγωγής: 2004

Αντλώντας έμπνευση από ένα αληθινό περιστατικό εγκατάλειψης ανήλικων τέκνων, το οποίο συντάραξε την ιαπωνική κοινή γνώμη το 1988 (λαμβάνοντας μάλιστα ευρεία δημοσιογραφική κάλυψη και από διεθνή ΜΜΕ), ο Χιροκάζου Κόρε-έντα διαβαίνει το κατώφλι της σκηνοθετικής του ταυτότητας. Έχοντας σκαρώσει ένα πρόχειρο draft του σεναρίου την εποχή που τα γεγονότα έρχονταν στο προσκήνιο, όταν δηλαδή εργαζόταν ακόμη ως βοηθός σκηνοθέτη σε τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, 16 χρόνια αργότερα παραδίδει το πρώτο εμβληματικό οικογενειακό δράμα της φιλμογραφίας του. Το 2004, ο Κόρε-έντα δεν έχει ακόμη ανακηρυχθεί θεματοφύλακας της κληρονομιάς του Γιασουχίρου Οζού, αλλά σίγουρα αφήνει μια πρώτη γεύση για το τι πρόκειται να επακολουθήσει.

Το Nobody Knows μεταμορφώνει το δράμα της εγκατάλειψης τεσσάρων ανήλικων αγοριών από τη μητέρα τους (πατέρας δεν υφίσταται στο κάδρο) σε έναν πανέμορφο οδοιπορικό ενηλικίωσης, εξερεύνησης και περιπέτειας. Η ακατέργαστη και ωμή δύναμη που κρύβει μέσα του το ένστικτο επιβίωσης, η ασύλληπτη ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμοστεί ακόμη και στα πιο ζοφερά δεδομένα, η έμφυτη τάση του παιδιού να περιπλανηθεί, να σηκώσει κάθε πέτρα και να γουρλώσει το βλέμμα μπροστά στο άγνωστο, είναι η μαγιά μιας ταινίας που γιορτάζει την ίδια τη ζωή και τους απαράβατους νόμους που τη διέπουν: μάθηση δια της δοκιμής, δαρβινική προσήλωση στα υπάρχοντα δεδομένα.

Ο Κόρε-έντα, γνωστός πλέον για την πλήρη αποφυγή εύκολης και βιαστικής δαιμονοποίησης οποιασδήποτε φαινομενικά αποκλίνουσας συμπεριφοράς, δεν τοποθετεί τη μητέρα στη εδώλιο του κατηγορουμένου. Αντιθέτως, την προσεγγίζει με τρυφερότητα και ανεκτικότητα, όχι για να μας πείσει εκβιαστικά να την συμπαθήσουμε, αλλά για να μας δώσει τη γενική κατευθυντήρια γραμμή της προβληματικής του: στον κόσμο των ανθρώπων, οι συμπεριφορές είναι πολυπαραγοντικές, απρόβλεπτες, γεμάτες λάθη και παραλείψεις, γεμάτες στιγμές σκληρής αποφασιστικότητας που τσακίζουν κόκαλα και καρδιές. Παράλληλα, όσο γνωρίζουμε την πραγματικότητα των τεσσάρων παρατημένων παιδιών τόσο συναισθανόμαστε ότι η (συν)ενοχή έχει αμέτρητες παραφυάδες και απολήξεις.

Το Τόκιο, μια μοντέρνα, αυτοματοποιημένη, εύρωστη και ευημερούσα μεγαλούπολη, που εκμεταλλεύεται κάθε πιθανή και απίθανη σπιθαμή του εδάφους, δεν βρίσκει τον ελάχιστο χώρο για ανθρωπιά, συμπαράσταση και ειλικρινή βοήθεια. Τα τέσσερα ετεροθαλή αδέλφια έχουν ισάριθμους διαφορετικούς πατεράδες, οι οποίοι τα εγκατέλειψαν με το που γεννήθηκαν και δεν θα βρεθούν ποτέ απολογούμενοι, ηθικά καταδικαστέοι, κοινωνικά λιθοβολούμενοι.

Η μητέρα των παιδιών σκοπίμως αποκρύπτει την ύπαρξή τους τόσο από την ιδιοκτήτρια του σπιτιού που νοικιάζει όσο και από τον τωρινό εραστή της. H μυστικοπαθής συμπεριφορά της, προφανώς, δεν είναι απόρροια επιλογής, αλλά αναγκαιότητας. Καθ’ όπως φαίνεται, κανείς δεν θα νοικιάσει διαμέρισμα σε μια ανύπαντρη μητέρα τεσσάρων παιδιών, κανείς υποψήφιος σύζυγος δεν θα είναι διατεθειμένος να επωμιστεί αυτό το συναισθηματικό και πρακτικό βάρος.

Σταδιακά, ξεπροβάλλει ένα ολόκληρο πλέγμα αδιαφορίας, στρουθοκαμηλισμού και αδράνειας, το οποίο από-προσωποποιεί την ευθύνη, την οποία και διαχέει σε μια κοινωνία αταβιστικά απαθή και μηχανιστικά κυνική. Όταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα αδέλφια, βίαια και άτυπα διορισμένος ως ο νέος προστάτης της οικογένειας, αναζητήσει χείρα βοηθείας, θα εισπράξει μια σειρά από κάθετες αρνήσεις, συγκαταβατικές κουβέντες ενθάρρυνσης και καλοπροαίρετες προτάσεις.

Εν ολίγοις, κανείς δεν θέλει να εμπλακεί προσωπικά, κανείς δεν θέλει να κάνει το βήμα παραπάνω, να θυσιάσει τη βολή και τον χρόνο του. Σε αυτό το σημείο, ο τίτλος της ταινίας ενδύεται με μια εκκωφαντική και σπαρακτική ειρωνεία. Το υποτιθέμενο Nobody Knows ξάφνου μεταμορφώνεται σε ένα αποκαρδιωτικό Everybody Knows, που συνοδεύεται από έναν βάρβαρο και απάνθρωπο αστερίσκο: όλοι ξέρουν, αλλά κανείς ενδιαφέρεται.

Ο Κόρε-έντα, όμως, δεν θα αφήσει την καρδιά των μικρών του προστατευόμενων να μαυρίσει, να παρατηθεί, να λιγοψυχήσει. Ο Γιαπωνέζος μάστορας πασπαλίζει το γκρίζο μιας ανήλιαγης καθημερινότητας με πινελιές φαντασίας, ευρηματικότητας και περιπέτειας, αποτυπώνοντας εκείνη τη μαγική στιγμή στην οποία το ευτελές γίνεται μεγαλειώδες, το συνηθισμένο γίνεται απρόσμενο και φαντασμαγορικό.

Αδιάφορα ή αρνητικά φορτισμένα αντικείμενα του σπιτιού ξάφνου αποκτούν διαστάσεις συναρπαστικές. Και επιφορτίζονται με τον ιερό των συμβόλων του σθένους, της αποφασιστικότητας, της αυταπάρνησης, της επιμονής και της αντοχής. Ομοίως, και οι μέχρι πρότινος αδειανοί, γυμνοί, απρόσωποι και καταθλιπτικοί δρόμοι της σκληρής μητρόπολης. Όταν η καρδιά φωτίσει, τα σκοτεινά αδιέξοδα –παρά τις αδιανόητες δυσκολίες- ξάφνου μοιάζουν με φωτεινά σταυροδρόμια.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑