What's On Halloween

30 Οκτωβρίου 2018 |

0

Halloween

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν

Παίζουν: Τζέιμι Λι Κέρτις, Τζούντι Γκριρ, Άντι Μάτιτσακ, Τζέιμς Τζουντ Κόρτνεϊ, Νικ Κασλ, Χαλούκ Μπιλγκινέρ, Γουίλ Πάτον, Ριάν Ρις, Τζέφερσον Χολ

Διάρκεια: 106′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Η νύχτα με τις μάσκες”

Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα το Halloween (1978)στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών. Νοικιάζαμε τότε με τους φίλους μου βιντεοκασσέτες ταινιών τρόμου, ως επί το πλείστον, για να κάνουμε χαβαλέ. Διασκεδάζαμε με τις σεναριακές απιθανότητες, με τις βλακείες των χαρακτήρων που πήγαιναν γυρεύοντας για να σφαγιαστούν. Κάθε τους παράλογη κίνηση ήταν μια αφορμή για να ξεκαρδιστούμε.

Αλλά το Halloween ήταν κάτι άλλο. Μας πάγωσε το αίμα από τα πρώτα λεπτά και τελικά το παρακολουθήσαμε όλο σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας, με την προσοχή τεταμένη και τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη. Τα γέλια κόπηκαν με το μαχαίρι (#diplhs, που λένε και στα σόσιαλ). Δεν υπήρχε χώρος για αστειάκια μ’ αυτό το θηρίο. Καταλάβαμε απότομα, ενστικτωδώς, ότι η καλή ταινία τρόμου ήταν μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση. Ως εκκολαπτόμενοι ταινιοφάγοι, είχαμε κάνει ένα καλό αρχικό βήμα προς την σινεφίλ ενηλικίωση.

Το πρώτο σοκ, ασφαλώς, οφείλεται στα εναρκτήρια λεπτά εκείνου του αριστουργήματος. Η κάμερα μας τοποθετεί μέσα στην οπτική κάποιου που φοράει μια μάσκα, κατεβαίνει τις σκάλες ενός σπιτιού, βρίσκει ένα μαχαίρι κι έπειτα μπαίνει στο δωμάτιο μιας νεαρής κοπέλας και τη σκοτώνει. Λίγο αργότερα το πλάνο υιοθετεί την οπτική του Θεού (ή των Άλλων, του απρόσωπου “Τρίτου”) και αποκαλύπτει ένα εξάχρονο αγοράκι που κραδαίνει το ματωμένο μαχαίρι, έχοντας βγάλει τη μάσκα του και κοιτάζοντας τον φακό με απόλυτα αδιάφορο, “αθώο” θα λέγαμε, ύφος.

Εκείνη τη στιγμή, ο μεγάλος Τζον Κάρπεντερ μας έχει ήδη συστήσει στο απόλυτο Κακό. Θα μάθουμε ότι το φονικό “αγγελούδι” είναι ο Μάικλ Μάγιερς και πως η κοπέλα που έσφαξε ήταν η αδερφή του. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, χωρίς την παραμικρή εξήγηση. Σε ό,τι αφορά τον Μάικλ, βρισκόμαστε όλοι στο σκοτάδι: οι ήρωες της ταινίας, εμείς οι θεατές, ακόμα και ο σκηνοθέτης. Το Κακό δεν εξηγείται, δεν αναλύεται, δεν “φωτίζεται”: είναι μια συμπαγής σφαίρα σκότους, αδιαπέραστη και κλειστή. Όπως έλεγε ένας Γάλλος συγγραφέας του περασμένου αιώνα: “ο Σατανάς είναι αγνός“. Αυτή η φράση ταιριάζει τέλεια στον Μάικλ Μάγιερς.

Όλα όσα συμβαίνουν από εκεί και μετά στη διάρκεια του πρώτου Halloween (η απόδραση του Μάικλ από το ψυχιατρείο που τον κρατούσαν έγκλειστο για δεκαπέντε χρόνια χωρίς να καταφέρουν να μάθουν το παραμικρό γι’ αυτόν, η επιστροφή του στη γειτονιά, η σφαγή των εφήβων), απλώς βάζουν τις τελευταίες πινελιές σ’ έναν πίνακα τρόμου που μας έχει παρουσιαστεί, σχεδόν ολοκληρωμένος, απ’ την αρχή του φιλμ.

Το αριστούργημα του Κάρπεντερ, μινιμαλιστικό και υπέροχο σαν το εμβληματικό μουσικό του θέμα, δεν αναπτύσσεται μέσα στο κλίμα της λογοκρατίας που χαρακτηρίζει τον δυτικό πολιτισμό και την κλασσική τέχνη του. Είναι ένα δυσοίωνο αντικείμενο πάνω στο οποίο προσκρούουν οι -υπερβολικά τακτοποιημένες- θεωρητικές μας απόπειρες και εξακοντίζονται μακριά. Τόνοι μελάνι έχουν χυθεί για να καθυποτάξουν τον Μάικλ Μάγιερς μέσα σε βολικά ερμηνευτικά σχήματα.

Είπαν ότι συμβολίζει μια άγρια πλευρά της πατριαρχίας (τι είναι το μακρύ μαχαίρι του αν όχι μια μεταφορά του Φαλλού; ), τον δολοφονικό μικροαστισμό που τιμωρεί τους νέους για την έκλυτη συμπεριφορά τους (σεξ και ναρκωτικά), την -καλά κρυμμένη πίσω από τυπικές ευγένειες- βαναυσότητα των προαστίων, τον “δαίμονα” της διπλανής πόρτας, το παράλογο και αιφνίδιο του Θανάτου που μετατρέπει τη ζωή σε μακάβριο αστείο, τον ερμήνευσαν υπαρξιστικά, μεταφυσικά, φροϋδικά ακόμα και μαρξιστικά.

Όλες αυτές οι προσπάθειες αιτιολόγησης του αναίτιου, μας κάνουν να μοιάζουμε με τους ψυχιάτρους του Μάικλ που αρνούνται να δεχτούν το απολύτως προφανές -γι’ αυτό και ιλιγγιωδώς τρομακτικότερο- της διαφάνειάς του. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω απ’ το Κακό, μονάχα το Κενό, το Τίποτα. Αν συμβολίζει κάτι ο Μάικλ, είναι αυτή την παντελή αχρηστία των συμβόλων, το παιδιάστικο της ανάγκης μας για ερμηνείες και αναλύσεις. Όπως έλεγε ο Νίτσε, “ισχύει το ολοφάνερο“.

Ο Κάρπεντερ έχτισε όλη την ταινία του πάνω στη βάση αυτής της ενόρασης. Γι’ αυτό και το Halloween είναι ένα τόσο μεγάλο έργο, παρά την “ταπεινή” του πρώτη ύλη και τον χαμηλό του προϋπολογισμό. Όταν δεν συντρέχει λόγος να εξηγήσεις, δεν έχεις παρά να δείξεις. Κι αυτό έκανε ο τεράστιος δημιουργός. Αφαιρετικό στα όρια του αφηρημένου, μακάβρια ποιητικό μέσα στη φορμαλιστική του αυστηρότητα, το Halloween του 1978 αδιαφορεί παντελώς για κάθε έννοια ψυχολογισμού και δραματουργικής “μηχανικής” (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν τέτοιο αδόκιμο όρο) και οπτικοποιεί λιτά αλλά μεγαλοπρεπώς τον εφιάλτη ενός κόσμου χωρίς νόημα. Μοντέρνο και ταυτόχρονα κλασσικότροπο (δεν υπάρχει, άλλωστε, τίποτα πιο διαχρονικό απ’ τους μηχανισμούς έκλυσης του φόβου), είναι μια ταινία για το α-σύλληπτο του Κακού κι ένα μάθημα σκηνοθεσίας για το πώς να φτιάξεις μια σπουδαία ταινία σχεδόν απ’ το τίποτα.

Με αφορμή το καινούργιο Halloween του David Gordon Green, που έχει το θράσος να διαγράφει μονοκοντυλιά όλο το franchise με εξαίρεση την πρώτη ταινία, θα έχετε ήδη διαβάσει πολλά άσχημα για τα σίκουελ. Όλο αυτό το μίσος, όμως, είναι απολύτως αναίτιο. Χωρίς τα σίκουελ (κάποια εκ των οποίων ήταν αξιοπρεπέστατα) που σφυρηλάτησαν και διατήρησαν στον χρόνο τον μύθο του Μάικλ Μάγιερς, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι εκείνο το low budget διαμάντι των seventies θα είχε τη θέση που κρατάει σήμερα στην κινηματογραφική ιστορία. Ίσως να το ανέφεραν κάποιοι θεωρητικοί του σινεμά, ως την ταινία που ξεκίνησε το υποείδος των “slasher films” και, φυσικά, οι φανατικοί του Κάρπεντερ θα το τιμούσαν πάντα αλλά με την ευρύτερη ποπ κουλτούρα δεν είναι σίγουρο ότι θα συνέβαινε το ίδιο.

Η πρώτη μου ένσταση, λοιπόν, σε ό,τι αφορά την ταινία του Gordon Green έχει να κάνει με την απόφασή του να υποκριθεί ότι τίποτα άλλο δεν συνέβη απ’ το 1978 και μετά, εκτός απ’ το δικό του έργο. Και θα ήταν σφάλμα ασυγχώρητο αν η ταινία του δεν ήταν τόσο καλή. Διότι εντάξει όλα τα άλλα, αλλά να μην αναφέρεται ΠΟΥΘΕΝΑ ότι η Λόρι ΣτρόουντΤζέιμι Λι Κέρτις σε μια θεσπέσια, σχεδόν συγκινητική, ερμηνεία) είναι αδερφή του Μάικλ, αυτό είναι απ’ τα άγραφα. Είναι βασικό, θεμελιώδες στοιχείο της μυθολογίας του Halloween ότι αυτοί οι δύο είναι αδέρφια (άλλωστε το πρώτο σίκουελ της ταινίας που σκηνοθέτησε ο Ρικ Ρόζενταλ το 1981 και όπου αναφέρεται αυτή η σημαίνουσα πληροφορία-και μάλιστα απ’ τον Δόκτωρ Λούμις, βασικό χαρακτήρα στην πρώτη ταινία-, είναι ένα πολύ καλό φιλμ του είδους).

Κάπως έτσι, ΟΛΟΙ οι πιτσιρικάδες που θα πάνε σινεμά για να δουν το έργο, θα πιστεύουν, λοιπόν, ότι η Λόρι είναι απλά μια ημίτρελη γριά που μετέτρεψε το σπίτι της σε αποθήκη οπλισμού παραστρατιωτικής οργάνωσης, μόνο και μόνο για να σκοτώσει κάποια στιγμή, έναν μανιακό που την κυνήγησε να τη σφάξει όταν ήταν είκοσι χρονών. Έτσι, έχει απλώς ένα ένστικτο ότι θα συμβεί, ότι ο παλαβός δεν την έχει ξεχάσει. Ο Μάικλ είναι ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΗΣ, όμως, αυτό τους συνδέει, όχι η σχέση θύτη θύματος. Επιπλέον, αυτή η (το ξαναλέω, απαράδεκτη) σεναριακή επιλογή, αφαιρεί απ’ το φιλμ μεγάλο μέρος της δύναμής του να ανατριχιάζει. Διότι ένας απ’ τους λόγους που αντιμετωπίζαμε πάντα το franchise με δέος, ήταν η εμμονή του Μάικλ να σκοτώσει και τη δεύτερη αδερφή του. Γι’ αυτό γίνονταν όλα.

Ήθελε να βγάλει απ’ τη μέση τη φαμίλια του κι όλοι όσοι βρίσκονταν στον δρόμο του, ήταν απλώς άτυχοι. Ο βασικός του σκοπός ήταν αυτός. Απολύτως θεμιτό να βάζεις στην άκρη το ελεεινό reboot του Ρομπ Ζόμπι, αυτή την άθλια, κακοσκηνοθετημένη, εκνευριστική, απαράδεκτα γκροτέσκα προσπάθεια να εξανθρωπιστεί το Κακό, να γίνει ο Μάικλ Μάγιερς μια ακόμα περίπτωση του αστυνομικού δελτίου και της περιπτεριακής ψυχανάλυσης (παιδικά τραύματα, γονείς πρεζόνια που τον κακομεταχειρίζονταν κι άλλες τέτοιες μπούρδες από έναν εγκληματικό ατάλαντο σκηνοθέτη που δεν σεβάστηκε μια από τις πιο ιερές μορφές κινηματογραφικού villain όλων των εποχών) αλλά όχι και το Halloween ΙΙ ή το πολύ ενδιαφέρον -και ακραία υποτιμημένο- Halloween H20 του 1998.

Δεύτερη βασική ένσταση (όχι μόνο του γράφοντος αλλά αρκετών) είναι ότι τη μινιμαλιστική αυστηρότητα και την ποιητικά μακάβρια αύρα του ορίτζιναλ δεν την έχει τούτο εδώ. Κι ενώ κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει που αναπολούμε την εξπρεσιονιστική υποβλητικότητα του πρωτότυπου, πρέπει να παραδεχτούμε ότι για τα δεδομένα της εποχής, τις στουντιακές απαιτήσεις για περισσότερο θέαμα και τον πολύ μεγαλύτερο προϋπολογισμό του, δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερα. Η τρίτη ένσταση είναι ρομαντική και ελαφρώς ουτοπική η προσδοκία που βρίσκεται στην πηγή της. Έχει να κάνει με το γεγονός ότι το νέο Halloween, όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι, δεν προκαλεί τον φόβο που προκαλούσε το ορίτζιναλ. Γι’ αυτό, όμως, θα ήταν άδικο να επιρρίψουμε την ευθύνη στον David Gordon Green (ο οποίος στήνει κάποιες απ’ τις καλύτερες σκηνές αγωνίας που έχω δει σε ταινία τρόμου εδώ και καιρό).

Δεν έχει υποστεί φθορά η φιγούρα του Μάικλ, όπως μου είπε ένας φίλος, έχουμε υποστεί φθορά εμείς οι ίδιοι. Όπως ανέφερα στην αρχή του κειμένου, ήμουν δεκατριών ετών όταν είδα το Halloween του Κάρπεντερ. Από τότε έχουν μεσολαβήσει 20 χρόνια και εκατοντάδες ταινίες τρόμου, δεν είναι λογικό να μην είναι ίδια η αίσθηση; Το 90% της εμπειρίας σε μια ταινία τρόμου έχει να κάνει με τον αληθινό φόβο που νιώθει ένα παιδί, γιατί ως παιδί είναι εύπιστο, οι λογικές του άμυνες δεν έχουν αναπτυχθεί στον βαθμό που είναι ανεπτυγμένες σ’ έναν ενήλικα.

Υπάρχει αυτό που λέμε “αναστολή της δυσπιστίας” μ’ έναν τρόπο πηγαίο και αυθόρμητο, συμβαίνει να “ψαρώνουμε” χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. Οπότε η ταινία (ειδικά η ταινία τρόμου) είναι αποτελεσματική. Ο ενήλικας, άντε να τρομάξει, άντε να ευχαριστηθεί την ταινία ως θέαμα, ΔΕΝ φοβάται πια, άρα έχει χαθεί η μαγεία και δεν επιστρέφει. Είναι οριστικά εξόριστος απ’ αυτό το σύμπαν που χρειάζεται το horror για να λειτουργήσει βαθύτερα.

Αυτά είναι όλα κι όλα που μπορεί να καταλογίσει κανείς στο νέο Halloween. Από εκεί και πέρα, έχουμε να κάνουμε με ένα σχεδόν άψογο έργο. Η σκηνοθετική δουλειά του Gordon Green είναι μια απ’ τις καλύτερες που έχω δει σε ταινία τρόμου τα τελευταία χρόνια. Σε αντίθεση με υπερτιμημένα πρόσφατα horror όπως το The Quiet Place, που ξεφουσκώνουν μετά το πρώτο μισό, έχοντας εξαντλήσει μέχρι τη μέση τόσο τη σεναριακή τους ιδέα όσο και όλες τις πιθανές εκδοχές αφηγηματικής αξιοποίησής της, το Halloween όσο προχωράει συναρπάζει και περισσότερο, γίνεται όλο και πιο αγωνιώδες, όλο και πιο ευρηματικό, όλο και πιο ενδιαφέρον στη σημειολογία του, όλο και πιο γοητευτικό αισθητικά, όλο και πιο ΤΕΛΕΙΟ.

Εκπληκτική ρετρό ατμόσφαιρα (φωτογραφία και καλλιτεχνική διεύθυνση συμβάλλουν τα μέγιστα σ’ αυτό), σοβαρή τονικότητα, άρτια σκιαγράφηση χαρακτήρων (λέγοντάς το αυτό εννοώ ΚΑΙ τον Μάικλ που -όπως στο συγκλονιστικό ορίτζιναλ- παραμένει λιγότερο ανθρώπινη οντότητα και πιο πολύ ζοφερή ενσάρκωση ενός μεταφυσικού κακού, τόσο ανεξήγητου και αναίτιου όσο η επιθυμία που καταλαμβάνει τους ανθρώπους να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, ακόμα και υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες συνύπαρξης), φανταστική πλανοθεσία που σέβεται τον τρόπο με τον οποίο ο μέγας Κάρπεντερ τοποθετούσε τον “μπαμπούλα” του στο κάδρο, επινοώντας εξίσου θαυμαστές συνθέσεις, απίθανος ρυθμός. Όχι απλώς μια εξαιρετική συνέχεια που σέβεται το μεγαλειώδες πρωτότυπο (ακόμα κι αν φτύνει πάνω στο συνολικό franchise, είπαμε), αλλά μια αυτόνομα καταπληκτική ταινία. Οι φανατικοί, ειδικά, όπως ο γράφων, την κάνανε λαχείο! Τέτοιο δώρο για το κινηματογραφικό οπαδιλίκι μου, είχα να δεχτώ απ’ το Blade Runner 2049. Υποκλίνομαι.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑