Hot Summer Nights

Σκηνοθεσία: Ελάιτζα Μπάινουμ

Παίζουν: Τιμοτέ Σαλαμέ, Άλεξ Ρο, Μάικα Μονρό

Διάρκεια: 107’

Μεταφρασμένος τίτλος: Καλοκαιρινές νύχτες

Προφανώς υπάρχει αρκετοί και πολύ καλοί λόγοι που οι περισσότερες coming of age movies εκτυλίσσονται σε καλοκαιρινό σκηνικό. Η αίσθηση ανεμελιάς και ελευθεριότητας. Το τρελό πάρτι που στήνουν οι ορμόνες και το θυμικό, χορεύοντας στις αναθυμιάσεις του ιδρώτα. Η γύμνια των σωμάτων, η σεξουαλική έξαψη. Το ξέφρενο ντελίριο πριν την έλευση του φθινοπώρου, που ταυτίζεται με την περισυλλογή και την ανάληψη ευθυνών. Η έξαρση της παιδικότητας, σε αντιδιαστολή προς την ενήλικη εγκράτεια. Το καλοκαίρι έχει τον τρόπο του να στριμώχνει εμπειρίες, θύμησες και τρέλες που κουβαλάς σαν θησαυρούς για μια ολόκληρη ζωή, σε συσκευασία ολίγων μηνών.

Ενταγμένες σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς, οι («καυτές», όπως μας ενημερώνει ο πρωτότυπος αγγλικός τίτλος) Καλοκαιρινές νύχτες, το σπινθηροβόλο, αλλά εν τέλει περισσότερο ως στρακαστρούκα παρά ως πυροτέχνημα που σκίζει τον σκοτεινό ουρανό μιας καλοκαιρινής βραδιάς, ντεμπούτο του Ελάιτζα Μπάινουμ απλώνει την αρίδα του πιο μακριά από εκεί που φτάνει το πάπλωμά του. Διότι βουτά με μανία τα δυο χέρια κι ολόκληρο το πρόσωπο στο βάζο με τα θέλγητρά του, με αποτέλεσμα αυτά να ξεφουσκώνουν πριν την ώρα τους.

Μολαταύτα, διαθέτει ανά στιγμές (και ιδίως στην αρχή) εκείνη την ταξιδιάρικη και ονειροπόλο γοητεία που μπορεί και να σου επιτρέψει αρχικά να αφεθείς και να ρεμβάσεις χωρίς ενδοιασμούς και δεύτερες σκέψεις. Και σε δεύτερο χρόνο, καθώς η πλοκή κι η χαρακτηρολογία ξεκινούν να ασθμαίνουν, είναι αυτή που θα λειτουργήσει ως το τελευταίο αποκούμπι, που θα σε προτρέψει να συγχωρήσεις ή/και να αγνοήσεις στωικά ορισμένα χτυπητά ελαττώματα.

Ένα κράμα επώδυνης ιστορίας ενηλικίωσης, ρετρό ματιάς βγαλμένης από σελίδες εφηβικού ημερολογίου, bromance movie ανδρικής φιλίας και καταδικασμένου ξέφρενου ρομάντζου, το Hot Summer Nights είναι, σε πρώτη ματιά, φρενήρες και επαρκώς διεγερτικό. Τουλάχιστον ώς το σημείο που αρκείται σε ένα τεθλασμένο φόρο τιμής σε ένα -έστω λίγο ψυχαναγκαστικό- συναίσθημα ακαθόριστης νοσταλγίας. To βασικότερο προτέρημα της ταινίας είναι ότι ξεδιπλώνεται, τρόπον τινά, κατ’ αναλογία με το σκοπίμως ασαφές και αναξιόπιστο αφηγηματικό της πομπό, που δεν είναι άλλος από την ευπιστία και την υπερβολή που φτιάχνει τους εφηβικούς μύθους και τους ντόπιους θρύλους μιας μικρής -και διψασμένης για άγριες ιστορίες- κοινωνίας.

Ο Μπάινουμ, παρότι αγγίζει την υπερβολή σε πολλά επίπεδα ευθύς εξαρχής, από τη μουσική επένδυση που μοιάζει με ατελείωτο ρετρό jukebox (απολαυστικό, φυσικά, ανεξαρτήτως της υπερβολική του χρήσης) ώς το φορτωμένο χιουμοριστικό επικάλυμμα, πετυχαίνει διάνα στην ατμόσφαιρα, στον χτύπο και τη σπιρτάδα των νιάτων που ξεχύνονται στην καλοκαιρινή περατζάδα. Που αγγίζονται, κοιτιούνται όλο νόημα και μαλώνουν με πάθος, που αναζητούν πάση θυσία την παρέκκλιση και την πρόκληση, που όλη τους η ύπαρξη συνοψίζεται -και πόσο όμορφο ήταν αυτό κάποτε, αλήθεια- στην cool εντύπωση την κατάλληλη στιγμή.

Και παρόλο που το όλο κλίμα μοιάζει κάποιες στιγμές με Γρανίτα από λεμόνι που έχει τηλεμεταφερθεί από τα 50s στα early 90s, με λίγη παραχωρητικότητα, πιάνεις τον εαυτό σου να αναπολεί τις στιγμές που ονειρευόσουν να γίνεις, με τρόπο σχεδόν μαγικό και αυτοστιγμεί, το talk της γειτονιάς. Με ένα πρωταγωνιστικό τρίο που δίνεται ολόψυχα στους –μάλλον κακογραμμένους- χαρακτήρες που ενσαρκώνει και τον Τιμοτέ Σαλαμέ να ξεδιπλώνει με στιβαρότητα τα πρώτα του διαπιστευτήρια (τα γυρίσματα τούτης της ταινίας είχαν προηγηθεί του Call Me By Your Name).

Δυστυχώς, όσο κυλά η ώρα, γίνεται μάλλον φανερό πως η ταινία προσπαθεί να επωμιστεί περισσότερο δράμα απ’ όσο αντέχει το πρόχειρο και γεμάτο μαύρες τρύπες σενάριό της, πως παγιδεύεται σε εναλλαγές ρυθμού και τονικότητας που δεν έχει τον τρόπο και το υπόβαθρο να σηκώσει. Αφήνοντάς σε με μια αίσθηση ευχάριστης αμηχανίας, σαν να σου χάλασε κάποιος την ονειροπόληση στην οποία σε είχε προσκαλέσει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑