What's On The Holdovers (2023)

28 Ιανουαρίου 2024 |

0

The Holdovers (2023)

Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν

Με τους: Πολ Τζιαμάτι, Ντόμινικ Σέσα, Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ

Διάρκεια: 133′

Δεκέμβριος 1970, σχολική Ακαδημία Μπάρτον, στη χιονισμένη Μασαχουσέτη. Στολές με ραμμένα οικόσημα, τελετουργικά και εκκλησιασμοί, προτομές και πίνακες στους διαδρόμους, άγραφοι κανόνες μιας μουχλιασμένης παράδοσης, που παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει ολόγυρά της. Πλουσιόπαιδα που ξεφεύγουν από τις συνέπειες των πράξεών τους, καθηγητές που κάνουν την παλαβή για να γλιτώσουν αβαρίες, ευεργέτες γονείς που απαιτούν χάρες και εξυπηρετήσεις, μαθητές που ενδιαφέρονται περισσότερο για ένα μπαφάκι και λίγες σελίδες πορνό παρά για τους μεγάλους στοχαστές των προηγούμενων αιώνων. 

Σε αυτό το περιβάλλον πατενταρισμένης κοσμιότητας, αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά, θα διασταυρωθεί με λιγοστά θλιμμένα βλέμματα. Ο Πολ Χάναμ (Πολ Τζιαμάτι), στριφνός και δύστροπος καθηγητής, σαρκαστικός και σχολαστικός, απωθητικός για συναδέλφους και μαθητές, ειδικός στους αρχαίους πολιτισμούς, αλλά παντελώς ανίδεος για τη ζωή και τους ανθρώπους. Εθελούσια έγκλειστος στο ευρύτερο περιβάλλον του πανεπιστημιακού campus, o Χάναμ έχει επιλέξει τον ιδρυματισμό της ακαδημαϊκής γνώσης από την εμπειρική γνώση του πραγματικού κόσμου. 

Το πανέξυπνο εύρημα της τριμεθυλαμινουρίας από την οποία υποφέρει ο Χάναμ (αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει την τριμεθυλαμίνη, με αποτέλεσμα την κακοσμία της αναπνοής και του ιδρώτα, που καταλήγουν να μυρίζουν σαν ψαρίλα) δίνει τον τόνο: η δυσανεξία του απέναντι στην επαφή και στην επικοινωνία τον κυνηγά θαρρείς εκ γενετής και ερήμην του. Διόλου τυχαία, ο Χάναμ βάζει κόφτη ακόμη και στα όνειρά του, καθώς η φαντασίωσή της συγγραφικής δημιουργίας περιορίζεται σε μια ταπεινή μονογραφία και όχι σε ολόκληρο βιβλίο (You can’t even dream of a whole dream, can you?, είναι η ευφυέστατη απάντηση που εισπράττει και συμπυκνώνει όλη την ουσία). 

Ο Χάναμ, πικρόχολος και οχυρωμένος πίσω από έναν ιντελεκτουέλ σνομπισμό, θα βρεθεί να περνά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές εντός των τειχών, παρέα με δύο εξίσου μοναχικούς ανθρώπους, από τους οποίους έχει πολλά να διδαχτεί: διότι το πένθος που βιώνουν εκείνοι, σε αντίθεση με τον δικό του θρήνο για τις χαρές και τις συγκινήσεις που προσπέρασε απνευστί, πηγάζει από μη αναστρέψιμες απώλειες. Ο Άνγκους Τάλι (ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντόμινικ Σέσα), ευφυής μαθητής αλλά και σεσημασμένος στις αποβολές από καθωσπρέπει σχολεία, κουβαλά μαζί του έναν παρόμοιο ανθρωποδιώκτη, κάτι σαν νεανική εκδοχή του Χάναμ. Ομόφωνα αντιπαθής στους συμμαθητές του, ποικιλοτρόπως στερημένος από την οικογενειακή αγάπη, παλεύει ασυναίσθητα να επιβεβαιώσει στον εαυτό του πως είναι προορισμένος για την καταστροφή. 

Στον αντίποδα συναντάμε τη Μέρι (Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ). Τη χαροκαμένη υπεύθυνη της σχολικής καφετέριας, τσακισμένη από τον χαμό του γιου της στο Βιετνάμ, μα πάνω απ’ όλα βασανισμένη από τις ανομολόγητες τύψεις πως φέρει έμμεσο μερίδιο ευθύνης για τη μοίρα του παιδιού της, που κατέληξε -όπως και αμέτρητοι λιγότερο προνομιούχοι- στο σφαγείο του Βιετνάμ αντί για τα θρανία του κολεγίου όπου άξιζε να βρεθεί. Η Μέρι είναι η συγκολλητική ουσία που θα φέρει κοντά τις πλευρές ενός σκαληνού τριγώνου, που θα ανακαλύψουν σταδιακά πως η μόνη συμμετρία που μετρά στη ζωή είναι το αμοιβαίο νοιάξιμο του ενός για τον άλλο. Τρεις ετερόκλητοι ήρωες, από εκείνους που μοιάζουν καταδικασμένοι να ξεμένουν πίσω, ξεκινούν ένα πολύτιμο ταξίδι αυτογνωσίας (όχι ακριβώς τυχαίο το φαρδύ πλατύ Γνώθι Σαυτόν στον μαυροπίνακα, στο πρώτο πλάνο εντός της αίθουσας) και ενηλικίωσης, δημιουργώντας ένα σημείο τομής ανάμεσα στον πρωτότυπο τίτλο The Holdovers και τη -φαινομενικά- μακρινή ελληνική απόδοση Τα παιδιά του χειμώνα

Ο Αλεξάντερ Πέιν, μετά την κάπως ξεκούδουνη παρένθεση του Downsizing (2017), επιστρέφει στα δομικά-ταυτοτικά υλικά ενός σινεμά που αναζητεί την ενσυναίσθηση και τη συμφιλίωση με το παρελθόν. Χαρακτήρες που δεν νοιάζονται να κρύψουν τη ζοχάδα και τα παράπονά τους χωρίς όμως να εκτροχιάζονται στον κυνισμό και στην αδιαφορία, ρομαντικοί στην ψυχή παρότι στραβόξυλα στους τρόπους, εγωκεντρικοί και δοτικοί την ίδια ακριβώς στιγμή. Στρωτή αφήγηση, όπου κάθε μικρή ή μεγαλύτερη αποκάλυψη έρχεται στην ώρα της και με τον τρόπο που πρέπει, χωρίς φανφάρες ή κορώνες, χτίζοντας μια ιστορία που μεγαλώνει μέσα σου σε κάθε βήμα της πορείας παρά τις ταπεινές της καταβολές. 

Φωτογραφία, μουσικό score και διάλογοι που αποπνέουν μια ρομαντική νοσταλγία που όσο κι αν τη υποτιμούμε πάντα θα την έχουμε ανάγκη, σαν ένα χιλιοπαιγμένο τραγούδι που ακούς για πολλοστή φορά στο ραδιόφωνο ή σε ένα μπαρ και βρίσκει πάντα έναν καινούργιο τρόπο να σε συγκινήσει. Η παραδοχή πως οι αμήχανες στιγμές στη ζωή κερδίζουν κατά κράτος την άνεση, το coolness και το στιλ. Πάνω απ’ όλα, ίσως, η ξεχασμένη τέχνη της απλότητας, που έχει ως μόνο στόχο να μας υπενθυμίσει την ιαματική αρετή της ανθρώπινης επαφής. Μια ταινία σαν παυσίλυπο φιξάκι, ακριβώς επειδή αγκαλιάζει τις λύπες των ηρώων, αλλά του καθενός από εμάς: για όσο παραλείψαμε να ζήσουμε, για όσα φοβόμαστε πως δεν θα έρθουν ποτέ, για όσα χάσαμε ανεπιστρεπτί. 

Και κάπου στην πορεία, κρυμμένα στην πιο ασφαλή κρυψώνα της ανοιχτής θέας, σκόρπια μικρά δωράκια ξεφυτρώνουν από το πουθενά. Το γουντιαλενικό τέμπο και μπρίο που χαρίζει ο υπέροχος Πολ Τζιαμάτι (που τον ξαναβλέπουμε επιτέλους σε ταινία του Αλεξάντερ Πέιν είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά το αξέχαστο Sideways) στη σκηνή όπου ο Χάναμ εξομολογείται γιατί τον έδιωξαν από το Χάρβαρντ. Το απολαυστικό παιχνιδάκι-εσωτερικό αστείο της ταινίας, όταν ξεπροβάλλει μια αφανέρωτη και επώδυνη αλήθεια κάθε φορά που ο όρκος ειλικρίνειας του Μπάρτον αποδεικνύεται πουκάμισο αδειανό. 

Το κλείσιμο ματιού στο Paterson του Τζιμ Τζάρμους, που μας υπενθυμίζει πως οι λευκές σελίδες είναι ευλογία και όχι κατάρα, γιατί κρύβουν μέσα τους όλες τις δυνατότητες. Ο σινεφίλ φόρος τιμής στο ξεχασμένο γουέστερν Little Big Man (1971) του Άρθουρ Πεν, που μας λέει τόσο πολλά για τον εσωτερικό κόσμο του Χάναμ, χωρίς να πει κουβέντα. Η παρηγορητική σκέψη πως όλοι μας κουβαλάμε βαρίδια στις αποσκευές μας, γελοία καμώματα και παιδιάστικες επιθυμίες, κι αν μπούμε στον κόπο να τα μοιραστούμε, το φορτίο θα γίνει ξαφνικά πιο ελαφρύ. Την ίδια στιγμή, δεν έχει ο καθένας δικαίωμα στις ιστορίες μας: τα κλειδιά για το δωμάτιο με τις πομπές και τις ντροπές μας είναι πολύτιμα και δεν πρέπει να κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά γιατί αναπόφευκτα θα καταλήξουν σε λάθος χέρια. 

Η ταινία του Αλεξάντερ Πέιν εύλογα και αναμενόμενα θα κατηγορηθεί ως απλοϊκή, προβλεπόμενη, κλισεδιάρικη — και δεν αποκλείεται να υπάρχουν κάποια ψήγματα αλήθειας σε αυτές τις ταμπέλες. Παρόλα αυτά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν καταφεύγει σε ουρανοκατέβατες λύσεις και βολικά τακτοποίηματα. Κανείς από τους τρεις βασικούς ήρωες δεν θα ρεφάρει τις απώλειες, δεν θα δει τις πληγές να γιατρεύονται μαγικά, δεν θα ξεφορτωθεί τις αμφιβολίες και τον πόνο. Η ανακωχή με τον εαυτό σου και τον κόσμο, ένα τρυφερό αντίο, το κουράγιο να ξανοιχτείς σε νέους δρόμους (θα) είναι η μόνη ανταμοιβή. Και είναι κάτι παραπάνω από αρκετή. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑