Fury

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Αγιέρ

Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Σία Λαμπέφ, Λόγκαν Λέρμαν, Μάικλ Πένια

Διάρκεια: 134΄

Τον Απρίλιο του 1945 ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται προς το τέλος και η πλάστιγγα γέρνει ξεκάθαρα υπέρ των συμμάχων (η οριστική συνθηκολόγηση θα πραγματοποιηθεί πέντε μήνες αργότερα, το Σεπτέμβριο). Η Γερμανία παραπαίει, μετράει απώλειες εκατομμυρίων, οπισθοχωρεί σε όλα τα μέτωπα, ενώ το χειρότερο για αυτήν είναι πως πλέον οι συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονται εντός της χώρας. Ο Αμερικανός αξιωματικός Ντον (Μπραντ Πιτ) ηγείται του τετραμελούς πληρώματος ενός τανκ με το όνομα Fury.

Συνολικά πέντε άτομα, δηλαδή, οι τέσσερις εκ των οποίων (ανάμεσά τους και ο Ντον) είναι μπαρουτοκαπνισμένοι κι έχουν φάει τον πόλεμο με το κουτάλι, έχουν δει την ασχήμια κι έχουν μάθει να ζουν με αυτή. Ο έκτος είναι νεοσύλλεκτος, πρωτάρης, φοβισμένος και πρέπει να αποκτηνωθεί αν θέλει να επιβιώσει, διότι αν δεν σκοτώσεις πρώτος, θα σκοτωθείς. Η τελευταία αποστολή του Fury είναι να ανακόψει την πορεία μιας στρατιωτικής δύναμης μερικών εκατοντάδων Γερμανών, ώστε να καλυφτούν τα νώτα των συμμαχικών στρατευμάτων και πιο συγκεκριμένα της ομάδας ανεφοδιασμού.

Fury

Κατ’ αρχάς να ξεκινήσω με μια προσωπική σκέψη που με ταλαιπωρεί τελευταία. Ο όρος «αντιπολεμική» ταινία είναι προβληματικός, διότι απλούστατα δεν ξέρω πώς μπορεί να υπάρξει κάτι «αντιπολεμικό». Στην καλύτερη περίπτωση αναδεικνύονται τα τραύματα και ο όλεθρος του πολέμου, οι συνέπειες, η αλόγιστη χρήση βίας, η αποκτήνωση του ανθρώπου, αλλά επί της ουσίας το μήνυμα είναι σχεδόν πάντα ξεκάθαρο: η ιστορία (των νικητών) μας έχει δείξει ποιοι είναι οι κακοί, ποιοι είναι οι υπεύθυνοι του πολέμου και ποιοι είναι αυτοί που πρέπει να παταχθούν. Κοινώς, ένας πόλεμος ξεκινά από μια ξεκάθαρη για τις μάζες ιστορική αφετηρία (αν και φυσικά η αλήθεια είναι πολύ πιο γκρίζα και δυσνόητη) και από τη στιγμή που ξεκινήσει πρέπει να τελειώσει. Και για να τελειώσει θα πρέπει να υπάρξει ηρωισμός, αυτοθυσία, ιδεώδη και ιδανικά, τα οποία πάντα έχουν σε πληθώρα οι νικητές και ελάχιστα οι  ηττημένοι. Οκέι, πού και πού δίνουμε και στους ηττημένους λίγο ήθος από ελεημοσύνη.

Το Fury είναι μια πάρα πολύ δυνατή περιπέτεια. Έχει εξαιρετικές σκηνές δράσης και σε πολλά σημεία καταφέρνει να μεταφέρει το χάος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπου με πρωτόλειους χάρτες και μέσα οι στρατιώτες προσπαθούν να βρουν πού βρίσκονται και τι κάνουν, όπου υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας, όπου οι σφαίρες και οι βόμβες πολλές φορές έρχονται από το πουθενά, όπου ο θάνατος, ο ακρωτηριασμός και το αίμα παραμονεύουν σε κάθε βήμα. Επίσης ο ικανότοτατος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Αγιέρ καταφέρνει να μεταδώσει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενός τανκ, ενώ υπάρχει μια σκηνή μονομαχίας μεταξύ πέντε τανκ (τεσσάρων συμμαχικών κι ενός γερμανικού) που πραγματικά κόβει την ανάσα.

Fury 2

Από εκεί και πέρα, αν είστε πιο απαιτητικοί, τότε θα σας πω πως οι γωνίες αμβλύνονται. Πέρα από το ότι συντηρούνται κάποια αφηγηματικά κλισέ (καταλαβαίνεις ακριβώς με ποια σειρά θα πεθάνουν, όσοι είναι να πεθάνουν), το ότι υπάρχει ο απαραίτητος μελοδραματισμός και η ηρωοποίηση των νικητών θυμίζει τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, η βασική ένστασή μου είναι ότι το μαχαίρι δεν μπαίνει στο κόκαλο. Ναι μεν η ταινία υπαινίσσεται την κτηνοποίηση των στρατιωτών, αλλά οι ασχήμιες των συμμάχων περιορίζονται σε μερικούς βανδαλισμούς αντικειμένων και στην περιστασιακή εν ψυχρώ εκτέλεση Γερμανών αξιωματικών.

Στην πιο χαρακτηριστική σκηνή, ένας Αμερικανός στρατιώτης όχι μόνο δεν βιάζει (ή τουλάχιστον «εξαναγκάζει») μια νεαρή Γερμανίδα, αλλά καταφέρνει μέσα σε λίγα λεπτά να φλερτάρει, να κάνουν συναινετικό έρωτα και να ερωτευτούν (η Γερμανίδα μάλιστα κλαίει όταν αποχωρίζονται μετά από μια ώρα). Διότι αυτό που μαθαίνουμε ξανά και ξανά και ξανά είναι πως ο κατακτητής, όταν είναι και ο νικητής του πολέμου, έχει τρόπους, έχει ήθος και παρά την αποκτήνωσή του, καταφέρνει να διατηρεί ψήγματα πολιτισμού και ανθρωπιάς. Σε αντίθεση με τους ηττημένους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑