Blue Ruin

Μεταφρασμένος τίτλος: «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα»

Σκηνοθεσία: Τζέρεμι Σολνιέ

Παίζουν: Μέικον Μπλερ, Ντέβιν Ράτρεϊ, Έιμι Χάργκριβς, Κέβιν Κόλακ

Διάρκεια: 91΄

Ο κεντρικός άξονας της ιστορίας είναι απλός και γραμμικός. Ο Ντουάιτ ζει για χρόνια άστεγος, αποφεύγοντας την επαφή με τους ανθρώπους. Όταν, όμως, ενημερώνεται από την αστυνομία πως ήρθε η ώρα αποφυλάκισης του άντρα που σκότωσε τους γονείς του, αποφασίζει να αναλάβει δράση. Διότι ο μόνος τρόπος για να απαλύνει τον πόνο του, είναι να ταΐσει με αίμα το τέρας της εκδίκησης που γουργουρίζει στα σωθικά του.

Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι το να γράφει κανείς για ταινίες, είναι από τα πιο απολαυστικά πράγματα που υπάρχουν. Κυρίως διότι για να ασχολείται κανείς με κάτι τέτοιο, μάλλον σημαίνει ότι αγαπά τόσο τη διαδικασία γραφής όσο και το να αφιερώνει ώρες ατελείωτες βλέποντας ταινίες (ένα αλμυρό δάκρυ κυλά στο μάγουλο). Παρ’ όλα αυτά, όχι ότι μας μαστιγώνουν και σπάμε πέτρες σε σκοτεινά μπουντρούμια, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε πως υπάρχουν στιγμές που θέλεις να ουρλιάξεις. Θέλεις να ουρλιάξεις, διότι κουράζεσαι να βλέπεις τα ίδια και τα ίδια με διαφορετικό περιτύλιγμα, τις ίδιες ιστορίες, τον ίδιο συντηρητισμό, τις ίδιες προσεγγίσεις, τα ίδια κλισέ, την ίδια προβλεψιμότητα, τη μακάρια πεπατημένη, αλλά και τη γνώριμη δηθενιά, χαζο-χιπστεριά και πάει λέγοντας. Προφανώς υπάρχουν και κυκλοφορούν αμέτρητες θαυμάσιες ταινίες, που θέλεις να τις κρατάς μέσα σου μέχρι το τέλος της ζωής σου (ακόμα ένα δάκρυ, πιο χοντρό αυτήν τη φορά), αλλά καθώς η δουλειά μας είναι να γράφουμε κατά κύριο λόγο για τις ταινίες που βγαίνουν κάθε εβδομάδα στους κινηματογράφους, οι επιλογές μας ως προς τα κείμενα είναι περιορισμένες.

Έτσι, μόλις δεις κάτι λίγο διαφορετικό από τα τετριμμένα, κάτι που ξεχωρίζει έστω και αχνά σαν κόκκος ζάχαρης στους τόνους καρβουνόσκονης, τείνεις να το αγκαλιάζεις και να του χαϊδεύεις τα μαλλιά. Μαλλιά δεν έχουν οι ταινίες, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Αυτή η ταινία, λοιπόν, με τον απίθανα μεταφρασμένο τίτλο «Τα ερείπια είναι πάντα θλιμμένα» είναι ένας από αυτούς τους κόκκους. Μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλος για να γλυκαθείς για πολλή ώρα, αλλά σαφώς νιώθεις κάτι να σαλεύει και να αλλάζει τη γεύση σου στο στόμα. Πρόκειται για μια ταινία, η οποία δύσκολα ταξινομείται σε κάποιο κινηματογραφικό είδος, αλλά από την άλλη και αυτή η υποχρεωτική κατηγοριοποίηση, η οποία εξυπηρετεί ουσιαστικά την εμπορική προώθηση της ταινίας, με κουράζει. Αναγκαία (μάλλον) μεν, κουραστική δε.

Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για μια χαμηλών τόνων ταινία, δίχως τάσεις εντυπωσιασμού με εξαίρεση μια-δυο αληθινά εκρηκτικές σκηνές, με έναν άγνωστο στο ευρύ κοινό πρωταγωνιστή, του οποίου το απλανές, κουρασμένο και αδιόρατα φοβισμένο βλέμμα σαγηνεύει, και μια εσωστρέφεια που δημιουργεί πετυχημένα μια οριακά ενοχλητική (με την καλή έννοια. Ναι, υπάρχει καλή έννοια) ατμόσφαιρα απειλής.

Εντάξει, υπάρχουν μερικά προβλήματα όσον αφορά το δραματουργικό σκέλος. Υπάρχουν κενά και απιθανότητες και ένα (δεν σας λέω ποιο) τραβηγμένο από τα μαλλιά εύρημα, αλλά αυτά μπορείς να τα δεχτείς με κάποια δυσκολία ως σύμβαση. Το πιο χτυπητό πρόβλημα για μένα, είναι η τυποποιημένη και εύκολη αναπαράσταση των «κακών», αλλά ευτυχώς ο φακός εστιάζει περισσότερο στον Ντουάιτ και λιγότερο στην αντιπαράθεση. Όπως και να έχει, πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του ανεξάντλητου θέματος της εκδίκησης που έχω δει τελευταία. Ίσως είμαι επιεικής, αλλά φταίει που τελευταία είμαι μες στο κινηματογραφικό κάρβουνο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑