Σκηνοθεσία: Kim Jee-woon
Παίζουν: Lee Byung-hun, Kim Yeong-cheol, Shin Min-a, Kim Roi-ha
Διάρκεια: 119′
Ατσαλάκωτος, δωρικός, επιδέξιος με τις γροθιές και τα όπλα, με βλέμμα βυθισμένο σε μια ακαθόριστη και προϋπάρχουσα θλίψη. Εργοστασιακά ρυθμισμένος στην πειθαρχία, στην υπακοή και στη διεκπεραίωση εντολών, προικισμένος για τη σκιώδη εργασία του με την πιο χρήσιμη έλλειψη: ο Sun-woo μοιάζει στραγγισμένος από κάθε υποψία ελεύθερης βούλησης και συναισθηματικής εμπλοκής. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο τον καθιστά όχι μόνο ρομποτικά αποτελεσματικό, αλλά και πέρα για πέρα κατάλληλο για μια ασυνήθιστη αποστολή τιμωρίας και παραδειγματισμού, όπως του ανακοινώνει -με ύφος που ισορροπεί ανάμεσα στη νοσηρή εξουσία και την πατρική ειλικρίνεια- το αφεντικό του.
Ο Sun-woo, αλάνθαστος διαχειριστής ανεπιθύμητων προβλημάτων στην υπηρεσία ενός βαρόνου της κορεατικής μαφίας, ταξιδεύει σε αχαρτογράφητα νερά, όταν του ζητείται να βγάλει από τη μέση τη νεαρή ερωμένη (περισσότερο κτήμα-τρόπαιο) του εργοδότη του και τον παράνομο εραστή της. Σεσημασμένα και δια βίου μοναχικός, είναι θεωρητικά απρόσβλητος από κάθε περιττή και ξόφαλτση ευαισθησία. Κι όμως, όπως μας προϊδεάζει το εισαγωγικό πλάνο, τα πάντα αρχίζουν να κινούνται και να πάλλονται μόλις η καρδιά και το μυαλό ξεπεράσουν τον πειρασμό της ακινησίας και τον φόβο της αλλαγής. Ο Sun-woo, με χέρι σταθερό και βήμα αταλάντευτο, βυθίζεται σε μια αναπόδραστη δίνη, θαρρείς υπνωτισμένος από ένα πεπρωμένο αυτοκαταστροφής. Κι αφότου παγιδευτεί με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο σε έναν ξύπνιο και αδιέξοδο εφιάλτη, κερδίζει την πιο μεγάλη ανταμοιβη, βγαίνοντας από τον λήθαργο μιας ζωής που περισσότερο έφερνε σε οιονεί θάνατο.
Το A Bittersweet Life, η τέταρτη ταινία στη φιλμογραφία του Kim Jee-woon, που διαδέχτηκε τη μεγάλη επιτυχία του A Tale of Two Sisters, παρότι βγαλμένη από το αρχετυπικό νουάρ εγχειρίδιο, περιπλανιέται με άνεση στις παρυφές διαφόρων ειδών, φλερτάροντας με τη μαύρη κωμωδία, την ταινία πολεμικών τεχνών, το πειραγμένο ρομαντικό μελόδραμα και την γκανγκστερική παρωδία. Παράλληλα, εντάσσει και φιλτράρει τα πληθωρικά του δάνεια από το αμερικανικό και ευρωπαϊκό σινεμά σε έναν πέρα για πέρα ασιατικό καμβά, όπου δεσπόζουν η εσωτερικότητα και η εγκαρτέρηση, το αρχέγονο ηθικό χρέος της στωικότητας και της επιμονής, η ιερότητα και η ιεροτελεστία της εκδίκησης.
Κάπως έτσι, ένα ξέφρενο κρεσέντο αίματος και βίας, βουτηγμένο στη βροχή και στην υγρασία που αποτυπώνουν σχεδόν σωματικά τη συναισθηματική παγωνιά, καταλήγει με έναν παράδοξο τρόπο να σε γαληνεύει, σαν μια οπερέτα δωματίου σε αντάτζιο ρυθμό, περίπου όπως το «Romance» του Yuhki Kuramoto που επισφραγίζει τον εξανθρωπισμό του κεντρικού ήρωα, τη ρωγμή στην αδιαπέραστη πανοπλία του. Κάπως έτσι, οι υποδειγματικά χορογραφημένες σκηνές σωματικής μάχης βολτάρουν χεράκι χεράκι με το ξεκούρδιστο χιούμορ (η φαρσική σεκάνς αγοραπωλησίας των όπλων, με το πανέξυπνο εύρημα της συναρμολόγησης του «ξένου» και old school σιδερικού που ταιριάζει γάντι στον ήρωα, είναι πέρα για πέρα ξεκαρδιστική) και την παιχνιδιάρικη ειρωνεία (η εξιστόρηση της απιστίας και της ερωτικής κτητικότητας που κινεί τα νήματα ξεκινά με μια επίμονη παραγγελία αφροδισιακών στρειδιών, ο Sun-woo υποδέχεται με ύφος πληγωμένου κουταβιού τον χαρακτηρισμό του «τρομακτικού», το τελικό επιμύθιο της γλυκόπικρης γεύσης γράφεται με τη [σινεφίλ] επιγραφή la dolce vita στο πίσω φόντο κτλ). Κάπως έτσι, τέλος, μια ιστορία αργοπορημένης, καταδικαστικής, αλλά σε καμία περίπτωση μάταιης, εκδίκησης και κάθαρσης κινείται σε μοτίβο στοχαστικό, εσωτερικευμένο και διαλογιστικό, πυροδοτώντας ένα σφίξιμο κι ένα ξαλάφρωμα ψυχής την ίδια ακριβώς στιγμή.
Παρεμπιπτόντως, αν ήμασταν υποχρεωμένοι να καταγράψουμε όλες τις υποδειγματικά ενσωματωμένες αναφορές της ταινίας πιθανότητα θα προέκυπτε ένας μικρός τόμος. Από το στιλιζάρισμα που φέρνει σε Ντε Πάλμα και Ταραντίνο μέχρι τη standoff γεωμετρική συμμετρία α λα Λέονε. Από το φινιρισμένο set design που παραπέμπει σε Γκρίναγουεϊ και Κιούμπρικ και την Kar-wai παλέτα των χρωμάτων μέχρι τον κεντρικό ήρωα -αδιαφανή και διάτρητο μαζί, καθρέφτη και είδωλο ταυτόχρονα- που θυμίζει μια ασιατική εκδοχή του μελβιλικού Samouraï. Απο τη διάσπαρτη manga αισθητική και τεχνοτροπία μέχρι το διακριτικό κλείσιμο ματιού σε θρυλικούς πίνακες (Κόκκινο δωμάτιο του Ματίς, με ευφυή συνοδεία το υπέροχο «Red Lounge» του Κορεάτη συνθέτη Dalpalan, αλλά και Ο θάνατος του Μαρά του Ζακ-Λουί Νταβίντ), το A Bittersweet Life φτιάχνει ένα κατάδικό του ψηφιδωτό από ραφιναρισμένες πινελιές και θραύσματα.
Στην πραγματικότητα, όσα ήταν αναγκαίο να γνωρίζουμε μας είχαν ήδη φανερωθεί από πολύ νωρίς, προτού αρχίσουν να ξεδιπλώνονται όλα τα παραπάνω θέλγητρα. Η μαγευτική σεκάνς της παρακολούθησης -με ένα εσωτερικό τέμπο που την κάνει να μοιάζει με ελαφρύ κυματισμό σε θάλασσα λάδι- επικυρώνει αβίαστα και ασυναίσθητα τον πιο γενναιόδωρο και σφαιρικό φόρο τιμής στο σινεμά που επιφυλάσσει η ταινία. Διότι το A Bittersweet Life, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, είναι μια λεπτεπίλεπτη ωδή στη μεταμορφωτική, ζωογόνο και κοσμογονική δύναμη του κινηματογραφικού -και όχι μόνο- βλέμματος. Ο Sun-woo, που μέχρι τότε έβλεπε χωρίς να έχει τη δύναμη και την ικανότητα να διακρίνει, εικόνα με την εικόνα, ματιά με τη ματιά, υποκύπτει στην πιο ευγενή και λυτρωτική ηδονοβλεψία, καδράροντας για πρώτη φορά τη γυμνή και λειψή ζωή του στις πραγματικές της διαστάσεις, με τελικό προορισμό το πιο επώδυνο μετωπικό βλέμμα: τη δική του αντανάκλαση. Και μας υπενθυμίζει αυτό που ήδη κατά βάθος ξέραμε από πάντα και για πάντα. Ένα όνειρο που μοιάζει υπερβολικά κοντινό για να βγει αληθινό είναι χειρότερο από οποιονδήποτε εφιάλτη.