Straw Dogs (1971)

Σκηνοθεσία: Σαμ Πέκινπα

Παίζουν: Ντάστιν Χόφμαν, Σούζαν Τζορτζ

Διάρκεια: 117′

Στα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, χωρίς το αποκούμπι της -έστω μερικής- κάθαρσης, ο Σαμ Πέκινπα τοποθετεί διαρκώς τους ήρωές του σε ένα κόσμο εχθρικό και αφιλόξενο, στον οποίο νιώθουν συνεχώς «ξένοι» και αμυνόμενοι. Ο περιβάλλων χώρος είναι μονίμως εχθρικός, ένα σταθερό πεδίο σύγκρουσης, όπου οι επιλογές είναι μονάχα δύο: η άνιση μάχη, που καταλήγει σε κάποιου είδους αφανισμό (ενίοτε βιολογικό, ενίοτε εσωτερικό-συμβολικό) ή ο συμβιβασμός.

Το Straw Dogs αποτελεί μεταφορά του μυθιστορήματος The Siege of the Trencher Farm («Η πολιορκία της φάρμας των Τρέντσερ», ελληνιστί), από τον Σκοτσέζο συγγραφέα Γκόρντον Γουίλιαμς. Ο Πέκινπα αλλάζει ελαφρώς την πλοκή του βιβλίου, με ορισμένες μεταβολές που φαντάζουν δευτερεύουσες να διαθέτουν ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο. Ο πρωταγωνιστής (Ντάστιν Χόφμαν) δεν ονομάζεται πλέον Τζορτζ, αλλά Ντέιβιντ, ενώ αντί για ακαδημαϊκός εργάζεται ως μαθηματικός.

Από τη μια, λοιπόν, το όνομα Ντέιβιντ παραπέμπει στη βιβλική μάχη του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, ενώ το επάγγελμα του μαθηματικού προοικονομεί το ισχυρότερο όπλο που διαθέτει αυτός ο Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ και την αγέλη του: την υπεροχή του μυαλού και της λογικής απέναντι στη σωματική ρώμη και στην τυφλή μανία, τη στιγμή της τελικής μονομαχίας. Αυτός ακριβώς ο θρίαμβος του ορθολογισμού ενός αστού διανοούμενου, που αποκρυσταλλώνεται μέσα από ένα κρεσέντο «έξυπνης» βίας, απέναντι στην ωμή και ακατέργαστη επιθετικότητα των χωρικών, είναι ένα από τα σημεία που πυροδότησαν τεράστια πολεμική εναντίον της ταινίας, με τον Πέκινπα να κατηγορείται ως ελιτιστής και προβοκάτορας.

Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, η δράση της ταινίας τοποθετείται σε ένα χωριό της Κορνουάλης, στην Αγγλία, όπου ο μικροκαμωμένος γυαλάκιας διανοούμενος Ντέιβιντ Σάμνερ και η σύζυγός του Έιμι (Σούζαν Τζορτζ) έχουν εγκατασταθεί προσωρινά, μετακομίζοντας από τις ΗΠΑ. Ο Ντέιβιντ εκφράζει συνεχώς την απόλυτη ανάγκη για ηρεμία, προκειμένου να συγκεντρωθεί στην εργασία του, μια ηρεμία την οποία αδυνατεί να βρει στην ταραχώδη πατρίδα του, όπου κυριαρχούν οι κοινωνικές εντάσεις, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις και οι απεργίες. Γι’ αυτό τον λόγο (ίσως και όχι μόνο για αυτόν, καθώς υπονοείται ευθύς εξαρχής μια υποδόρια ένταση στη σχέση του ανδρόγυνου), το ζεύγος αποφασίζει να μείνει για ένα χρόνο στην πατρίδα της Έιμι.

Η γαλήνη, όμως, φαντάζει από την πρώτη κιόλας στιγμή πέρα για πέρα ανέφικτη, δέσμια απέναντι στη συγκεκαλυμμένη βία. Η επικοινωνία ανάμεσα σε δύο κόσμους ολότελα διαφορετικούς είναι αδύνατη, μπλοκαρισμένη και χαμένη μέσα στην  πάχνη που καλύπτει την ομιχλώδη Κορνουάλη. Ο Ντέιβιντ, αντίθετα με τα όσα υποστηρίζουν οι βιαστικοί πολέμιοι του Πέκινπα, δεν σκιαγραφείται με διόλου κολακευτικά χρώματα. Είναι μεν εξυπνότερος από τους ντόπιους νταήδες, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση υπεράνω κριτικής.

Εγκλωβισμένος σε μια βαθιά ευνουχιστική συνθήκη, αδιανόητα εκνευρισμένος από το γεγονός ότι δεν βρίσκει τρόπο να διοχετεύσει την ανωτερότητα την οποία νιώθει απέναντι στους επαρχιώτες αντιπάλους, με την ταυτότητα και τον ανδρισμό του να πλήττονται σε καθημερινή βάση, ξεσπά στη σύζυγό του, την οποία φροντίζει να υποτιμά διαρκώς. Ο Ντέιβιντ είναι ένας από τους δύο φορείς μιας σύγκρουσης, την οποία ο φύσει και θέσει πεσιμιστής Πέκινπα θεωρεί προδιαγεγραμμένη, περίπου σαν αυτό-εκπληρούμενη προφητεία.

Η αγέλη των «αχυρένιων σκυλιών» (ο αγγλικός τίτλος παραπέμπει στον Λάο Τσε και πιο συγκεκριμένα στο εδάφιο «Ο Ουρανός και η Γη είναι άσπλαχνοι και ανηλεείς, χειρίζονται τα μυριάδες πλάσματα σαν αχυρένια σκυλιά. Ο Σοφός είναι άσπλαχνος και ανηλεής, χειρίζεται τα μυριάδες πλάσματα σαν αχυρένια σκυλιά») θα οσμιστεί την αδυναμία και τον φόβο του Ντέιβιντ και θα αρχίσει να σφίγγει τον κλοιό. Αποκορύφωμα της υπόκωφης βίας, αλλά και της αφόρητης αμηχανίας στην οποία μας υποβάλλει η ταινία, είναι η διάσημη σκηνή βιασμού της Έιμι, η οποία αποπνένει μια σκανδαλώδη αίσθηση διφορούμενου και η οποία είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων την εποχή που προβλήθηκε η ταινία στις αίθουσες.

Ο Πέκινπα, έχοντας φροντίσει να παρασύρει τόσο εμάς όσο και τους χαρακτήρες του, σε στάσιμα νερά, καθιστά ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει σημείο επιστροφής, αφήνοντας μια διαπεραστική κραυγή απαισιοδοξίας για τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η άγρια αυτή κατηφόρα θα κορυφωθεί σε ένα ντελιριακό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, στο πολεμικό ντεμαράζ μιας πολιορκίας, χορογραφημένης σε ρυθμική και τονική εντέλεια. Ο Ντέιβιντ αποκτά βιβλική-επική υπόσταση, κάτι μεταξύ σε Δαβίδ και Οδυσσέα που ξεπαστρεύει έναν προς έναν τους μνηστήρες.

Ενεργοποιώντας κάθε ικμάδα του μυαλού του, μετατρέπει τον χώρο και τα αντικείμενα σε θανάσιμα όπλα και ξεσπά με λύσσα και μανία στους εχθρούς του, βρίσκοντας επιτέλους τον τρόπο να διατρανώσει την υπεροχή του. Γίνεται, επιτέλους, ο «Σοφός» του Λάο Τσε που φέρεται στα «μυριάδες πλάσματα» σαν «αχυρένια σκυλιά». Όπως γνωρίζουμε, όμως, οι πεκινπαϊκές τραγωδίες είναι πάντα ημιτελείς, ακρωτηριασμένες και λειψές. Τέσσερα μόλις χρόνια μετά το The Graduate, ο Χόφμαν πρωταγωνιστεί σε ένα ακόμη τελικό πλάνο γεμάτο με αβάσταχτη αβεβαιότητα και δυσοίωνο μέλλον. Το μόνο που έχει απομείνει είναι η ομίχλη και το σκοτάδι. Και ο δρόμος για το σπίτι είναι πλέον όχι απλώς μακρινός, αλλά πέρα για πέρα άγνωστος.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑