Memories of Murder (2003)

Σκηνοθεσία: Μπονγκ Τζουν-χο

Παίζουν: Σονγκ Κανγκ-χο, Κιμ Σανγκ-κιουνγκ, Κιμ Ρόι-χα

Διάρκεια: 131′

Μεταξύ 1986 και 1991, στην επαρχία Gyeonggi της Νότιας Κορέας, δέκα γυναίκες έπεσαν θύμα βιασμού και δολοφονίας από έναν serial killer που είχε σκορπίσει τον τρόμο. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και η υπόθεση παρέμενε ανεξιχνίαστη, τα μίντια μετέτρεψαν την έρευνα σε σαπουνόπερα, σχεδόν σύσσωμη η (εξαιρετικά πολυάριθμη) κορεατική αστυνομία βρέθηκε επί ποδός, περίπου 3.000 (!) ύποπτοι οδηγήθηκαν για ανάκριση, ο ένοχος όμως εξακολουθούσε να κυκλοφορεί ατιμώρητος. Τελικά, μόλις πριν λίγα χρόνια, ένας άνδρας που εξέτιε ποινή για τον φόνο και τον βιασμό της αδερφής του ομολόγησε πως ήταν ο δράστης εκείνων των φρικτών εγκλημάτων. Ο έλεγχος του γενετικού υλικού επιβεβαίωσε την ομολογία και κάπως έτσι μπήκε οριστική τελεία σε μία υπόθεση που στοίχειωνε την κορεατική κοινωνία για δεκαετίες ολόκληρες.

Το 2003, ο Μπονγκ Τζουν-χο  βρίσκεται 17 χρόνια μακριά από τον οσκαρικό θρίαμβο του Parasite και πραγματοποιεί το απόλυτο breakthrough με τη δεύτερη μόλις ταινία της φιλμογραφίας του. Το Memories of Murder υποσκελίζει ταινίες όπως το Oldboy του Παρκ Τσαν-γουκ και το Spring, Summer, Autumn, Winter… and Spring του Κιμ Κι-ντουκ στο κορεατικό box office εκείνης της χρονιάς (όπου κατακτά την κορυφή), μετατρέποντας από τη μια στιγμή στην άλλη τον αγαπητό Μπονγκ σε εγχώριο σταρ πρώτου μεγέθους. Φυσικά, κανένα γαλόνι και καμία διάκριση δεν μπορούν να προϊδεάσουν για αυτό το συναρπαστικό κοκτέιλ, που συνδυάζει το φινιρισμένο whodunit αστυνομικό μυστήριο με τη μαύρη (φαρσο)κωμωδία, τον φιλοσοφικό στοχασμό, το δράμα χαρακτήρων και την υποδόρια πολιτική αλληγορία.

Σε μια εναρκτήρια σεκάνς πλημμυρισμένη από εκτυφλωτικά χρώματα και παραμορφωτικό φως (παραπέμποντας ελαφρά στο Days of Heaven του Τέρενς Μάλικ), το Memories of Murder ανοίγει μία μικρή κερκόπορτα στον παράδεισο, ίσα ίσα για να χωρέσει το φίδι. Σε μια απόκοσμη ανοιχτωσιά, όπου κυριαρχούν η γαλήνη και η ηρεμία, η ταινία μάς συστήνει τον κεντρικό ήρωα. Ένας ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών, μάλλον αμήχανος και αδέξιος (διόλου τυχαία, τον κοροϊδεύουν συνεχώς τα περαστικά παιδιά, μια ισχυρή ένδειξη ότι έχει ελάχιστο φόρτο εργασίας και διαθέτει μηδενικό κοινωνικό κύρος), ξετρυπώνει μια φρίκη απρόσκλητη και ασύμβατη με το τοπίο. Πλέον, τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο, η αθωότητα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Τα πτώματα δύο νεαρών γυναικών, που έχουν προηγουμένως πέσει θύματα βιασμού, αποσυνθέτουν και διαβρώνουν τόσο τη μικρή κοινότητα όσο και τον ψυχισμό των βασικών ηρώων. 

Στην αρχή, πάντως, κάθε γνωστό μοτίβο των procedural crime movies παρωδείται και ευτελίζεται αλύπητα. Ο επικεφαλής ντετέκτιβ (ο υπέροχος Σονγκ Κανγκ-χο, στην πρώτη από τις τέσσερις συνεργασίες του με τον Μπονγκ Τζουν-χο) πιστεύει πως μπορεί να διακρίνει τον ένοχο  από το βλέμμα (μια ντελικάτη και παιχνιδιάρικη υπόνοια στη δύναμη του κινηματογραφικού βλέμματος), καμώνεται τον περπατημένο αστυνομικό βγαλμένο από αμερικάνικη ταινία, ενθουσιάζεται στην ιδέα μιας πιθανής προαγωγής (υποτιμώντας, δηλαδή, τη σοβαρότητα της υπόθεσης) και είναι διατεθειμένος να αποσπάσει με τη βία οποιαδήποτε κατασκευασμένη ομολογία, προσπαθώντας απροκάλυπτα να ενοχοποιήσει τον κοινωνικά απόβλητο του χωριού. ‘

Η στάση του ντετέκτιβ αντικατοπτρίζει, φυσικά, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το συνολικό κλίμα: ένας εμβρόντητος μικρόκοσμος που αρνείται να αντικρίσει κατάματα τη φρίκη που έχει αρχίσει να κυοφορείται μέσα του. Η όλη κατάσταση περισσότερο φέρνει αρχικά σε μπουρλέσκ κωμωδία, όπως αποτυπώνεται σε μια εκπληκτικά ενορχηστρωμένη σεκάνς χάους και απορρύθμισης. Οι αστυνομικές δυνάμεις θυμίζουν ξεκούρδιστη κομπανία, η σκηνή του εγκλήματος είναι κάτι ανάμεσα σε παιδική χαρά και εμποροπανήγυρη, ενώ πολύτιμα στοιχεία καταστρέφονται λες και πρόκειται για αποφάγια σε πάγκο κουζίνας. 

Η άφιξη ενός έμπειρου αστυνομικού ερευνητή από τη Σεούλ (το καλωσόρισμα του νέου χαρακτήρα είναι πραγματικά ξεκαρδιστικό, αγγίζοντας την παρωδία ταινίας πολεμικών τεχνών) λειτουργεί ως καταλύτης σε πολλαπλά επίπεδα. Αφενός, ισχυροποιεί ξαφνικά την αίσθηση ότι η υπόθεση κινείται σε πολύ πιο σκοτεινά μονοπάτια, μια υπόνοια που δεν αργεί να μετατραπεί σε βεβαιότητα όταν ο νεοφερμένος και επιδέξιος ντετέκτιβ αρχίζει να συνδέει τις τελείες, φέρνοντας στο φως μια αποκρουστική εικόνα. Αφετέρου, ο νέος ντετέκτιβ πυροδοτεί έναν παιδιάστικο αρσενικό ανταγωνισμό, ο οποίος πηγάζει από κοινωνικά, πολιτιστικά και ταξικά κριτήρια.

Σταδιακά, και χωρίς καλά καλά να το αντιληφθούμε (μέγιστη αρετή αυτή η αβίαστη μετάβαση), μας αποκαλύπτεται η ευρύτερη εικόνα: μια χώρα σε πλήρη αμηχανία και ολικό αποπροσανατολισμό, καθηλωμένη σε στάσιμα νερά από ένα καταπιεστικό καθεστώς. Οι προληπτικές στρατιωτικές ασκήσεις, ο απροκάλυπτος έλεγχος των κοινωνικών φρονημάτων, η αναίτια απαγόρευση της κυκλοφορίας, όπως και τα μονίμως σβηστά φώτα σε σπίτια και δρόμους, πλάθουν έναν κόσμο όπου το Κακό μπορεί εύκολα να βρει πεδίο δράσης. Πολύ σύντομα, η ίντριγκα του μυστηρίου αντικαθίσταται από την ασφυξία και την αφόρητη μοναξιά που βιώνουν οι επίμονοι ντετέκτιβ, οι οποίοι έρχονται ολοένα πιο κοντά. Έχοντας αμφότεροι κυριευτεί από παθολογική εμμονή, που στρογγυλοκάθεται μέσα τους σαν σκουριά, είναι οι μόνοι που εξακολουθούν να νοιάζονται, την ίδια στιγμή που η εξουσία συγκαλύπτει τα γεγονότα και συσκοτίζει την αλήθεια. 

Καθώς τα εγκλήματα πυκνώνουν και αγριεύουν, τα στοιχεία πληθαίνουν μεν, αλλά οδηγούν σε ακόμη πιο πυκνό αδιέξοδο. Οι δυο ντετέκτιβ λίγο-λίγο αποκόπτονται από την πραγματικότητα, φλερτάροντας σταδιακά με την τρέλα, τη μονομανία και το κυνήγι φαντασμάτων. Ξανά και ξανά, θαρρείς και κάποιο διεστραμμένο μυαλό θέλει να επιτείνει το μαρτύριο, η λύτρωση καταφέρνει να ξεγλιστρά την τελευταία στιγμή, σαν άμμος μέσα από τα χέρια, ακριβώς τη στιγμή που δείχνει πιο κοντά από ποτέ. Σε αυτή την άγρια κατηφόρα, ο Μπονγκ Τζουν-χο σχεδόν εξαφανίζει τη μεγάλη εικόνα, στριμώχνοντας το βλέμμα του θεατή στην επίγεια κόλαση των ντετέκτιβ: ο κόσμος όλος έχει εγκλωβιστεί στα επαρχιώτικα σοκάκια, στο μουντό αρχηγείο της αστυνομίας, στα βροχερά λιβάδια της φρίκης, στον χαμηλοτάβανο ορίζοντα που κόβει το νήμα της ζωής κάθε τρεις και λίγο, γεμίζοντας το μυαλό με δαίμονες. Στο τέλος της διαδρομής, οι ήρωές μας θα μείνουν λειψοί και αποκαμωμένοι (όπως ακριβώς το πόδι του βοηθού που κακοφορμίζει), ξέπνοοι από ελπίδα, με λογικά σαλεμένα από την αναμονή, την απορία, την επιμονή και τη συνεχή ματαίωση. 

 

Ο Μπονγκ Τζουν-χο δεν μπαίνει στη διαδικασία να ξεψαχνίσει τις ρίζες του Κακού, δεν αναλώνεται σε μάταιες ερμηνείες και ατελείς εξηγήσεις. Αντιθέτως, το αποδέχεται ως αναίτιο, απρόκλητο, προϋπάρχον και ακατάληπτο. Σαν ένα στοιχειό της ανθρώπινης φύσης που δεν υπακούει ούτε σε σχήματα λογικής ούτε σε μυθεύματα της φαντασίας. Σε μια αληθινά ανατριχιαστική σκηνή, η κάμερα υιοθετεί το βλέμμα του θύτη, σαν άγριο θηρίο που παραμονεύει τη λεία του, δημιουργώντας στον θεατή μια βασανιστική, αλλά και σαδιστική, ψευδαίσθηση εξουσίας. Για λίγα δευτερόλεπτα, είναι σαν να διαλέγουμε εμείς οι ίδιοι -έντρομοι, αλλά και νοσηρά εξιταρισμένοι- το επόμενο θύμα του δολοφόνου. Επιπλέον και διόλου τυχαία, και οι δύο γυναίκες που «ερίζουν» για τη δολοφονική μανία του δράστη συνδέονται με τους δύο βασικούς ντετέκτιβ. Πλέον, η φρίκη έχει γίνει προσωπική υπόθεση, όχι μόνο για τους ήρωες της ταινίας, αλλά και για εμάς τους ίδιους. 

Τέσσερα χρόνια πριν το αριστουργηματικό Zodiac του Ντέιβιντ Φίντσερ, ο Μπονγκ Τζουν-χο βαδίζει στα ίδια μονοπάτια που καταλήγουν στη μάταιη αναζήτηση της αλήθειας και στην αυτο-παγίδευση στον λαβύρινθο του φόβου. Με τη μόνη διαθέσιμη έξοδο να οδηγεί όχι σε κάποιο ανακουφιστικό φως, αλλά σε μια βασανιστική αντηλιά. Πολύ σύντομα, αρχίζεις να χτυπάς την πόρτα με μανία, παρακαλώντας να σε αφήσουν να ξαναμπείς στον λαβύρινθο για να συνεχίσεις το ψάξιμο. Σε ένα φινάλε θαυμαστής οικονομίας -τόσο σε λόγια όσο και σε εικόνες- που συμπυκνώνει τη μεταστροφή της κορεατικής κοινωνίας στο πέρασμα του χρόνου, το μόνο επιμύθιο είναι μια αφόρητη αίσθηση εκκρεμότητας και αμφιβολίας. Όπως γνωρίζουμε άλλωστε, αν κοιτάξεις πολύ επίμονα την άβυσσο εκείνη θα σου ανταποδώσει το βλέμμα με χαρά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑