Last Flag Flying

Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ

Παίζουν: Στιβ Καρέλ, Μπράιαν Κράνστον, Λόρενς Φίσμπερν

Διάρκεια: 125′

Αμερική, 2003. Ένας μεσήλικας βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, έχοντας προ ολίγου καιρού χηρεύσει, επιχειρεί να φέρει εις πέρας μία δύσκολη αποστολή: να βρει τους δύο συντρόφους του στον πόλεμο. Δυστυχώς, η μοίρα δε θέλησε την επανένωση της αγίας τριάδος για καλό. O Λάρι αναζητά τους ομόσταβλούς του για να τον συνοδεύσουν στην κηδεία του γιου του, που έπεσε στο Ιράκ. Οι δύο φίλοι του έχουν ακολουθήσει εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία. Ο Σαλ είναι ιδιοκτήτης ενός παρακμιακού συνοικιακού μπαρ και ουσιαστικά μόνος στη ζωή, ενώ ο Μιούλερ είναι αναγεννηθείς Χριστιανός και δη ιερέας. Οι τρεις τους λοιπόν επιβιβάζονται σε μια σειρά από μεταφορικά μέσα προκειμένου να παραλάβουν το άρτι αφιχθέν άψυχο σώμα του νεαρού και το εναποθέσουν στην τελευταία του κατοικία.

Κάθε πόλεμος είναι εξ ορισμού μια παρανοϊκή υπόθεση. Αυτός όμως στον οποίο συμμετέχεις ενώ λαμβάνει χώρα δέκα και πλέον χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κατώφλι του σπιτιού σου είναι μια εξωφρενική δοκιμασία. Και οι ήρωες της ταινίας μοιάζουν να το’ χουν νιώσει στο πετσί τους ˙ η κυβέρνησή τους συχνά ορθώνεται και αναλαμβάνει ρόλο αυτόκλητου σωτήρα ανατολικών λαών, με κόστος ανυπολόγιστο για τους καθημερινούς πολίτες της. Ο Λάρι βέβαια γνωρίζει και τις δύο όψεις του νομίσματος, έχει βρεθεί τόσο στη θέση αυτού που φεύγει και είναι αμφίβολο αν θα επιστρέψει όσο και αυτού που προσμένει την επιστροφή ενός οικείου από την άλλη άκρη του κόσμου.

Η ταινία του Λινκλέιτερ έρχεται σαν ανεπίσημο σίκουελ της συγκλονιστικής ταινίας του Χαλ Άσμπι «The Last Detail» και αυτό είναι η ευχή και η κατάρα της. Κερδίζει πολλούς πόντους από τις συνεχείς αναφορές στην προαναφερθείσα ταινία και προκαλεί άμεσα το ενδιαφέρον του θεατή που την έχει παρακολουθήσει, καθώς προσφέρει μια άτυπη συνέχεια στην ιστορία εκείνης της τρομερής τριπλέτας που διέσχιζε πριν σαράντα πέντε χρόνια την Αμερική. Αν μη τι άλλο, όποιος έχει παρακολουθήσει εκείνη την ταινία, έχει τουλάχιστον την περιέργεια να μάθει τι απέγιναν εκείνοι οι τρεις τύποι και ο Αμερικανός  δημιουργός, παρότι οι χαρακτήρες του φέρουν άλλα ονόματα και ελαφρώς παραλλαγμένες ιστορίες, το γνωρίζει καλά.

Ωστόσο, η αυτόματη σύγκριση των δύο μεγεθών τον αφήνει εκκωφαντικά έκθετο: Στην τραχιά ταινία του Άσμπι με την ασύλληπτη αναλογία της, ο θεατής ένιωσε στο πετσί του την αμερικανική κοινωνία της εποχής, τη νεολαία του πολέμου και τα αδιέξοδά της, τον παραλογισμό του πολέμου. Στο προκείμενο έργο, δυστυχώς, δεν αρκούν οι καλές προθέσεις του σκηνοθέτη. Οι διάλογο μοιάζουν τεχνητοί και το νεύρο σταδιακά εξαντλείται, αφήνοντας το χώρο σε μελοδραματισμούς που καμία θέση δεν έχουν ανάμεσα σε τρεις βετεράνους του πολέμου που έρχονται να αποτίσουν φόρο τιμής σε έναν πεσόντα. Παρότι λοιπόν η παρουσία του ίδιου του συγγραφέα του πρωτότυπου υλικού Ντάριλ Πόνικσαν στη συγγραφική ομάδα, η ταινία στερείται της απαιτούμενης αυθεντικότητας που θα έκανε το θεατή να αισθανθεί ότι ακολουθεί τους τρεις μεσήλικες στο ταξίδι τους.

Φυσικά, δεν λείπουν οι ωραίες στιγμές από την ταινία. Οι κεφάτες και μεστές ερμηνείες, ιδίως εκ μέρους του Φίσμπερν και του Καρέλ, καθιστούν το θέαμα αβίαστα ευχάριστο. Οι στοχασμοί τους πάνω στο χρόνο και την έννοια της ενοχής, παρότι απλοϊκοί, συχνά προκαλούν το γέλιο. Ο Λινκλέιτερ, άλλωστε, εδώ και χρόνια υπηρετεί το σινεμά του «εξανθρωπισμού» και στη συγκεκριμένη ταινία υποκλίνεται στους ανθρώπους που είδαν τη φρίκη μπροστά τους, υπήρξαν αναγκαστικά μέρος της, και βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν, με τις πληγές τους ανοιχτές. Βρίσκει με άνεση τον δικό του γλυκόπικρο τόνο και ισορροπεί τον θρήνο με την αναπόληση και την ανάγκη για συγχώρεση. Είναι τέτοια η ανάγκη του όμως να προκαλέσει τη συγκίνηση που ματαιώνει τελικά την πρόθεσή του να απεικονίσει τον εσωτερικό γολγοθά των χαρακτήρων του.

Πρόκειται για ένα χαμηλόφωνο road movie με καλές, αν και μάλλον συντηρητικές, προθέσεις που αναζητά το χώρο του ανάμεσα στη διακωμώδηση του τραγικού και την καταγγελία. Δεν είναι όμως αρκετά αστείο για να επιτύχει το πρώτο ούτε αρκετά οξύ για να σημειώσει κάτι αξιομνημόνευτο ως προς το δεύτερο σκέλος. Ο Λινκλέιτερ προσπαθεί να βυθομετρήσει τον αντίκτυπο της κουλτούρας πολέμου στην αμερικανική κυβερνητική πολιτική μέσα από το ντόπια θύματά του, αλλά μεριμνά περισσότερο να προκαλέσει ένα γνήσιο πατριωτικό δάκρυ παρά να κοιτάξει στα ενδόμυχα σκοτάδια των ηρώων του. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία μπορεί να ιδωθεί σαν ένα σχετικά επιτυχημένο οδοιπορικό τριών τύπων που κερδίζουν τη συμπάθεια του θεατή, αλλά ως εκεί.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑