What's On Greta

18 Μαρτίου 2019 |

0

Greta

Σκηνοθεσία: Νιλ Τζόρνταν

Παίζουν: Κλόι Γκρέις Μόρετζ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Μάικα Μονρό

Διάρκεια: 97′

Ελληνικός τίτλος: “Η Χήρα”

Η Φράνσις είναι μία νεαρή γυναίκα που έχει μετακομίσει πρόσφατα στη Νέα Υόρκη και συγκατοικεί με την ευκατάστατη φίλη της. Μία νύχτα βρίσκει στο μετρό μία γυναικεία τσάντα και αποφασίζει να την επιστρέψει στην ιδιοκτήτριά της. Συναντά λοιπόν την Γκρέτα, μία μοναχική καθωσπρέπει Γαλλίδα μέσης ηλικίας, με την οποία αναπτύσσει μία στενή σχέση. Με τη Φράνσις να έχει χάσει τη πρόσφατα τη μητέρα της και την Γκρέτα να λαχταρά τη συντροφιά της ξενιτεμένης κόρης της, οι δύο γυναίκες έρχονται κοντά, μόνο που η στυλάτη κυρία Γκρέτα αρχίζει να μοιάζει με κάτι πολύ διαφορετικά από την καλοσυνάτη και ευγενική φιγούρα που συνάντησε η Φράνσις.

Διαθέτοντας μία σεναριακή ανατροπή την οποία αποκαλύπτει ήδη σε ένα αρχικό στάδιο του έργου, ο Νιλ Τζόρνταν καθιστά σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει ένα νουαρίζον θρίλερ μυστηρίου. Ο Ιρλανδός μάστορας βασίζεται σε μία εξαντλητικά απλή –κάπου απλουστευτική– και πλάθει ένα φιλμ δίχως σαφή υφολογικό προσδιορισμό. Η τοξική σχέση μητέρας κόρης και η διαχείριση της απώλειας τίθενται σε ένα κατ’ αρχήν camp πλαίσιο, το οποίο όμως δεν υπηρετείται σε όλη τη διάρκεια και με αληθινή καλτ προσήλωση.

Διαπνέεται βέβαια από μία διάχυτη ειρωνεία, η οποία δίνει και τον τόνο στο φιλμ και την οποία αναζητά και βρίσκει κανείς στη σιγουριά της βιρτουόζου Ιζαμπέλ Ιπέρ, που μοιάζει η πιο ασφαλής παρουσία. Στον αντίποδά της, η θετικής αύρας Κλόι Γκρέις Μόρετζ, έτι μία φορά παίρνει περισσότερο στα σοβαρά το πλαίσιο κίνησης του χαρακτήρα της, δίνοντας μία ερμηνεία που μαρτυρά υπερπροσπάθεια και σοβαροφάνεια. Οι δύο ηθοποιοί μοιάζουν να μην συνδέονται αληθινά, να κινούνται σε άλλα μήκη κύματος. Υπάρχουν στιγμές που μοιάζει η μία να παίζει σε απολαυστική παρωδία και η άλλη σε συμβατικό θρίλερ ˙ αυτός ο ανισόρροπος δυϊσμός ενυπάρχει βαθιά και στον  συνολικό χαρακτήρα του έργου, το οποίο καταλήγει να μην αποτελεί ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο.

Η δημιουργική άνεση του Τζόρνταν είναι όπως πάντα παρούσα, καθώς αληθινός πρωταγωνιστής του έργου του στο μεγαλύτερο διάστημα είναι η μητρόπολη του εικοστού πρώτου αιώνα, την οποία αποδομεί με σαρδόνιο ύφος. Η αμερικανική μεγαλούπολη είναι ένα βουβό τέρας που καταπίνει κάθε ιδιωτικότητα και αναζητά νεαρές αφελείς επαρχιωτοπούλες να κατασπαράξει. Στους δρόμους της δε μπορεί ποτέ κανείς να είναι ασφαλής, η εμπιστοσύνη προς αγνώστους είναι μία ανεπίτρεπτη πολυτέλεια και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, παρά μόνο κάτι πολύ ασχημότερο. Μάλιστα, ο μέγας είρων Τζόρνταν συμπληρώνει την εικόνα με την απύθμενη υποκρισία των κατοίκων αυτής της πόλης, που θεωρούν αυτούς βαπτισμένους στην αφρόκρεμα της κουλτούρας αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν λυσσαλέα θηρία, όπως η Γκρέτα που σχεδόν επιθετικά βαπτίζεται στην κολυμβήθρα της εκπαίδευσης «Γαλλικά και πιάνο», αλλά τρομοκρατεί την άμοιρη Φράνσις.

Συνολικά, στη «Χήρα» μπορεί κανείς εύκολα να αναγνώσει την καλοδεχούμενη παιγνιώδη διάθεση του Τζόρνταν απέναντι στο σύγχρονο αστικό μετα-πολιτισμό, και αυτό είναι και το πολυτιμότερο στοιχείο της ταινίας. Κατά τα λοιπά, μοιάζει, με κάποιες σκόρπιες εξαιρέσεις, σαν να έχει τεθεί στον αυτόματο πιλότο, με τον Ιρλανδό δημιουργό να έχει θέσει τους καλλιτεχνικούς όρους ώστε να μην εκτροχιαστεί ποτέ, αλλά να την αφήνει ξέπνοη από ζωή. Από τον στρωτό ρυθμό και την ικανοποιητική φωτογραφία λείπει μία σαφής διάθεση και κατεύθυνση, η οποία θα έδινε στο φιλμ τη δυνατότητα να δουλέψει με ακρίβεια σε κάποιο από τα επίπεδα στα οποία κινείται. Σίγουρα όχι από τις δυνατές στιγμές του Τζόρνταν,στην οποία όμως και πάλι κανείς μπορεί να εντοπίσει ίχνη της πλούσιας φαντασίας του, περίπου σαν το «D’après une histoire vraie» του Ρομάν Πολάνσκι.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑