What's On A Beautiful Day in the Neighborhood

13 Ιουλίου 2020 |

0

A Beautiful Day in the Neighborhood

Σκηνοθεσία: Μάριελ Χέλερ

Παίζουν: Τομ Χανκς, Μάθιου Ρις, Κρις Κούπερ

Διάρκεια: 108’

Ελληνικός τίτλος: «Ένας Υπέροχος Γείτονας»

Ο Λόιντ Βόγκελ είναι ένας νεοϋορκέζος δημοσιογράφος και νεόκοπος πατέρας που συνήθως αναλαμβάνει να δημιουργεί πορτραίτα διαβόητων προσώπων. Όταν η αρχισυντάκτρια της εφημερίδας όπου εργάζεται του αναθέτει τη συγγραφή ενός άρθρου τετρακοσίων λέξεων γύρω από τον οικοδεσπότη μίας πολυλατρεμένης και μακροβιότατης παιδικής τηλεοπτικής «γειτονιάς», τον κύριο Ρότζερς, αυτός δυσανασχετεί. Ευρισκόμενος παράλληλα σε προσωπική κρίση η οποία προκαλείται από την εμφάνιση του πατέρα του στη ζωή του, μετά από πολυετή περίοδο κατά την οποία οι δύο άνδρες δεν είχαν καμία επαφή, αναγκάζεται να ταξιδέψει ως το Πίτσμπεργκ, να γνωρίσει τον κύριο Ρότζερς εντός και εκτός πλατό και να περάσει μαζί του πολύ περισσότερο χρόνο από όσο αρχικά είχε προγραμματίσει.

Η Μάριελ Χέλερ, έχουσα παραδώσει τα διαπιστευτήρια της επί του ανεξάρτητου αμερικανικού με τα «The Diary of a Teenage Girl» και «Can you Ever Forgive me?», μετακινείται σε σαφώς πιο mainstream στουντιακά μονοπάτια με την προκείμενη ταινία. Για πρώτη φορά, διαθέτει έναν ηθοποιό μεγατόνων, ίσως τον πιο αγαπητό Αμερικανό ηθοποιό της εποχής μας και μάλιστα στον ρόλο της πιο αγαπημένης τηλεοπτικής περσόνας των Αμερικανών. Είναι όμως τέτοια η αφηγηματική νηφαλιότητα και η προσήλωσή της στην ιστορία που αφηγείται, που δεν ενδίδει σε κανέναν από τους προφανείς πειρασμούς που τίθενται ενώπιόν της.

Η Αμερικανίδα δημιουργός αντιμετωπίζει τον κύριο Ρότζερς ως ένα έμβιο αίνιγμα. Τον περιβάλλει με ένα χαμηλόφωνο, ρομαντικό δέος και, αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι ο πρωταγωνιστής της -πραγματικής- ιστορίας της ταινίας, επιλέγει να του συμπεριφερθεί με τον πλέον αρμόζοντα τρόπο για ένα υπαρκτό μυστήριο της σόου μπίζνες. Φωτίζει κάποιες πτυχές του, δίχως όμως ποτέ να τον απομυθοποιεί ∙ αρνείται να τον φέρει στα μέτρα του ήρωα (και του κοινού), τον κρατάει στο βάθρο της πασίδηλης καλοσύνης του και παρατηρεί την σχεδόν θεία επίδρασή του σε ένα συνάνθρωπο δίχως την παρεμβολή της τηλεοπτικής οθόνης.

Είναι αμήχανο θέαμα η κοινωνική συμπεριφορά του κυρίου Ρότζερς. Βγαλμένος θαρρείς από παραμύθι που ζωντάνεψε, ο χαμογελαστός κύριος με το χαρακτηριστικό κόκκινο πουλόβερ είναι εκτός του πλατό όπως ακριβώς είναι και εντός: απολύτως εξωπραγματικός, με όλη τη σημασία της λέξης. Για τον Βόγκελ, η εμπειρία είναι καταλυτική, αφού ο κύριος Ρότζερς μοιάζει απρόσβλητος από την τοξικότητα των ανθρώπινων σχέσεων, από τις καθημερινές τριβές ή τις εντάσεις του αστικού βίου, ακόμα και από την επί της πόλεως τρισμέγιστη ζούγκλα που είναι η τηλεοπτική πραγματικότητα. Ένας άνθρωπος που διαθέτει έμφυτα ανεξάντλητα αποθέματα καλοσύνης και μίας ψυχραιμίας που φαντάζει υπεράνθρωπη.

 «Μα πώς είναι κάτι τέτοιο δυνατό;». Αυτό είναι το ερώτημα που πλανάται δικαίως και στο οποίο πολύ σοφά η Χέλερ αρνείται να απαντήσει. Μετά το πέρας της θέασης, ο κύριος Ρότζερς παραμένει ένας γρίφος καλοσύνης και ο μέγιστος Τομ Χανκς υπηρετεί μέχρις εσχάτων τον χαρακτήρα. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως η φύσει προσηνής και συμπαθής φιγούρα του Χανκς τον καθιστά ιδανικό για τον ρόλο, ωστόσο η ερμηνεία του διαλύει κάθε τέτοια σκέψη. Ο Χανκς παραιτείται από κάθε επιβολή της δικιάς του καλοσυνάτης όψης στην ερμηνεία του και εφευρίσκει έναν τρόπο διατηρήσει την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι το  αφανέρωτο, που δεν είναι σκοτεινό, αλλά οφείλει να παραμείνει άρρητο. Είναι μία από τις πολύ δυνατές ερμηνευτικές του στιγμές αυτή, τουλάχιστον για τους εκτός Αμερικής θεατές που δεν έχουν εντυπωμένη την εικόνα του πραγματικού Φρεντ Ρότζερς στη μνήμη.

Είναι τέτοιας υφής η επίδραση του κυρίου Ρότζερς στον Βόγκελ που με κάποιον μαγικό τρόπο σχεδόν αρκεί για να μεταδώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για αμφότερους τους άνδρες. Ο δημοσιογράφος είναι έρμαιο των τραυμάτων του του, των άλαλων νυκτών που συλλογίζεται εάν η πορεία του είναι προδιαγεγραμμένη και οδηγεί σε μία θέση που ο ίδιος οικτίρει, κυρίως βέβαια είναι δέσμιος της πεπιεσμένης οργής του. Ένας άνδρας που κρύβει στην καρδιά του ένα παιδί που πληγώθηκε δίχως να φταίει και τρέμει μήπως κάνει το ίδιο. Ο φοβικός θυμός του είναι δικαιολογημένος, ίσως μάλιστα αναλύεται υπερβολικά από την Χέλερ, αλλά αυτό δεν του αφαιρεί την τοξικότητα. Ουσιαστικά, είναι ένας συναισθηματικά ακρωτηριασμένος άνδρας, σε καμία περίπτωση αδύναμος να αγαπήσει, αλλά επιφυλακτικός σε βαθμό αντιδραστικής καθήλωσης στις συναισθηματικές άμυνές του. Ωστόσο, η παρουσία του Ρότζερς του υπενθυμίζει ότι δεν έχει ακόμα παραιτηθεί.

Είναι μία ταινία βαθύτατα αντι-κυνική ταινία το «Ένας Υπέροχος Γείτονας» και ως τέτοια είναι βαθιά ρήξη με την εποχή της. Ο σύγχρονος κυνισμός έχει σφυριλατηθεί ως κρατούσα τάση της κοινωνικής ζωής και έχει επικρατήσει έναντι κάθε αντιπάλου. Χώρος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει για διδαχές σαν του κυρίου Ρότζερς. Και αφού δε μπορούμε να τον έχουμε στην πραγματική του διάσταση, η Μάριελ Χέλερ διεκδικεί αυτόν τον χώρο στο σινεμά και αυτό είναι μία κάποια άμυνα. Τόσο το άρθρο του Τομ Τζούνοντ (εδώ Βόγκελ) που αποτέλεσε τη βάση του έργου όσο και η κινηματογραφική μετουσίωσή του θυμίζουν ένα πράγμα: όταν συναντά κανείς στο δρόμο του ένα αλλόκοτο «θαύμα» σαν τον Φρεντ Ρότζερς, πιθανώς μπορεί να το συντρίψει και να το φέρει στα μέτρα του, διαλύοντας τον περιβάλλοντα μύθο. Ποιο είναι όμως το όφελος αυτού, πλην μίας εγωμανούς επιβεβαίωσης της σύγχρονης τάσης προς επικράτηση της κυνικής πεζότητας;




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑