Goodbye Berlin (Tschick)

Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν

Παίζουν: Τρίσταν Γκόμπελ, Ανάντ Μπατμπιλέγκ

Διάρκεια: 93’

O Φατίχ Ακίν, μετά την ταινία Η Μαχαιριά (The Cut, 2014), για το Ολοκαύτωμα των Αρμενίων, η οποία ήθελε να φτάσει ώς το κόκαλο, αλλά ακουμπούσε μονάχα ξώφαλτσα και επιδερμικά, επιστρέφει σε μία γνώριμη χαλαρή διάθεση. Αυτή που είχε γεννήσει τις μεγάλες του επιτυχίες Soul Kitchen (2009) και Head-On (2004) και στην οποία δείχνει να κινείται με χάρη και επιδεξιότητα. Βασικοί του ήρωες δύο ανήλικοι κοινωνικοί παρίες, οι μόνοι απόντες από το καλοκαιρινό πάρτι της βασίλισσας του σχολείου. Από τη μια, ο Μάικ, ένα ευαίσθητο, αόρατο και -όπως έχει πείσει τον εαυτό του- βαρετό αγόρι, με μία αλκοολική μητέρα με την οποία αλλήλο-αγαπιούνται και έναν παντελώς ψυχρό και αδιάφορο πατέρα. Από την άλλη, ο Τσικ, ένας μετανάστης αδιευκρίνιστης καταγωγής, με ρίζες που διακλαδώνονται στο πουθενά, και εμφάνιση -ιδίως ενδυματολογική- που προκαλεί αυτόματα τη χλεύη.

Η κοινωνική εφηβική μοίρα έχει ξεβράσει τον Μάικ και τον Τσικ σε μία αβάσταχτη καλοκαιρινή μοναξιά κι επειδή όπως γνωρίζουμε, όμοιος ομοίω αεί πελάζει, οι δυο απόκληροι γίνονται φίλοι και, σε χρόνο dt, συνοδοιπόροι. Τυπικός προορισμός τους, όπως έχουν ανακοινώσει στους εαυτούς τους, η περιοχή της Βλαχίας, στη Ρουμανία, όπου κατοικεί (;) ένας παππούς του Τσικ. Ουσιαστικός προορισμός τους, κατά κυριολεξία σχεδόν, η μέση του πουθενά, στοιχείο που ολίγον τι χάνεται στη μετάφραση. Διότι η λέξη “Walachei” στα Γερμανικά, πέρα από το ότι σημαίνει Βλαχία, αποτελεί κομμάτι της έκφρασης “mitten in der Walachei”, η οποία μεταφράζεται ως «στη μέση του πουθενά». Οι δυο ανήλικοι παράνομοι φυγάδες ξεκινούν, λοιπόν, με ένα κλεμμένο αμάξι την περιπέτεια της ζωής τους, ακολουθώντας το γενικό πρόσταγμα «στον νότο», αλλά έχοντας την (ανύπαρκτη) πυξίδα τους στραμμένη προς μία ανάσα ελευθερίας και ζωής.

Θα ακολουθήσουν τους παράδρομους, τους ξέμπαρκους χωματόδρομους, θα διαβούν δάση, έλη και χωράφια, θα συνεχίσουν να πηγαίνουν ευθεία, όποιο κι αν είναι το εμπόδιο που θα συναντήσουν στο διάβα τους. Θα διασταυρωθούν με ανθρώπους αλλόκοτους και παράξενους, σχεδόν αποκυήματα της φαντασίας τους, περίπου σαν χειροπιαστή απόδειξη ότι αυτή η διαδρομή κινείται εκτός ορίων του φυσιολογικού κόσμου. Θα διασχίσουν λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα, όντας παντελώς χαμένοι στην Ανατολική Γερμανία, αλλά ο στόχος της Γης της Επαγγελίας που ακούει στο όνομα Βλαχία, δεν θα ατονίσει, δεν θα φθαρεί, δεν θα ξεψυχήσει ποτέ μέσα τους.

O Ακίν μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το best seller Tschick (όπως είναι και ο original γερμανικός τίτλος της ταινίας) του Γερμανού συγγραφέα Βόλφγκανγκ Χέρντορφ και πλάθει μία ιστορία ενηλικίωσης, μπολιασμένη με το σπιρτόζικο και αλέγρο στιλ που τον καθιέρωσε στις σινεφίλ συνειδήσεις. Και η ταινία του καταλήγει να μοιάζει με το ταξίδι των ηρώων του. Είναι κεφάτη, χωρίς ποτέ να γίνεται τρομερά αστεία, είναι συμπαθής και τρυφερή, αλλά κινείται μονίμως στη λωρίδα ασφαλείας. Υπό μία έννοια, το Βερολίνο, αντίο είναι σαν να λοξοδρομεί ασταμάτητα, σαν να αποφεύγει να πάρει το ρίσκο να πρωτοτυπήσει εμφατικά, σαν να αρκείται στα κεκτημένα της αυτοφυούς γοητείας μίας ταινίας εφηβικής φυγής. Εντούτοις, καθόλη την πορεία, διατηρεί τον χτύπο της καρδιάς της σφριγηλό, μα κυριότερα, αρνείται πεισματικά να λιγοψυχήσει εμφατικά στο τέλος.

Όχι μόνο επειδή αρνείται να παραδοθεί σε οποιοδήποτε αφελές happy end, αλλά επειδή, έστω και λίγο (ή και αρκετά) αδέξια, αμήχανα κι ανορθόδοξα, μπλέκει τα άσχημα με τα ωραία, όπως συμβαίνει ασταμάτητα και αλύπητα στη ζωή. Και τολμά να διαχειριστεί και να ιεραρχήσει όλα τα δυσάρεστα. Άλλα καταλήγουν σε μελανιές και μία παντοτινή φυγή, άλλα καταλήγουν σε ένα μεθυσμένο υποβρύχιο χορό. Θα μπορούσε να είναι και καλύτερα, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, είναι αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑