They Shoot Horses, Don’t They? (1969)

Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Πόλακ

Παίζουν: Τζέιν Φόντα, Μάικλ Σάραζιν, Τζιν Γιανγκ

Διάρκεια: 120′

Παγωμένα χαμόγελα, απελπισμένα πρόσωπα, σώματα που στροβιλίζονται αδιάκοπα. Ευπαρουσίαστα αγόρια και κορίτσια, ντυμένα στα καλά τους, με φροντισμένα μαλλιά και γυαλισμένα παπούτσια. Φιγούρες, άλματα, λικνίσματα, οι στριγγλιές που αφήνουν σόλες στο παρκέ. Ένα γκροτέσκο τσίρκο, μια σύγχρονη αρένα, αδέξια καλλωπισμένη με φρου φρου και αρώματα μήπως και κρύψει τα κανιβαλιστικά της ένστικτα. Οι θεατές σε αυτό το θλιμμένο και θλιβερό καρναβάλι δεν πλήρωσαν εισιτήριο για να θαυμάσουν κάποιον καλλιτέχνη. Αντιθέτως, έχουν την κρυφή ελπίδα πως κάποιος από τους συμμετέχοντες θα καταρρεύσει σε κοινή θέα. Το κοινό μπορεί να μην επιζητά πλέον άγρια θηρία και μονομάχους, αλλά ενθουσιάζεται στην ιδέα ενός κουκλόσπιτου με κούκλες που ξεσπούν σε λυγμούς, χαλάνε το μακιγιάζ τους, σπάζουν στα δύο, κλαίνε και οδύρονται.

Οι μαραθώνιοι χορού, που άνθισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στον απόηχο του Κραχ του ’29 και της Μεγάλης Ύφεσης, έκρυβαν μέσα τους ισχυρές δόσεις ενός καμουφλαρισμένου σαδισμού. Αφενός, προσέφεραν ένα χρηματικό δέλεαρ στους ταλαιπωρημένους διαγωνιζόμενους, αφετέρου λειτουργούσαν ως πνιγηρή διέξοδος για όλους τους υπόλοιπους. Σε κάθε περίοδο συλλογικής κατάθλιψης, όπως έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά, η βία της ανάγκης και η αποκτήνωση της θλίψης περπατούν χεράκι χεράκι. Πίσω από τα γλυκανάλατα hits της εποχής, τα πολύχρωμα μπαλόνια, τα αναψυκτικά και τους μπουφέδες, τις περίτεχνες κουπ, την μπριγιαντίνη, τα έπαθλα και το χιούμορ-κονσέρβα των παρουσιαστών, κρύβονταν ένα ασφυκτικό αδιέξοδο και ένα νεκροταφείο από χαμένα όνειρα.

Ο Σίντνεϊ Πόλακ, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα They Shoot Horses, Don’t They του Χόρας ΜακΚόι, στριμώχνει θαρρείς ολόκληρο το σύμπαν στους τέσσερις τοίχους της αίθουσας χορού, που μοιάζει με αντίστροφη κιβωτό: λες και θέλει να επισπεύσει τον κατακλυσμό, φανερώνοντας στον άνθρωπο την κατάντια του. Ο Πόλακ, από την πρώτη στιγμή, αφαιρεί κάθε υπόνοια παρελθόντος και εξαλείφει κάθε πιθανότητα μέλλοντος. Τα πάντα προϋπήρχαν, τα πάντα θα ζήσουν και θα αφανιστούν σε αυτή τη πίστα των μελλοθάνατων χορευτών. Σταδιακά, φιγούρα με τη φιγούρα, κάτω από τον ήχο μιας αδιάκοπης μελωδίας, μοιραζόμαστε τη σωματική εξάντληση, την απελπισία της κούρσας δίχως τερματισμό, τα ισοπεδωμένα σώματα που εξακολουθούν να πάλλονται, αλλά έχουν αδειάσει από κουράγιο και ψυχή. Η Αμερική των 30s, βυθισμένη σε ένα ανομολόγητο πένθος για όσα χάθηκαν αυτοστιγμεί, βρίσκει ψυχικό καταφύγιο στη φρίκη, ταρριχεύοντας τα νιάτα της σαν περιφερόμενα φαντάσματα.

Ο κονφερανσιέ της βραδιάς, πανίσχυρος θεός σε έναν αρρωστημένο μικρόκοσμο, τραβολογά τους χορευτές και τις χορεύτριες σαν μαριονέτες, παίζει μαζί τους, χλευάζει την αδυναμία τους. Θεωρητικά, βέβαια, κάθε διαγωνιζόμενος μπορεί τα βροντήξει και να φύγει ανά πάσα στιγμή, η συμμετοχή δεν είναι άλλωστε υποχρεωτική. Ξάφνου, όμως, αυτός ο διαγωνισμός μοιάζει με την ίδια τη ζωή, από την οποία σπανίως μπορεί να διαφύγει κανείς, ακόμη και τις στιγμές που μοιάζει αφόρητη. Όσο για το φινάλε, δεν αργούμε να αντιληφθούμε πως είναι μάλλον αναπόδραστο και προδιαγεγραμμένο. Μας είχα εξάλλου προειδοποιήσει και ο τίτλος της ταινίας, ο οποίος κουβαλά μέσα του έναν πικρό σαρκασμό. Μια υποτιθέμενη πράξη ελέους που μασκαρεύει όλη την κτηνωδία που έχει προηγηθεί.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑