Reviews Nashville

20 Νοεμβρίου 2019 |

0

Nashville

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Όλτμαν

Παίζουν: Κιθ Κάρανταϊν, Νεντ Μπίτι, Τζέραλντιν Τσάπλιν, Λίλι Τόμλιν 

Διάρκεια: 160′

Έτος παραγωγής: 1975

«Κάτι καλό θα πρέπει να κάνουμε για να έχουμε αντέξει 200 χρόνια». Αυτός ο στίχος, από τα χείλη ενός μυθικού τραγουδιστή της country, δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για το πολύχρωμο βουητό της Nashville. Μια χώρα που γιορτάζει, που καμαρώνει τα 200 χρόνια ζωής που συμπλήρωσε, η οποία όμως -κατά βάθος- δεν ήταν καν βέβαιη ότι θα βαστάξει τόσο. Ο Ρόμπερτ Όλτμαν βυθίζεται στην αμερικάνικη ψυχή, βουτώντας στην καρδιά του Τενεσί, τη Νάσβιλ, πρωτεύουσα και λίκνο της παραδοσιακής country μουσικής. Ένας ακόμη απατηλός κόσμος, όχι ακριβώς πασπαλισμένος με το στρας και τη λάμψη του Χόλιγουντ, αλλά εξίσου εφήμερος, πλανευτής, με εκατόμβες αποτυχιών δίπλα στη ξελογιάστρα βιτρίνα της δόξας. Εδώ, δεν υπάρχουν λεωφόροι με τσακισμένα όνειρα, όπως στο γνωστό άσμα, αλλά μια σκηνή που δεν αδειάζει ποτέ από θεατές: ένα παλκοσένικο όπου τραγουδιέται μια ακαθόριστη και πολύ βαθιά λύπη.

Σε αυτό το πενθήμερο πανηγύρι, θα γίνουμε μάρτυρες αμέτρητων θραυσματικών ιστοριών, που λειτουργούν περισσότερο ως υπόνοιες μιας πιο σφαιρικής ατμόσφαιρας και συνθήκης, παρά ως κομμάτια ενός λεπτομερούς ψηφιδωτού. Εξάλλου, αν έχει υπάρξει ένας σκηνοθέτης στην ιστορία του κινηματογράφου που διέθετε την ικανότητα να υφαίνει στην εντέλεια και να διαχειρίζεται υποδειγματικά ένα σμήνος από -αλληλοσυμπληρούμενα, αλλά την ίδια στιγμή πέρα για πέρα αυτόφωτα- επεισόδια, αυτός δεν ήταν άλλος από τον μάστορα Ρόμπερτ Όλτμαν.

Οι ήρωες του Όλτμαν λαμβάνουν απροσμέτρητη αγάπη και προσοχή από τον δημιουργό τους, χωρίς όμως να αποκόπτονται οργανικά από οτιδήποτε τους περιβάλλει. Η πρωτοκαθεδρία τους γίνεται αντιληπτή μονάχα μέσα από το σύνολο. Κάθε ξεχωριστός χαρακτήρας του Όλτμαν εντάσσεται σε ένα δαιδαλώδη ιστό από βαβούρα, ψιθύρους, μισόλογα, σε ένα δίκτυο από ανολοκλήρωτες ιστορίες, παλιές γνωριμίες, μυστικά, παραλείψεις και ανείπωτα. Ο κόσμος των ηρώων του Όλτμαν δεν είναι ποτέ ξεκάθαρος, διαφανής, εύκολα ανιχνεύσιμος, χωρίς ποτέ να γίνεται κρυψίνους ή απόμακρος.

Αντιστοίχως, οι ταινίες του Όλτμαν εχθρεύονται κάθε υπόνοια γραμμικότητας. Η ζωή δεν είναι ένα δρομολόγιο με αρχή, μέση και τέλος, σε ένα δρόμο ξεκάθαρης φοράς, είναι ένα ακατανόητο χωνευτήρι όπου η ισιάδα, η ανηφόρα και ο γκρεμός συγχωνεύονται, όπου κανείς δεν ζει ξέχωρα από τους άλλους: το ποιοι είμαστε, το πώς πορευόμαστε, το σε τι αποσκοπούμε δεν είναι ποτέ ανεξάρτητο από αυτό το ατελείωτο βουητό από ανθρώπους, τόπους και πράγματα που μας ξεκουφαίνει από την αρχή ώς το τέλος της διαδρομής.

Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, ίσως γίνεται κατάτι ευκολότερο να συναισθανθούμε και ίσως να κατανοήσουμε γιατί οι ταινίες του Όλτμαν μεταδίδουν μια αδιάκοπη αίσθηση κίνησης και επαφής, ακόμη και στις πιο φαινομενικά στατικές τους στιγμές. Περίπου σαν ένα πάρτυ που δεν λέει να σημάνει λήξη, επειδή οι καλεσμένοι έχουν αντοχές για ένα ακόμη γύρο από small talk, φλερτ και κουτσομπολιό, σαν ένα κονιάκ μετά από κηδεία που έχει αρχίσει να γίνεται πένθιμα κεφάτο. Στο Nashville, την κορωνίδα ίσως της «ολτμανικής» πολυφωνικής δομής, παρελαύνουν, χωρίς να στριμώχνονται, ούτε λίγο-ούτε πολύ περίπου 25 χαρακτήρες.

Κανένας εκ των οποίων δεν μπορεί ούτε να επαίρεται ότι είναι πρωταγωνιστής ούτε να γκρινιάζει πως έχει τεθεί στο περιθώριο. Το αληθινά εντυπωσιακό, μάλιστα, είναι ότι υπάρχουν δύο σκηνές στις οποίες εμφανίζεται το ensemble cast, οι οποίες διόλου τυχαία καταλήγουν σε ένα σαρδανάπαλο αλαλούμ: αρχικά, μια έκρηξη παράλογης σύγχυσης και αναίτιου πανικού, έπειτα (σε ένα εκπληκτικά σαρκαστικό φινάλε) μια σοκαριστική έλλειψη ενδιαφέροντος και ανησυχίας ακριβώς τη στιγμή που υπάρχει κάθε λόγος για υστερία και τσιρίδες. Τα good old American values μετατρέπονται σε αντικείμενο μιας ευφυέστατης και δηλητηριώδους χλεύης, γίνονται σημαίες ενός κόσμου σε απόλυτο καθεστώς αποσύνθεσης και διάλυσης.

Μέσα σε όλο αυτό τον κακό χαμό μαίνεται και μια προεκλογική καμπάνια για τις προκριματικές εκλογές (που δίνουν το χρίσμα του υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές), με πρωταγωνιστή ένα σκιώδη υποψήφιο τον οποίο δεν αντικρίζουμε ποτέ, αλλά ακούμε συνεχώς να διαλαλεί την προεκλογική του πραμάτεια μέσα από μεγάφωνα και ηχεία. Σταδιακά, αρχίζει να γίνεται φανερό ότι η μουσική, οι επιμέρους ιστορίες των πρωταγωνιστών, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα πατροπαράδοτου κεφιού, οι σφήνες πολιτικής, η υφέρπουσα βία είναι το ένα και το αυτό και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτόνομα και μεμονωμένα. Οι στίχοι των τραγουδιών μοιάζουν -σε ύφος και στυλ- με τα προεκλογικά τσιτάτα και αποτελούν είτε προάγγελο είτε επισφράγισμα της μοίρας των ηρώων.

Κάπως έτσι, το Nashville καταλήγει να αντλεί τη γοητεία του από τη σχεδόν σκανδαλώδη απουσία φανερού προσανατολισμού, παρά την υπερπληθώρα από συντεταγμένες. Πρώτα απ’ όλα, έχουμε να κάνουμε με ένα λασκαρισμένο και ξεθωριασμένο μιούζικαλ, όπου η μουσική ποτέ δεν παίρνει ποτέ ακριβώς το πάνω χέρι, όπου τα μπόλικα τραγούδια του έχουν γραφτεί και ερμηνεύονται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι -όντας ερασιτέχνες μουσικοί και τραγουδοποιοί- προσφέρουν μια νότα αληθινής και αυθεντικής ατέλειας.

Δεύτερον, μπροστά μας ορθώνεται μια υποδόρια και κατατονική πολιτική ταινία, η οποία είναι τοποθετημένη στη χαραυγή μιας νέας επώδυνης και αβέβαιης εποχής (ο απόηχος του Watergate και του Βιετνάμ είναι εκκωφαντικός, ακριβώς επειδή αποκρυσταλλώνεται σε μια νεκρική σιγή), όπου επικρατεί μια συνθήκη μόνιμης και αδιευκρίνιστης απειλής. Μια υπόγεια σάτιρα, που σατιρίζει ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό. Διότι όταν όλος ο κόσμος μοιάζει με κακόγουστη φάρσα και όλοι εμείς με λυπημένους κλόουν, υπάρχει αλήθεια οτιδήποτε που μπορεί να σώσει την παρτίδα;




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑