M (1931)

Σκηνοθεσία: Φριτς Λανγκ

Παίζουν: Πέτερ Λόρε

Διάρκεια: 105’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Μ, ο δράκος του Ντίσελντορφ»

Αντλώντας έμπνευση από την αληθινή ιστορία του Γερμανού serial killer Πέτερ Κούρτεν, ο οποίος δολοφονούσε μικρά παιδιά στο Ντίσελντορφ των 20s, ο Φριτς Λανγκ αποτυπώνει το νοσηρό κλίμα που επικρατούσε στη Γερμανία ακριβώς την εποχή που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έπνεε τα λοίσθια και το Τρίτο Ράιχ ακόνιζε τα δόντια του. Το Μ (1931) δεν είναι από τις ταινίες που αναστοχάζονται κατόπιν εορτής, ανακαλώντας οδυνηρές μνήμες και παλεύοντας να επουλώσουν ιστορικά τραύματα. Αντιθέτως, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε παρόντα χρόνο, ακούει τον αχό της φρίκης που καταφθάνει και προφητεύει τα μελλούμενα.

Το 1931, δύο χρόνια προτού πάρει τα ηνία της εξουσίας ο Χίτλερ, υπήρχαν λιγοστοί άνθρωποι στη Γερμανία που αντιλήφθηκαν τι έμελλε να ακολουθήσει. Ο Φριτς Λανγκ ήταν ένας από αυτούς. Πιάνοντας μία προς μία τις αδιανόητες καινοτομίες του M, θα σταθούμε αρχικά στη χρήση του ήχου, έχοντας πάντα κατά νου ότι το πέρασμα από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο παραμένει -ίσως- το μεγαλύτερο breakthrough που γνώρισε το σινεμά μέχρι σήμερα. Πολλοί σκηνοθέτες γοητεύτηκαν σε υπερβολικό βαθμό από αυτή την κοσμογονία, ενώ άλλοι δεν κατόρθωσαν ποτέ να προσαρμοστούν στον ανεξερεύνητο κόσμο που ξανοίχτηκε μπροστά τους.

Ο Λανγκ, από την άλλη, προσέγγισε τη νέα πραγματικότητα με πρωτοφανή νηφαλιότητα, συνειδητοποιώντας πως η συνετή και στοχευμένη αντιπαραβολή ήχου και σιωπής κρύβει απέραντες εκφραστικές δυνατότητες. Ο Λανγκ, λοιπόν, χρησιμοποιεί στην εντέλεια το δίπολο αυτό, αποπνέοντας μια αδιόρατη απειλή, μια συνεχή προειδοποίηση και έναν υποδόριο φόβο. Aνάμεσα στα αμέτρητα γαλόνια που κοσμούν την ταινία του Λανγκ είναι και αυτό της πρώτης ταινίας στην ιστορία του σινεμά που ενσωματώνει στην πλοκή της το μοτίβο του serial killer. 

Αναλογιστείτε, λοιπόν, πόσο πρωτοποριακό είναι για το 1931 το γεγονός ότι ο φορέας του απόλυτου Κακού στην ταινία αποζητά κατά βάθος τη λύτρωση της σύλληψης: τα γαμψά του νύχια και τα σκοτάδια της ψυχής του τρομάζουν ακόμη και τον ίδιο. Ο κατά συρροή δολοφόνος της ιστορίας έχει, επίσης, παθολογική εμμονή με τη μελωδία από από το έργο Peer Gynt του Νορβηγού συνθέτη Έντβαρ Γκρινγκ, η οποία γράφτηκε για το ομότιτλο θεατρικό έργο του Χένρικ Ίψεν. Και το ανατριχιαστικό σφύριγμα της μελωδίας λειτουργεί ως μια επώδυνη υπενθύμιση ότι η ομορφιά της τέχνης δεν εμπνέει μονάχα τους ενάρετους.

Παράλληλα, το πανέξυπνο εύρημα του σφυρίγματος απαλλάσσει τον Λανγκ από την περιττή επεξηγηματικότητα: δεν χρειάζεται να δούμε τον δολοφόνο, παρά μόνο να τον ακούσουμε να σφυρίζει τη μελωδία. (Ένα από τα ενδιαφέροντα trivia της ταινίας είναι ότι το σφύριγμα βγαίνει από τα χείλη του ίδιου του Λανγκ, καθώς ο πρωταγωνιστής Πέτερ Λόρε δεν μπορούσε να σφυρίξει). Την ίδια στιγμή, τα υγρά εξωτερικά πλάνα, οι κιαροσκούρο αντιθέσεις, οι αντανακλάσεις, οι αντικατοπτρισμοί και οι παραμορφώσεις στήνουν ένα σκηνικό τρόμου που ξεπροβάλλει σχεδόν από το πουθενά.

Ας ρίξουμε, όμως, λίγο ακόμη φως στο πώς χειρίζεται ο Λανγκ το μοτίβο του serial killer (παρεμπιπτόντως, το «Μ» του τίτλου παραπέμπει στη γερμανική λέξη «Mörder», που σημαίνει δολοφόνος). Όπως υπονοήσαμε και νωρίτερα, είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι εν έτει 1931(!) ο Λανγκ μάς προσκαλεί όχι ακριβώς να συμπαθήσουμε, αλλά τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη διαδικασία που οδηγεί έναν άνθρωπο σε μια φρίκη που αδυνατεί και ο ίδιος να ελέγξει. Ο κεντρικός χαρακτήρας δεν απεικονίζεται σε καμία στιγμή ως ένα μονοδιάστατο τέρας, αλλά πολύ συχνά μοιάζει με πληγωμένο αγρίμι, εγκλωβισμένο στην αρρωστημένη φυλακή που έχει φτιάξει το μυαλό του.

Ο δολοφόνος νιώθει σαν τρομακτικός κλόουν, που είναι καταδικασμένος να κάνει τα παιδάκια να κλαίνε αντί να γελούν και η σκηνή στην οποία προσπαθεί να κάνει τρομακτικές γκριμάτσες στον καθρέφτη είναι ενδεικτική: «Για να βλέπουν ένα τέρας σε μένα όλοι οι υπόλοιποι, αυτό ακριβώς είμαι», μοιάζει να λέει στον εαυτό του. Το τέρας προσπαθεί πλέον να ανταποκριθεί στον ρόλο του και στην εικόνα που προβάλλει προς τα έξω. Επιπλέον, η σκηνή της απολογίας του δολοφόνου στο φινάλε ψηλαφεί -σε αδιανόητα προχωρημένο για την εποχή βαθμό- την ψυχοπαθολογία (άλλοτε ηδονική, άλλοτε αυτοκαταστροφική) ενός κατά συρροή εγκληματία που βιώνει τα εγκλήματά του άλλοτε ως ερωτικό υποκατάστατο κι άλλοτε ως άνωθεν εντολή, την οποία δεν μπορεί να παρακούσει.

Από εκεί και έπειτα, όσον αφορά την ατμόσφαιρα της ταινίας, η υποβλητική διάθεση και η αθέατη ένταση κυριαρχούν από την αρχή ώς το τέλος. Κανένας φόνος δεν διαπράττεται εντός κάδρου, τα πάντα υπονοούνται. Ο δολοφόνος είναι κάπου εκεί έξω και είναι αναγκαίο να επιστρατευτούν όλοι απέναντι στον κοινό κίνδυνο. Ποιοι είναι όμως αυτοί οι «όλοι», αλήθεια; Ο Λανγκ απεικονίζει τον υπόκοσμο και την αστυνομία ως τους δύο βασικούς διώκτες, χωρίς σε κανένα σημείο η αστυνομία να υπερέχει ηθικά ή οργανωτικά σε σύγκριση με τους κακοποιούς.

Αντιθέτως, οι δεύτεροι, αξιοποιώντας την καπατσοσύνη και τα κόλπα της πιάτσας, είναι αυτοί που θα συλλάβουν τον δολοφόνο και θα τον δικάσουν σε ένα αυτοσχέδιο δικαστήριο. Έχουν κι αυτοί σοβαρούς λόγους να τον αντιπαθούν, όχι από κάποια ηθική επιταγή, αλλά επειδή έχει φέρει την αστυνομία στα λημέρια τους, κάνοντας το μεροκάματο δύσκολη υπόθεση. Ο Πέτερ Λόρε, με σημαντική θητεία στο μπρεχτικό θέατρο και μετέπειτα καριέρα στο Χόλιγουντ, είναι ένας μπόγος με διαβολικά μάτια, ένα ανδρόγυνο αρχέτυπο της παρέκκλισης, ένας τρομακτικός και τρομαγμένος ανθρωπάκος που περνά κάθε τρεις και λίγο στη σκοτεινή πλευρά.

Όσο για το περιρρέον κλίμα, όλες οι φιγούρες της ταινίας είναι φορτωμένες με πρόσωπα άσχημα, πρησμένα, ανεπαίσθητα παραμορφωμένα, ελαφρώς ασύμμετρα. Τα καμπαρέ, οι χοροί και η σεξουαλική ατμόσφαιρα των glory days της Βαϊμάρης είναι πια παρελθόν. Τη θέση τους έχουν πάρει τα μουχλιασμένα φαγητά, τα χυμένα ποτά στο πάτωμα, ένας πνιγηρός αέρας, μια γενικευμένη πικρόχολη και κακομούτσουνη διάθεση.

Ο Λανγκ συλλαμβάνει τη μεταμόρφωση του λαού σε όχλο, ο οποίος υποκύπτει στην παραίτηση και στην εύκολη λύση, ενόσω ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται βιαστικά. Δύο χρόνια αργότερα, ο Λανγκ χωρίζει από τη γυναίκα του (και συν-σεναριογράφο της ταινίας) Τέα Φον Χάρμπου (η οποία εγγράφεται στο ναζιστικό κόμμα), απορρίπτει την πρόταση του Γκέμπελς να αναλάβει θέση διευθυντή στο Γερμανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο και εγκαταλείπει τη Γερμανία, αρχικά για το Παρίσι και έπειτα για τις ΗΠΑ, όπου έγραψε ορισμένες από τις πιο χρυσές σελίδες στην ιστορία του φιλμ νουάρ (και όχι μόνο).




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑