1945

Σκηνοθεσία: Φέρεντς Τορόκ

Παίζουν: Πίτερ Ρούντολφ, Μπενς Τασνάντι, Ταμάς Ζάμπο Κίμελ

Διάρκεια: 91’

1945, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην ανατολή μιας εποχής γεμάτης συντρίμμια, πληγές, τραύματα και άσβεστες ενοχές. Ένα μικρό ουγγρικό χωριό, στο οποίο η σοβιετική παρουσία είναι πλέον εμφανής, αλλά όχι ακόμη στα όρια της επιβολής, ζει μια φαινομενική μέρα γιορτής. Ο τοπικός γλοιώδης κοτζάμπασης παντρεύει τον γιο του με μια όμορφη χωριατοπούλα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, όμως, η γιορτή μοιάζει ξινισμένη και καταναγκαστική. Ένας γάμος ιδιοτελής και συμφεροντολογικός, γεμάτος μαγκωμένη χαρά και ψεύτικα χαμόγελα.

Την ίδια στιγμή, μια αναπάντεχη άφιξη στον σταθμό του τρένου αναστατώνει τους πάντες: δύο Εβραίοι, που κουβαλούν μαζί τους δύο κιβώτια, τα οποία, όπως φημολογείται, περιέχουν καλλυντικά και αρώματα. Οι δυο μαυροφορεμένοι και δωρικοί άνδρες δεν αναγγέλλουν τους σκοπούς τους, δεν διευκρινίζουν ούτε από πού κρατά η σκούφια τους ούτε τι τους φέρνει στο χωριό. Και το χωριό κρατά την ανάσα του, χάνει τα λόγια του, ιδρώνει και σφίγγεται, παραμιλά και καταριέται. Διότι κουβαλά πολλές αμαρτίες στην καμπούρα του.

Ο Ούγγρος σκηνοθέτης Φέρεντς Τερέκ χρησιμοποιεί τη γούεστερν δομή και την ατμόσφαιρα, για να φτιάξει μια ταινία για τη συλλογική ντροπή που καθρεφτίζεται σε χίλια επιμέρους μεγάλα ή μικρά κομμάτια ενός φρικτού παζλ. Η ντροπή, η οποία επιβιώνει σαν τη σκουριά και δεν λέει να φύγει όσο κι αν την τρίψεις. Ο μόνος τρόπος να την ανεχτείς είναι να μάθεις να ζεις με αυτήν, να  μην την κοιτάς ακόμη κι όταν ορθώνεται μπροστά στα μάτια σου. Κι οι κάτοικοι αυτού του μικρού χωριού, που είναι βουτηγμένο στις πομπές και στις επαίσχυντες πράξεις, είναι ξάφνου αναγκασμένοι να υπομείνουν μια σιωπηλή παρέλαση αμηχανίας μέσα στο χωριό τους, η οποία θα βγάλει τα πάντα στη φόρα.

Όχι μέσα από κάποιον εξαναγκασμό, τη σωματική βία, τη νομική οδό ή τη δημόσια διαπόμπευση. Η παρουσιά και η σιωπή είναι παραπάνω από αρκετές, σαν μια περιφορά του επιταφίου της χαμένης τιμής και αξιοπρέπειας του χωριού. Οι δύο επιζώντες, φορείς ενός σαρωτικού πένθους, τυπικά εβραϊκού στο πέρας των αιώνων, δεν αναζητούν ενόχους και φταίχτες, ακριβώς επειδή η ενοχή και το φταίξιμο αγγίζουν και ακουμπούν τους πάντες, όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα. Η εμφάνισή τους πυροδοτεί αυτόματα τις αλληλοκατηγορίες, την αγωνία, τον πανικό να διευκρινιστεί ότι τίποτα παράτυπο ή άσχημο δεν συνέβη ποτέ.

Η μουσική του Τίμπορ Σέμζο μοιάζει με μια ανατολικοευρωπαϊκή-εβραϊκή βερσιόν των scores του Ένιο Μορικόνε για τα σπαγκέτι γουέστερν. Ένα μείγμα από καμπάνες, ψαλμωδίες, ήχους που αφήνουν τα παπούτσια στο χαλίκι και στο χώμα και χαμηλότονα μελωδικά ρέκβιεμ, που αποπνέει οδύνη και τύψεις. Σαν ένας χτύπος καρδιάς που όλο και δυναμώνει μπροστά στην τελική κρίση. Το 1945 βροντοφωνάζει τη βολική αποσιώπηση, τα εύκολα στραβά μάτια, την επιλεκτική μνήμη, το βιαστικό μάζεμα των σπασμένων κάτω από το χαλί.

Ο Τερέκ γραπώνει τον ανθρώπινο τρόμο απέναντι σε μια αδιόρατη θεϊκή τιμωρία για γραμμάτια που έχουν μείνει ανεξόφλητα. Με την κάμερα να κρυφοκοιτάζει πίσω από υψωμένα κάγκελα, μισόκλειστες πόρτες που τρίζουν, κουρτίνες που ανοίγουν και κλείνουν με ταραχή και αγωνία. Με ένα μοντάζ που αντιπαραβάλει τη μακρά και αργόσυρτη πορεία εκείνων που επέστρεψαν από την κόλαση με τα κοφτά πλάνα στα ιδρωμένα πρόσωπα εκείνων που πούλησαν την ψυχή τους στον διάβολο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑