Reviews Aν…

16 Δεκεμβρίου 2015 |

2

Aν…

Σκηνοθεσία: Χριστόφορος Παπακαλιάτης

Παίζουν: Χριστόφορος Παπακαλιάτης, Μαρίνα Καλογήρου, Μαρία Σολωμού, Γιώργος Κωνσταντίνου, Μάρω Κοντού

Διάρκεια: 111’

Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, προτού μετατραπεί στον αδιαφιλονίκητο βασιλιά των ελληνικών τηλεοπτικών σειρών, είχε κάνει διάφορα μικρά περάσματα από τη μικρή οθόνη, σε μικρούς αλλά αξιομνημόνευτους ρόλους. Θα θυμηθούμε τρεις από τους πιο χαρακτηριστικούς. Πρώτα απ’ όλα, ως Χριστόφορος, υποδυόμενος τον κολλητό φίλο του Τζίμη στη σάτιρα του Λάκη Λαζόπουλου Δέκα μικροί Μήτσοι. Δεύτερον, ως Χάρης, υποδυόμενος εξαιρετικά τον σαρδανάπαλο γαμπρό της Ντορίτας, στην κωμωδία Ντόλτσε Βίτα. Ο ρόλος πάντως που σίγουρα οφείλει να μείνει ανεξίτηλα χαραγμένος στη μνήμη όλων μας είναι αυτός του υπαλλήλου στο βίντεο κλαμπ, στο επεισόδιο της θρυλικής σειράς Οι απαράδεκτοι, με την «Παπαρήγα την καλή». Ο Σπύρος θέλει να νοικιάσει από το γειτονικό βίντεο κλαμπ μία διάσημη τσόντα με αυτή την κωδική ονομασία (παρά τις ενστάσεις του για τον τίτλο που τσιγκλίζει το κομμουνιστικό του φρόνημα) για να ανανεώσει τη σεξουαλική ζωή του με τη Δήμητρα. Για κακή του τύχη πέφτει πάνω στον αντικαταστάτη Θέμη Μάνεση και όχι στον Χριστόφορο και νοικιάζει μία μακροσκελή ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα αντί για την ανάφτρα τσόντα…

Σε κάποια στιγμή ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο Χριστόφορος ξεκίνησε να γράφει σενάρια για τηλεοπτικές σειρές, στις οποίες εξαρχής πρωταγωνιστούσε, ενώ από το 2004 πέρασε και στην καρέκλα του (τηλεοπτικού) σκηνοθέτη. Ο Χριστόφορος λάνσαρε ένα νέο και φρέσκο στιλάκι στο παλαιολιθικό ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, εισάγοντας ένα υβρίδιο νεανικής sitcom σαπουνόπερας, στοιχείο που του εξασφάλισε μονομιάς μία τεράστια απήχηση. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι, το ένα σουξέ φέρνει το άλλο και ο Χριστόφορος παγιώθηκε ως μία αξία αδιαπραγμάτευτη στις καναπεδάτες απολαύσεις σχεδόν κάθε νεανικής ελληνικής ψυχής. Προϊόντος του χρόνου, φανερώθηκαν τα δύο κύρια στοιχεία που πάσχιζε να αναδείξει ο Χριστόφορος μέσα από τις τηλεοπτικές του δουλειές: α) ότι είναι ένας καλλιτέχνης και β) ότι είναι ένας εξαιρετικός εραστής. Δια του λόγου το αληθές, ακολουθεί ένας κατάλογος με τις εξής κατηγορίες: τίτλος τηλεοπτικής σειράς (σε παρένθεση η χρονολογία) / επάγγελμα του χαρακτήρα που υποδύεται ο Χριστόφορος / γυναίκες που τον ήθελαν κολασμένα + τα εμπόδια που ήταν διατεθειμένες να ξεπεράσουν προκειμένου να γευτούν τον έρωτα που μόνο ο Χριστόφορος μπορεί να προσφέρει. Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

Η ζωή μας μία βόλτα (2000) / ηθοποιός / Φιλαρέτη Κομνηνού, η οποία ερωτεύεται τον άσημο ηθοποιό παρότι είναι φτασμένη σταρ και παντρεμένη.
Να με προσέχεις (2001) / ζωγράφος / Βαλέρια Χριστοδουλίδου, η οποία ουδόλως πτοείται από το ότι είναι παντρεμένη με τον αδερφό του.
Κλείσε τα μάτια (2003,2004) / φωτογράφος / Πέμυ Ζούνη και Ιωάννα Παππά, οι οποίες τυγχάνουν να είναι μάνα και κόρη. Ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης, τον οποίο υποδύεται ο Άλκης Παναγιωτίδης, σίγουρα αισθανόταν πολύ όμορφα με αυτή την κατάσταση.
Δυο μέρες μόνο (2006, 2008) / συγγραφέας / Βίκυ Παπαδοπούλου και Λήδα Ματσάγγου. Η πρώτη αποφασίζει ότι θέλει τον Χριστόφορο δυο μέρες προτού παντρευτεί και η δεύτερη τον θέλει σταθερά, ούσα η γκόμενά του.
4 (Τέσσερις) (2010) / (δεν θυμάμαι ακριβώς τι δουλειά κάνει αλλά νομίζω δεν έχει καλλιτεχνική φλέβα, έχουμε και κρίση, δύσκολοι καιροί για καλλιτέχνες, εξάλλου η οικογένεια έχει καλλιτέχνη, τον Μουζουράκη) / Ζέτα Μακρυπούλια, Δανάη Σκιάδη, Παναγιώτα Βλαντή. Η πρώτη είναι η γυναίκα του με την οποία χωρίζουν. Η δεύτερη είναι το νέο αμόρε, το οποίο δεν πτοείται ούτε όταν μαθαίνει πως είναι αδερφή του. (Νομίζω ότι τελικά αποδεικνύεται πως δεν είναι αδερφή του, σωστά;) Η τρίτη είναι το αφεντικό του, η οποία του προσφέρει αβίαστα το κορμί της μαζί με μία βαρβάτη προαγωγή.

Η επιτυχία του Χριστόφορου είναι αδιαπραγμάτευτη. Το πιστοποιούν άλλωστε και τα νούμερα της AGB, με εξαίρεση το πιο σκοτεινό Δύο μέρες μόνο, το οποίο μάλλον εύλογα κινήθηκε σε ρηχά νερά. Ως γνωστόν, είναι υποχρεωτικό να στεκόμαστε σούζα μπροστά στην επιτυχία. Για να είναι κάποιος επιτυχημένος, πάει να πει πως έχει «αυτό το κάτι» ή έστω έχει ένα σκέτο «κατιτίς». Η τηλεόραση έχει όντως τους δικούς της κανόνες, τα δικά της γνωρίσματα και ο Χριστόφορος μοιάζει να βρήκε το τέλειο know-how. Όμορφη και ασταμάτητη μουσική επένδυση. Φρέσκα μουτράκια και ατάκες (που μοιάζουν) μοντέρνες και στο πνεύμα της εποχής. Πολλά παράλληλα λαβ στόριζ και σφήνες από ποιοτικό σεξ. Κολπάκια με σπλιτ σκρινς και περίεργα κοντινά πλάνα. Τέλος πάντων και όπως και να έχει, η επιτυχία είναι όλη δική του, κανείς δεν μπορεί να του την πάρει και θα δρέπει ακόμη τους καρπούς της για πολλά χρόνια ο Χριστόφορος. Τι απέμενε λοιπόν; Μα φυσικά το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Η μετάβαση δηλαδή από τη μικρή στη μεγάλη οθόνη, η οποία πυροδότησε την έκρηξη μιας politically correct στάσης εκ του αντιστρόφου. Όποιος πει το προφανές, ότι δηλαδή η ταινία είναι για τα πανηγύρια, είναι αυτομάτως κομπλεξικός. Πάμε όμως στο προκείμενο.

Παπακαλιάτης

Το κινηματογραφικό λοιπόν ντεμπούτο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη φέρει ένα χαρακτηριστικό τίτλο, ο οποίος δίνει και το γενικό στίγμα. Ακόμη και στην φαινομενικά πιο ασήμαντη στιγμή της ζωής μας, αν τυχόν διαλέγαμε ένα άλλο δρόμο από αυτόν που πήραμε, τότε τα πάντα θα μπορούσαν να αποβούν τελείως διαφορετικά. Επί της ουσίας, η όλη πλοκή κοπιάρει την ταινία Sliding Doors (1998) του Πίτερ Χάουι, με πρωταγωνιστές την Γκουίνεθ Πάλτροου και τον Τζον Χάνα. Κανένα πρόβλημα με αυτή την αντιγραφή, εξάλλου στην τέχνη γενικά και δη στο σινεμά ανέκαθεν ίσχυε το «ο κλέψας του κλέψαντος». Η δεύτερη κινηματογραφική αναφορά στο Αν… είναι η καταπληκτική κωμωδία του Γιώργου Τζαβέλα Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965), η οποία αν τυχόν ήταν ιταλική και όχι ελληνική, σίγουρα θα θεωρούταν ένα κόσμημα της περίφημης comedia italiana. Ο Αντωνάκης και η Ελενίτσα θα λειτουργήσουν ως γέφυρα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν, τις νοσταλγικές αλλοτινές εποχές με την σαπίλα της κρίσης, τον «παλιό καλό» ελληνικό κινηματογράφο με το σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Δεκτό και αυτό, παρόλο που αυτή η επιδίωξη δίνει το έναυσμα στον Χριστόφορο για μία ακατάσχετα μελιστάλαχτη ρετρό-λαγνεία.


Ο Χριστόφορος υψώνει στη νιοστή την τηλεοπτική του αισθητική και αποδεικνύει πως αυτό που αντιλαμβάνεται ως μαγεία του κινηματογράφου είναι το υπέρ το δέον φορτωμένο μελόδραμα
. Με πολλές στρώσεις τηλεοπτικής σοκολάτας σίγουρα δεν φτιάχνεις κινηματογραφικό γλυκό. Ακόμη πιο σίγουρα, δεν μπορείς να γεμίζεις με τόσες υπερβολές την ταινία σου αλλά ταυτόχρονα να επικαλείσαι επίκαιρο ρεαλισμό. Ο Χριστόφορος φτιάχνει ένα τραβηγμένο από τα μαλλιά παραμύθι, με νότες κακοδοσμένης αληθοφάνειας. Στο Αν… κάθε μα κάθε κρίσιμη σκηνή καταλήγει μία πομπώδης φανφάρα. Διάλογοι υπερβολικοί, αν όχι και αστείοι. Τραβηγμένος στόμφος στις ερμηνείες. Αστραπιαία μουσική επένδυση. Τέλος, μια πανικόβλητη κάμερα που αγωνία να αιχμαλωτίσει όλες τις πτυχές της στιγμής. Εξυπακούεται πως η κάθε τέτοιου είδους στιγμή είναι εξίσου σημαντική με το Big Bang ή τη Δευτέρα Παρουσία… Σε όλα τα παραπάνω έρχονται με μαεστρία να προστεθούν α) ένα περιττό voice over που μας βασανίζει υπενθυμίζοντας τα όσα συμβαίνουν επί οθόνης, βα) αχρείαστοι (Θέμις Μπαζάκα) ή ββ) κακογραμμένοι (Μαρία Σολωμού) ρόλοι, γ) ένα κοινωνικό σχόλιο επιπέδου Φώσκολου και δ) μία δομή που μάλλον προκαλεί άγχος και δεν αφήνει χώρο για ανάσα σε καμία από τις δύο παράλληλες ιστορίες.

αν...

Θα κλείσουμε με ένα ποτ-πουρί με τις καλύτερες μικρές στιγμές της ταινίας του Χριστόφορου, διάφορα μικρά διαμαντάκια στα οποία πρέπει οπωσδήποτε να δώσει έμφαση κάθε σινεφίλ. Α) Όσοι βολτάρετε ανέμελα στα σοκάκια της Πλάκας, να ξεχάσετε αυτά που ξέρατε. Είναι μία παγίδα θανάτου. Μία καρμανιόλα, ύπουλα καμουφλαρισμένη με γραφικότερες του Πηλίου λατέρνες που βγαίνουν κάθε μέρα. Οι ταχύτητες που αναπτύσσουν τα αμάξια εκεί είναι εφάμιλλες της Ίμολα και του Λε Μαν και κινδυνεύουν θανάσιμα άνθρωποι και ζώα. Β) Το όνομα του λυκόσκυλου του Χριστόφορου στην ταινία. Θα το γράψω προσπαθώντας να μην γελάσω. Το ζωντανό το λένε Μοναξιά. Ναι, ναι, το λένε Μοναξιά, δεν κάνω πλάκα. Ασχολίαστο. Γ) Στη μία ιστορία ο πρωταγωνιστής αφιερώνει χρόνο επισκεπτόμενος τη μητέρα του (η οποία προφανώς και βιώνει μία τραγωδία υποφέροντας από Αλτσχάιμερ γιατί όλα οφείλουν να είναι επίπονα και μεγαλειώδη), στοιχείο που εύλογα τον σημαδεύει ψυχολογικά. Στην άλλη πάλι ιστορία δεν βλέπουμε καμία μητέρα, ο πρωταγωνιστής (που είναι ο ίδιος άνθρωπος!) δεν την αναφέρει ποτέ καν ως πρόβλημα, μέχρι που ξάφνου πληροφορείται τηλεφωνικώς τον θάνατό της, ρίχνει ένα δάκρυ και δεν το συζητά καν με τη συμβία του. Δ) Ο Χριστόφορος πέρα από καταπληκτικός εραστής και ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, είναι και πολύ χωρατατζής. Επειδή λοιπόν είναι πολύ αστείος, απευθύνεται με φοβερά κουλ υφάκι σε μωρά, σκυλιά, φυτά, έπιπλά, ντουβάρια και γενικά σε κάθε τι που δεν μπορεί να του απαντήσει. Ε) Όποιος καταλάβει σε τι ακριβώς αποσκοπούν και πού κολλάνε Εα) ο γοτθικός φωτισμός στις συναντήσεις με τον Ακύλλα Καραζήση στο στούντιο και Εβ) οι απαγγελίες του Χρόνη Μίσσιου, κερδίζει ένα DVD με όλες τις τηλεοπτικές σκηνές, όπου ο Χριστόφορος ρίχνει αβέρτα γκόμενες με (ο θεός να το κάνει) φλερτ που δεν θα έπιανε ποτέ στην πραγματική ζωή. ΣΤ) Το σκυλί το λένε Μοναξιά. Δεν μπορώ να το ξεπεράσω αυτό.




2 Responses to Aν…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑