Οι Απέναντι (1981)

Σκηνοθεσία: Γιώργος Πανουσόπουλος

Παίζουν: Άρης Ρέτσος, Μπέτυ Λιβανού

Διάρκεια: 121’

Το καλοκαίρι στην πόλη θαρρείς δεν έχει άλλη επιλογή από το να γίνει ερωτικό. Τα παράθυρα και τα πατζούρια ανοίγουν διάπλατα, οι κλεφτές ματιές γίνονται φανερές, η ζέστη ζητά απεγνωσμένα ανακούφιση – πολλές φορές όμως δεν ψάχνει τη δροσιά, αλλά λίγη κάψα παραπάνω. Το αστικό καλοκαίρι (ιδίως το παλιό καλοκαίρι, για όσους το βίωσαν στα 80s και στα  90s) μεταμορφώνει καθημερινά στιγμιότυπα αδράνειας σε πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ. Το άπλωμα των ρούχων στο πίσω μπαλκόνι. Το δρόσισμα κάτω από μία βρύση ή ένα λάστιχο. Το άραγμα στη βεράντα ή έξω στον δρόμο, σε ένα σκιερό παγκάκι. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο που φτάνουν από τους κάτω ορόφους στα αυτιά των περαστικών στα πεζοδρόμιο. Η ρέμβη και η ραστώνη, η σιγή από ανθρώπους και μηχανές. Το καλοκαίρι, όταν έχεις ξεμείνει στο λιοπύρι του τσιμέντου, είναι αναπόφευκτα ερωτικό διότι κουβαλά μέσα του την παραίτηση από την ευπρέπεια, μια κρυμμένη προσμονή, αλλά και μια αδιόρατη συνενοχή με όσους το μοιράζονται μαζί σου.

Οι (λιγοστοί) φίλοι του Χάρη τον φωνάζουν «φάντασμα» και όχι αδίκως. Αυτός και το καλοκαίρι μοιάζουν μαλωμένοι και η όψη του είναι μάλλον το αντίθετο από κάθε υποψία καλοκαιρινής ερωτικής φαντασίωσης. Ο Χάρης είναι κάτωχρος και χλωμός, σαν να πάσχει από κάποια ασθένεια. Ζει απομονωμένος σε έναν οικειοθελή εγκλεισμό, παρέα με τις εμμονές και τα όνειρά του. Ο Χάρης απεχθάνεται το φως και τη ζέστη και έχει πείσει τον εαυτό του πως μονάχα αν γίνει αστρονόμος θα μπορέσει να αγγίξει επιτέλους τα αστέρια.

Ο Χάρης ιδρώνει και ξεφυσά στο δωμάτιό του, απόλυτα δοσμένος στη μοναξιά και την αποκοτιά του, παράφορα ερωτευμένος με το τηλεσκόπιό του, που θα του δείξει τον δρόμο για κόσμους μακρινούς, όπου θα είναι ευτυχισμένος. Ο Χάρης μελετά συστηματικά τους πλανήτες, τους μετεωρίτες, τους κομήτες, όλα τα ουράνια σώματα και τις τροχιές τους, προσπαθώντας να ρεφάρει για τη δική του έλλειψη προσανατολισμού. Ξέρει να βρει τον δρόμο του ανάμεσα σε χάρτες και γαλαξίες, αλλά σκοντάφτει και σαστίζει κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους.

Γύρω του, η καλοκαιρινή μεγαλούπολη μοιάζει ληθαργική και υπνωτισμένη. Κι όμως, κάτω από την ακινησία της, πάλλεται ένας κρυμμένος κόσμος. Τα φλιπεράκια που κουδουνίζουν το βραδύ, τα ροκ τραγούδια στα τζουκ μποξ και το ραδιόφωνο, οι πειραγμένες μηχανές, οι κόντρες που κανονίζουν οι «γρήγοροι» στην παραλιακή, τα πάρτυ και οι βόλτες των συνομίληκων όταν οι μεγάλοι έχουν βλέφαρα βαριά από τη νύστα. Ο Χάρης δεν μπορεί να συνδεθεί με τίποτα από τα παραπάνω, αλλά αναζητά κι αυτός μια διέξοδο, το καταφύγιο του έρωτα. Κι αυτό που ψάχνει, θα το βρει ακριβώς «απέναντι». Αρκετά μακριά για να το εξιδανικεύσει, αρκετά κοντά για να το νιώσει προσιτό. Η Στέλλα ασφυκτιά και αργοσβήνει σε μια αφόρητη καθημερινότητα και η θλιμμένη της ομορφιά παραλύει τον Χάρη. Το τηλεσκόπιο δεν θα στρέφει πια τον φακό του σε απέραντους ουρανούς με φωτεινά αστέρια, αλλά θα διαπερνά μπαλκόνια, τέντες και γκρίζους τοίχους. Θα τρυπώνει σε διαμερίσματα που συσσωρεύουν την καταπίεση σαν τη σκόνη που μαζεύται στις γωνιές. Το σύμπαν ολόκληρο έχει πλέον στριμωχτεί στην απέναντι πλευρά μιας λεωφόρου.

Οι απέναντι (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου περιδιαβαίνουν, μέσα από την πύρινη κάψα του καλοκαιριού, μία πανέμορφη διαδρομή ενηλικίωσης ενός ήρωα που παλεύει να ξεφύγει από τη μοναξιά του. Ο Άρης Ρέτσος σωματοποιεί τη ζέστη και τον ιδρώτα και προσδίδει διαστάσεις σχεδόν ψυχικές στον καύσωνα (φημολογείται πως τις μέρες των γυρισμάτων ήταν συνεχώς τυλιγμένος με μία μάλλινη κουβέρτα, σε θερμοκρασίες που άγγιζαν τα σαραντάρια, προκειμένου να μπει στο πετσί του ρόλου). Σαν άλλος πρωτόπλαστος αναγκάζεται να βγει από τη σπηλιά του και να αντικρίσει για πρώτη φορά το φως της ζωής.

Στον έξω κόσμο, το φως δεν ειναι τόσο εκτυφλωτικό όσο περίμενε, είναι μάλλον θαμπό και καταδικασμένο να ξεθωριάσει. Οι απέναντι εκμηδενίζουν την απόσταση και σμίγουν δύο επιθυμίες που γεννήθηκαν μέσα από τη στέρηση, φροντίζοντας αμέσως μετά να μας υπενθυμίσουν πως κάθε επιθυμία που γίνεται πραγματικότητα κουβαλά μέσα της και μια επώδυνη ματαίωση. Ο Χάρης και η Στέλλα είναι δύο χαμένες ψυχές του καλοκαιριού, δύο εφήμεροι εραστές που τράκαραν μεταξύ τους εκείνες τις αδιόρατες στιγμές που μόνο το σινεμά (σαν άλλο τηλεσκόπιο που ξετρυπώνει όσα δεν πιάνει το μάτι και το μυαλό) μπορούσε να διακρίνει. Ο Χάρης και η Στέλλα βρήκαν λίγη οικειότητα ο ένας στον άλλο, ξεφεύγοντας από έναν κόσμο στον οποίο ένιωθαν πάντα ξένοι. Ανώνυμοι πρωταγωνιστές σε μία από εκείνες τις ιστορίες που κανείς δεν θα μπει ποτέ στον κόπο να μοιραστεί ή ανακαλύψει. Για δύο λειψούς ανθρώπους που έκαναν το γενναίο βήμα και διέσχισαν την απόσταση που μας χωρίζει από «απέναντι».




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑