Reviews Σπιρτόκουτο (2002)

18 Ιουλίου 2022 |

0

Σπιρτόκουτο (2002)

Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης

Παίζουν: Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Κοκκίδου, Κώστας Ξυκομήνος, Αγγελική Παπούλια

Διάρκεια: 80’

Αθήνα, 2002. Ο Δημήτρης είναι αφεντικό. Pater familias για τη γυναίκα, την κόρη και τον γιο του, αλλά και ιδιοκτήτης μίας καφετέριας στον Κορυδαλλό που επιθυμεί να επεκταθεί επιχειρηματικά και να ανοίξει ένα πιάνο μπαρ με τον κουνιάδο και συνέταιρό του. Μέσα σε λίγες ώρες, ο νευρόσπαστος μεσήλικας θα δει τη ζωή του να γυρίζει ανάποδα και θα απεμπολήσει κάθε έλεγχο που πίστευε αφελώς ότι διαθέτει στις ζωές των ανθρώπων γύρω του. Και όλα αυτά ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του. Μέσα σε ένα σπιρτόκουτο έτοιμο ανά πάσα στιγμή να εκραγεί.

Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Γιάννη Οικονομίδη χαρακτηρίζεται από την αμείωτη ένταση, παίζει συνεχώς στα κόκκινα δίχως να χαρίζει ανάσα στον θεατή. Μοιάζει να ξεκινάει in medias res, με τη συνθήκη της παγιωμένης έντασης. Από την τηλεφωνική κλήση του Δημήτρη στον υφιστάμενο Βαγγέλη, στην οποία μία απλούστατη ανθρώπινη συζήτηση φαντάζει αδύνατο να έρθει εις πέρας δίχως νεύρα, αντεγκλήσεις, παρανοήσεις, επιθετικότητα, ο Οικονομίδης σε κάθε σεκάνς επιμένει στην ίδια ακριβώς φιλοσοφία, εξελίσσοντας παράλληλα την προσωπική ιστορία της ολοσχερούς κατάρρευσης του Δημήτρη.

Είναι σαρωτική εμπειρία να βλέπει κανείς το Σπιρτόκουτο δύο δεκαετίες μετά την αρχική κυκλοφορία του και ενώ έχουν μεσολαβήσει στην Ελλάδα όλα τα γνωστά γεγονότα. Παρότι θα μπορούσε κανείς να τη δει την ταινία ως μια μεταχρονολογημένη επιβεβαίωση της κρίσης, δεν είναι μία ταινία προφητική, δεν περιέχει κάποια θλιβερά επιβεβαιωμένη πρόβλεψη για την κοινωνική διάλυση που καραδοκούσε στη χώρα. Αντίθετα, είναι μία ταινία απολύτως ενταγμένη στην εποχή της.

Απλώς, χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνης της εποχής είναι η ψευδεπίγραφη ευμάρεια, ένα μεγάλο χαλί κάτω από το οποίο μπορούσε κανείς να χώσει οτιδήποτε αποτελούσε θραύσμα στην τέλεια εικόνα που είχε πλάσει για τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Κάπως έτσι, το 2002, η ταινία δεν συγκίνησε το φιλοθεάμον κοινό και την εγχώρια κριτική, η οποία επέμεινε στο αλλόκοτο αφηγηματικό ύφος του Οικονομίδη.

Σήμερα, στο Σπιρτόκουτο μπορεί κανείς να διακρίνει με μεγαλύτερη ευκολία τις βασικές σταθερές που απασχόλησαν και στη συνέχεια τον Οικονομίδη: ένα σάπιο οικογενειακό περιβάλλουν ορυμαγδού, μία οικιακή χάβρα, ανθρώπινες σχέσεις που δεν μπορούν να ξετρυπώσουν την ενσυναίσθηση, την απόλυτη ιδιώτευση του σύγχρονου Έλληνα αλλά και έναν συλλογικό νευρικό κλονισμό  που διαπερνά τα πάντα: το άτομο, τον οικογενειακό πυρήνα, τις επαγγελματικές συναλλαγές, την κοινωνική ηθική μιας χώρας που τρεκλίζει.

Ο καθημαγμένος οικογενειάρχης, ο οποίος επεμβαίνει αυτόκλητα και ρυθμιστικά (έστω και με στρεβλωμένα καλές προθέσεις) στις ζωές όλων τριγύρω του, ένας μικροαστός που πλανάται ότι μπορεί να διαφύγει εύκολα και άκοπα από την κοινωνική-οικονομική του θέση στην κοινωνία, βλέπει το οικοδόμημά του να καταρρέει. Το σχέδιο για το πιάνο μπαρ μαγκώνει στις ενστάσεις του κουνιάδου, η γυναίκα του ξεφουρνίζει από το πουθενά διάφορα μυστικά και ψέματα που τον παραλύουν, ενώ τα παιδιά του αδιαφορούν για τις τσιρίδες του, διαιωνίζοντας το οικογενειακό χάος.

Ο Οικονομίδη κινηματογραφεί την κατάρρευση της πατριαρχικής οικογένειας ασφυκτικά, με όχημα την ερμηνεία -σωστή ραψωδία- του απίθανου Ερρίκου Λίτση. Χρησιμοποιεί κάθε  υβρεολόγιο και μπινελίκι που μπορεί να σκαρφιστεί ανθρώπινος νους, ως χιουμοριστικό διαβατήριο για μια νοσηρή φάρσα. Το Σπιρτόκουτο είναι μια νευρωτική εξτραβαγκάνζα, μια ανηλεής σάτιρα των νεολληνικών στερεότυπων, με τς βρισιές να παίζουν σε διπλό ταμπλό: αφενός επιτείνουν την ασφυξία, αφερέτου γίνονται comic relief σε μια αφάνταστα πνιγηρή συνθήκη.

Διαθέτοντας μηδαμινό μπάτζετ αλλά ανεξάντλητη δημιουργική ορμή, η οποία είναι έκδηλη στο μοντάζ και στα αλλόκοτα freeze frame που αποτρέπουν ευφάνταστα τον τελειωτικό κλονισμό, ο Οικονομίδης πλάθει ένα σπιτικό περιβάλλον που συναντά κανείς παντού ολόγυρά του, φυσικά δίχως τις σκόπιμες υπερβολές. Ωστόσο, η αποδόμηση του κραταίου άρσενικού, που δεν κρατά πλέον τα γκέμια στην οικογένεια, δεν εκτρέπεται στη χλεύη και στο συγκεκαλυμμένο μίσος. Για τον Οικονομίδη, ο Δημήτρης είναι ένας δυστυχής άνθρωπος, εγκλωβισμένος στην ανεπάρκειά της ζωης του, ο οποίος όμως -παρά την απέραντη μικροπρέπειά του- ίσως και να αξίζει μια μικρή ανάσα ζωής.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑